TOP GUN: MAVERICK (2022)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζόζεφ Κοσίνσκι
- ΚΑΣΤ: Τομ Κρουζ, Τζένιφερ Κόνελι, Μάιλς Τέλερ, Γκλεν Πάουελ, Μόνικα Μπαρμπάρο, Τζέι Έλις, Ντάνι Ραμίρεζ, Λούις Πούλμαν, Μπασίρ Σαλαχουντίν, Τζον Χαμ, Τσαρλς Παρνέλ, Τζέικ Πίκινγκ, Βαλ Κίλμερ, Εντ Χάρις
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 131'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Για να μην αποχαιρετίσει τη θέση του ανάμεσα στους εν ενεργεία καλύτερους ιπτάμενους του Ναυτικού, ο Πιτ Μίτσελ υποχρεώνεται να εκπαιδεύσει ομάδα αποσπασμένων πτυχιούχων, οι οποίοι πρόκειται ν’ αναλάβουν την πλέον ριψοκίνδυνη αποστολή καταστροφής μυστικών εγκαταστάσεων παραγωγής εμπλουτισμένου ουρανίου σε χώρα εχθρική προς τα συμφέροντα των ΗΠΑ.
Ας μιλήσουμε καθαρά και τίμια. Το original «Top Gun» (1986) είναι μια ταινία που δεν βλέπεται! Ειδικά σήμερα. Μια φορά την είχα παρακολουθήσει τότε, σε κινηματογράφο. Έκτοτε, μονάχα αποσπασματικά ξανά, στην τηλεόραση. Χωρίς καμία διάθεση να ολοκληρώσω την «εμπειρία». Είχε καλό soundtrack, όμως. Κι έναν Τομ Κρουζ που λες και τον είχαν μαζέψει απ’ το σχολείο, με το απολυτήριο του Λυκείου στο χέρι! Ένα μικροκαμωμένο, ελαφρά μυώδες, χαμογελαστό αγόρι που κραύγαζε από παντού «star power» στη μεγάλη οθόνη, πριν καν ο ίδιος καταλάβει με τι είχε γεννηθεί. Έβαζα όρκο (ήδη) από το «Risky Business» (1983), ένα από τα πραγματικά σπουδαία νεανικά φιλμ της δεκαετίας εκείνης, ότι θα έχει μεγάλη καριέρα. Ήταν ένα πολύ προσωπικό του στοίχημα, το οποίο κέρδισε δίκαια, με κινήσεις και επιλογές έξυπνα στοχευμένες και ποιοτικές. Και σήμερα, σε ηλικία 60 ετών (!), επιστρέφει στο παρελθόν που τον απογείωσε (#diplhs), δείχνοντας (με θαρραλέο θράσος) πόσο έχει κερδίσει… μέχρι και το πέρασμα του χρόνου! Μετατρέποντας το «Top Gun: Maverick» σε έργο που δεν εκβιάζει το «memorabilia» συναίσθημα, μα στήνει πιο γερά θεμέλια ψυχαγωγίας πάνω στο μύθο ενός… τίτλου. Φημισμένου μεν, όμως, τίποτε περισσότερο απ’ αυτό, πια. Ειλικρινά, δηλαδή, ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ποτέ ότι στο 2022, όντως, τούτο το sequel θα κατάφερνε να… «Take My Breath Away»;
Η εισαγωγή του «Maverick» αποτίνει… μουσικό φόρο τιμής στην πρώτη ταινία, χρησιμοποιώντας με το «καλημέρα σας» το «Anthem» του Χάρολντ Φαλτερμάγερ και (φυσικά) το «Danger Zone» με τη φωνή του Κένι Λόγκινς. Αδρεναλίνη και ολίγη από militaire καύλα κάνουν ξεφάντωμα με εκσυγχρονισμένη αισθητική, φυσικότητα και ρεαλισμό στις εικόνες, σε αντίθεση με τα σε εξωφρενικό βαθμό φιλτραρισμένα κάδρα του Τόνι Σκοτ, που θύμιζαν πανάκριβο διαφημιστικό spot… ανδρικού αποσμητικού. Ο Πιτ Μίτσελ κάνει… υπερηχητικό κατόρθωμα «ταρζανιάς» στους αιθέρες, αγνοώντας εντολές ανωτέρων και παραγνωρίζοντας τη σημειολογία της «απόσυρσης», με τις αμυντικές δυνάμεις των ΗΠΑ να σχεδιάζουν και να τεστάρουν όλο και πιο εξελιγμένα μαχητικά, τα οποία στο κοντινό μέλλον δεν θα χρειάζεται καν να βασίζονται στις ριψοκίνδυνες ανθρώπινες… ατέλειες των κοινών θνητών / πιλότων.
