ΚΑΤΩ ΑΠO ΤΟ ΗΦΑΙΣΤΕΙΟ (1984)
(UNDER THE VOLCANO)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζον Χιούστον
- ΚΑΣΤ: Άλμπερτ Φίνεϊ, Τζάκλιν Μπίσετ, Άντονι Άντριους, Ιγκνάσιο Λόπεζ Τάρσο, Κέιτι Χουράντο
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 112'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: BIBLIOTHEQUE
Ο Βρετανός πρώην πρόξενος στο Μεξικό του 1938 πνίγει στο αλκοόλ τις έγνοιες για τα επικείμενα ιστορικά γεγονότα της ανόδου του Ναζισμού και του Ισπανικού Εμφυλίου – όμως η αληθινή αιτία της αυτο-καταστροφικής του πορείας είναι η διάλυση του γάμου του με την όμορφη, ηθοποιό στο επάγγελμα Ιβόν.
«No se puede vivir sin amar» («Δεν μπορείς να ζεις χωρίς αγάπη»). Αυτή η φράση διαπερνά την ιστορία ενός τραγικού 24ωρου, αυτού της 2ας Νοεμβρίου 1938, καθώς το Μεξικό γιορτάζει τη Μέρα των Νεκρών και ο Τζέφρι Φέρμιν βυθίζεται χωρίς επιστροφή στον πρόωρο τάφο του, ποτισμένο με αλκοόλ και πόνο για την απώλεια και την προδοσία των δυο πιο αγαπημένων του ανθρώπων, της εν διαστάσει συζύγου του, Ιβόν, και του ετεροθαλούς αδελφού του, Χιου, οι οποίοι είχαν μια φευγαλέα ερωτική σχέση που οδήγησε στον χωρισμό του πάλαι ποτέ αγαπημένου ζευγαριού. Και καθώς ο μεξικάνικος ήλιος καίει και το αλκοόλ ρέει άφθονο στο αίμα τού Τζέφρι, τόσο η Ιβόν όσο και ο Χιου βρίσκονται παρόντες στην τελευταία πράξη μιας προδιαγεγραμμένης τραγωδίας.
Το «Κάτω από το Ηφαίστειο» αποτελεί μια από τις καλύτερες δουλειές του μέγιστου Τζον Χιούστον (η προ-προ-τελευταία της καριέρας του), όμως παραμένει ένα μυστηριωδώς παραγνωρισμένο αριστούργημα, ενώ η ιστορία πίσω από τη δημιουργία της απαιτεί ξεχωριστό κείμενο ή και ολόκληρο βιβλίο (για τους ήδη σκληροπυρηνικούς και για τους – ευελπιστούμε – νέους θαυμαστές της ταινίας, αξίζει η αναζήτηση του συνοδευτικού ντοκιμαντέρ, «Observations Under the Volcano»)! Έχοντας διαβάσει το ομώνυμο βιβλίο του Μάλκολμ Λάουρι στα τέλη της δεκαετίας του ’40 (πρωτοεκδόθηκε το 1947), ο Χιούστον, ίσως ταυτίζοντας κάποια στοιχεία του κεντρικού ήρωα με τον εαυτό του, αποφάσισε να το γυρίσει, αρχικά με τον ίδιο στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η δαιδαλώδης, περίπλοκη αφηγηματική δομή τού Λάουρι, με τη συνειδησιακή ροή και τους εσωτερικούς μονολόγους, ήταν σχεδόν απαγορευτική για τη μεγάλη οθόνη της εποχής και κανένα από τα σενάρια που έλαβε δεν ήταν αντάξιο του βιβλίου. Έτσι, τα χρόνια και οι δεκαετίες περνούσαν και οι υποψήφιοι πρωταγωνιστές γερνούσαν ή / και πέθαιναν (Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και Ρίτσαρντ Μπέρτον στην κορυφή της λίστας). Ώσπου βρέθηκε ο τότε νεαρός φοιτητής, Γκάι Γκάλο, που έγραψε το ιδανικό σενάριο για τον, πλέον, ηλικιωμένο σκηνοθέτη και το όνειρο ζωής άρχισε να γίνεται πραγματικότητα. Έχοντας πρόσφατα δουλέψει με τον Άλμπερτ Φίνεϊ, τον κορυφαίο Βρετανό ηθοποιό της γενιάς του, στο μέτριο μιούζικαλ «Annie», ο Χιούστον βρήκε και τον ιδανικό του πρωταγωνιστή – και το αποτέλεσμα είναι μια από τις σημαντικότερες αμερικανικές ταινίες της δεκαετίας του ‘80.