Ο Πιτ δεν παραδέχεται την ύπαρξη ενός αύριο που δεν θα χρειάζεται πιλότους με ικανότητες τόσο μοναδικές όσο οι δικές του και η διάσωση της υπόληψής του θα προκύψει μέσω μιας «δυσμενούς» μετάθεσης στα γνωστά παλιά λημέρια του Σαν Ντιέγκο, στη βάση εκπαίδευσης όπου, πλέον, εκείνος θα γίνει ο μέντορας μιας μικρής ομάδας άριστων αποσπασμένων πτυχιούχων, οι οποίοι πρόκειται να στελεχώσουν αποστολή καταστροφής μυστικών εγκαταστάσεων παραγωγής εμπλουτισμένου ουρανίου σε… ασαφούς γεωγραφικής θέσης χώρα εχθρική (και χιονισμένη!).
Δεν θα έλεγα πως το «Maverick» είναι μία ψυχροπολεμική ταινία, ούτε και ότι πατρονάρει καχύποπτα την πατριωτική στρατοκαυλίαση. Όσο κι αν η πραγματικότητα εκεί έξω επιδιώκει να επιστρέψει σε κάτι τόσο… démodé, η ταινία του Τζόζεφ Κοσίνσκι παίζει σε (πιο) αγνά μέτωπα του ψυχαγωγικού σινεμά και βασίζεται περισσότερο στο concept της παραγωγής, να προσφέρει ένα θέαμα ολότελα updated, αποβάλλοντας από πάνω της το… homoerotic στοιχείο που στα ‘80s αποζητούσε τον κανιβαλισμό (ποιος μπορεί να ξεχάσει το θρυλικό απόσπασμα διαλόγου ανάμεσα σε δύο πιλότους, με τον έναν να σχολιάζει «This gives me a hard on.» και τον άλλο ν’ απαντά… «Don’t tease me.»!) και κάπου να τρολάρει τον (υπερ)ηρωισμό του κεντρικού ήρωα. Φυσικά, όποιος θέλει να δει το έργο σαν αμερικανική προπαγάνδα, είναι ελεύθερος να κάνει του κεφαλιού του! Αυτή η λογική σκέψης, όμως, είναι πιο αφελής κι από τα πλέον ανεκδιήγητα της δράσης επί των εχθρικών εδαφών στο τελευταίο μέρος του φιλμ.
Εξαιρώντας την τύπου «πάμε να καταλάβουμε το… Death Star» αποστολή και τις αστείες ευκολίες της κλιμάκωσης ή την αδικαιολόγητη σεναριακά εξαφάνιση του χαρακτήρα της Τσάρλι (μήπως επειδή η Κέλι ΜακΓκίλις έχει… μπαταλέψει εμφανισιακά;) και την αντικατάστασή της από την (άφαντη στο φιλμ του ’86!) Πένι (η γλυκιά κι ανθρώπινη Τζένιφερ Κόνελι σε ρόλο υποχρεωτικού romantic interest), όλο το υπόλοιπο έργο είναι ένα χάρμα οφθαλμών και διασκέδασης, η δραματική υποπλοκή με τον υιό του μακαρίτη Γκους (από το πρώτο «Top Gun») κάνει δουλίτσα γιατί το δίδυμο των Κρουζ και Μάιλς Τέλερ έχει υποκριτικές δυνατότητες και βγάζει χημεία, ενώ οι αερομαχίες και όλες οι από αέρος λήψεις είναι κάτι το συγκλονιστικό σε τεχνικό επίπεδο (δεν θα περίμενα κάτι λιγότερο από το σκηνοθέτη του «TRON: Legacy»). Ξαναβλέποντας το φιλμ του ’86, μπορείς να… κλάψεις από τα γέλια με τα κοντινά στα πιλοτήρια των… rear projections. Γιατί, όμως, να θέλεις να σου τύχει τέτοιο κακό;