Ο Γκάλο παραμένει σεβάσμιος απέναντι στη δομή και τη ροή του βιβλίου, επιτυγχάνει να κάνει την ιστορία εύκολα αφηγήσιμη, με τον θεατή να παρακολουθεί ανήμπορος την πτώση ενός προφανώς χαρισματικού ανθρώπου με ραγισμένη καρδιά, παραιτημένου από σχεδόν την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη (τα κοσμοϊστορικά γεγονότα που βρίσκονται προ των πυλών εντείνουν την αποσύνδεσή του απ’ τα κοινά). Σε συνεργασία με τον βετεράνο Χιούστον, στρέφουν τον καυτό μεξικάνικο ήλιο επάνω στην ταλαιπωρημένη φιγούρα του ήρωά τους δίκην ανακριτικού προβολέα, ξεσκεπάζοντας σταδιακά κάθε ελάττωμα, κάθε πληγή, κάθε αδυναμία. Ο Τζέφρι παρασέρνει μαζί του και την Ιβόν με τον Χιου, αρχικά «παραπλανώντας» τους (όπως και τον εαυτό του, φυσικά) με το γκροτέσκα αισιόδοξο και «πολιτισμένοι άνθρωποι είμαστε» χαμόγελό του, για να τους προσγειώσει απότομα, καθώς η μέρα προχωρά ακάθεκτη κι αμείλικτη προς την τιμωρία, όχι μόνο του Τζέφρι, αλλά όλου αυτού του παράξενου τριγώνου. Το τελευταίο μέρος της ταινίας αντικατοπτρίζει εύστοχα το συγκλονιστικό τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του Λάουρι, αρπάζοντας χαρακτήρες και κοινό από τον δυνατό, εκτυφλωτικό ήλιο και οδηγώντας τους σε μια πραγματική, σχεδόν απτή, κάθοδο σε μια επίγεια Κόλαση που σπάνια έχουμε ξαναδεί στο σινεμά. Εισφέροντας στην επιβλητική ατμόσφαιρα, η εξαίσια μουσική του Άλεξ Νορθ εκτείνεται από παραδοσιακά ακούσματα του τόπου δράσης σε μελοδραματικά κρεσέντο στο δεύτερο μισό.
Και αν ο Χιούστον έκανε εδώ μια από τις σπουδαιότερες ταινίες του, ο Φίνεϊ έδωσε, κατά πολλούς, την καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του, με αρκετούς κινηματογραφικούς ιστορικούς να τη χρίζουν ακόμα και σήμερα – και απολύτως δικαιολογημένα – ως την τελειότερη απεικόνιση του αλκοολισμού στην κινηματογραφική ιστορία. Πρόκειται περί μιας απλώς ατρόμητης ερμηνείας, με συγκλονιστικότερο στοιχείο τις ανεπαίσθητες αλλαγές στο πρόσωπο, τις χειρονομίες και τη γλώσσα του σώματός του, λεπτομέρειες που στέλνουν από τη μια στιγμή στην άλλη τον ίδιο και τους άλλους δύο «δικούς» του ανθρώπους από τη χαρά στον πόνο, από την ελπίδα στην απελπισία, από τη συγχώρεση στην τιμωρία. Ο Φέρμιν του Φίνεϊ μεταλλάσσεται συνεχώς από έναν απλό μέθυσο σε μια γοητευτική προσωπικότητα, από έναν τρυφερό, παθιασμένο άνδρα σε μια λυπηρή σκιά του εαυτού του, χωρίς ερμηνευτικές υπερβολές, χωρίς θεατρινίστικες μεταπτώσεις. Το μόνο «ελάττωμα» που μπορούμε να βρούμε επάνω του είναι η μάλλον αποτυχημένη… περούκα που αναγκάστηκε να φοράει, καθώς τα φυσικά του μαλλιά δεν είχαν προλάβει να φυτρώσουν ξανά, ύστερα από μια προηγούμενη τηλεταινία! Κι ενώ ο Άντονι Άντριους είναι αρκετά άχρωμος στον ρόλο τού Χιου, ο Φίνεϊ τουλάχιστον έχει στο πλευρό του την αιθέρια Τζάκλιν Μπίσετ που δίνει μια αναπάντεχα αξιόλογη ερμηνεία ως Ιβόν, η μοιραία γυναίκα που είναι γεμάτη από ενοχή και μετάνοια για την καταστροφή που προκάλεσε, που κρατά μια αχνή (ακόμα και στα μάτια της) ελπίδα για επανένωση, για συγχώρεση, για λύτρωση.
Όπως και η ανάγνωση του αριστουργηματικού βιβλίου του Λάουρι, έτσι και η αντάξια κινηματογραφική του μεταφορά από τον Χιούστον είναι κατά καιρούς δύσκολη στη θέαση, αν και εδώ κυρίως αποκλειστικά σε συναισθηματικό επίπεδο, καθώς ο θεατής παρασύρεται αναπόφευκτα στον αμείλικτο, αυτοκαταστροφικό μονόδρομο του Τζέφρι, με φόντο τις μακάβριες, αλλά και μυστικιστικές ιεροτελεστίες και εορτασμούς της Μέρας των Νεκρών. Η ιστορία, άλλωστε, δεν θα μπορούσε να διαδραματίζεται καμία άλλη μέρα του χρόνου. No se puede vivir sin amar…