FreeCinema

Follow us

Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ (2022)

(THE STRANGER)

  • ΕΙΔΟΣ: Δραματικό Ψυχολογικό Θρίλερ
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τόμας Μ. Ράιτ
  • ΚΑΣΤ: Τζόελ Έτζερτον, Σον Χάρις, Τζέιντα Άλμπερτς, Κόρμακ Ράιτ, Στιβ Μουζάκις, Μάθιου Σάντερλαντ, Άλαν Ντιούκς, Φλέτσερ Χάμφρις
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 117'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON

Ο Πολ συναντά τον Χένρι σ’ ένα λεωφορείο. Η νυχτερινή διαδρομή είναι ήσυχη και βαρετή. Πιάνουν την κουβέντα. Ο Χένρι θα τον βοηθήσει σ’ ένα θέμα γραφειοκρατίας ταυτοποίησης και ο Πολ, για να βγάλει την «υποχρέωση», θα τον συστήσει σε κάτι δικούς του ανθρώπους για μια «δουλειά». Ο Χένρι θα τον εμπιστευτεί. Αλλά θα του εξομολογηθεί ότι απεχθάνεται τη βία.

Ο «Άγνωστος» επαναδιατυπώνει θαυμαστά τον τρόπο με τον οποίο ένας σκηνοθέτης μπορεί να τοποθετηθεί επάνω σ’ ένα ήδη υπάρχον φιλμικό είδος. Και είναι το πρώτο αριστούργημα της φετινής κινηματογραφικής σεζόν. Πάρτε βαθιά ανάσα και… μη διαβάσετε σχεδόν τίποτα γι’ αυτό!

[Η κριτική που ακολουθεί είναι απολύτως spoiler free, δείχνοντας σεβασμό προς τον δημιουργό του φιλμ και τους θεατές που οφείλουν να την παρακολουθήσουν δίχως να γνωρίζουν ακριβή στοιχεία… ακόμη και για το genre στο οποίο ανήκει!]

Το αυστραλέζικο σινεμά, συνήθως, «διχάζεται» σε δύο γραμμές / προσανατολισμούς: από τη μία έχουμε το «γιορτινά» φωνακλάδικο gay θέαμα των κομεντί κι από την άλλη, ένα «αρρωστημένα» ψυχρό και κατάμαυρο σύμπαν θριλερικών ταινιών, οι οποίες (ενίοτε) αντλούν για τη σεναριακή τους βάση στοιχεία από τον εγκληματικό βίο της χώρας. Το δεύτερο ισχύει για τούτο εδώ το φιλμ, που μου θύμισε ελαφρά την πρώτη μου γνωριμία με το σινεμά του Τζάστιν Κερζέλ και το «Snowtown» (2011). Αμφότερα έργα βασισμένα σε αληθινές ιστορίες ανθρώπινης… φρίκης. Ο Τόμας Μ. Ράιτ, όμως, στη δεύτερη σκηνοθετική του απόπειρα (έχει μεγάλο βιογραφικό ως ηθοποιός), δεν «αντιγράφει» το ύφος κανενός άλλου δημιουργού, ούτε και σε υποψιάζει εξαρχής για το που μπορεί να οδηγεί αυτός ο «Άγνωστος».

Η ταινία ξεκινά με συμβουλές για… εισπνοές και εκπνοές, αφού πρώτα κλείσετε τα μάτια σας! Εστιάζει στην αναπνοή σας, διότι είναι κάτι το ιδιαίτερα χρήσιμο σε σχέση με το δίωρο που ακολουθεί. Ο αέρας της εισπνοής μπορεί να είναι καθαρός, σε αντίθεση μ’ εκείνον της εκπνοής, που μπορεί να «αναδύει» μια μαυρίλα ζοφερή από το μέσα σας. Εκείνη του άγχους, του stress και των ανησυχιών σας. Των συναισθημάτων αυτών που ο Ράιτ θα φροντίσει να διογκώνει σταδιακά, μέχρι να μοιραστείτε το συνειδησιακό βάρος του κεντρικού ήρωα του φιλμ. Μέχρι η αμφιβολία γύρω από τα δρώμενα της ταινίας ν’ αρχίσει να σας πνίγει και να σας δυσκολεύει ν’ αναπνεύσετε! Μπορεί να είναι φανταστικές οι υποψίες σας για πράγματα που θα συμβούν ή, απλά, ο νους σας πηγαίνει στα χειρότερα;

Την απάντηση τη δίνει… το μοντάζ (θα το νιώσετε από τα πρώτα κιόλας λεπτά, μ’ ένα «gap» χωροχρόνου που ξαφνιάζει)! Ο Σάιμον Ντζου (του «The Babadook» και του αρκετά controversial «The Nightingale») κάνει ουσιαστική σπουδή στη δημιουργία, την (κρυμμένη) τονικότητα και το χτίσιμο του μυστηρίου, ως συνοδοιπόρος της «ύπουλης» αφήγησης του Ράιτ. Και οι δύο μαζί κάνουν τον θεατή να ξεχνά την έννοια του χρόνου στην πλοκή και παίζουν μαζί με τη σκέψη του σε σχέση με τη γραμμικότητα της ιστορίας. Η δουλειά τους είναι υποδειγματική και, ειδικά σε συνάρτηση με το genre το οποίο υπηρετούν, ανήκει σε… τμήματα μαθημάτων κινηματογραφικών σχολών!

Η ιστορία δείχνει (ή είναι…) απλή. Ένας τύπος συναντά έναν άγνωστο. Στην πραγματικότητα, βέβαια, εμείς δεν γνωρίζουμε τίποτα και για τους δυο τους. Θα τα βρουν κάπως φιλικά, σαν άνδρες. Θα προκύψει ένα αίσθημα αλληλεγγύης κι εμπιστοσύνης. Και κάποια στιγμή θα εμφανιστεί κι ένα τρίτο πρόσωπο, το οποίο θα εισάγει τον (πάντοτε άγνωστο…) χαρακτήρα που αντιμετωπίζουμε ως κεντρικό ήρωα σε μονοπάτια παρανομίας και οργανωμένου εγκλήματος. Για τα υπόλοιπα, είπαμε, βαθιά ανάσα!

Τρίτος μέγας «πρωταγωνιστής» του φιλμ, μετά τη σκηνοθεσία και το μοντάζ, είναι ο τσελίστας Όλιβερ Κόουτς, ο οποίος υπογράφει το score, μια αδυσώπητα υπόγεια σειρά από μουσικές συνθέσεις ατμοσφαιρών που δημιουργούν κυριολεκτικές εντάσεις (μιλάμε για επίπεδο τρέμουλου!), για να φτάσουν σε εντελώς αναπάντεχα ύψη συγκινησιακής φόρτισης. Ένα εξαιρετικό τρίπτυχο συνεργασίας, ολοφάνερα αρμονικής. Δίχως να παραγνωρίζω το «ψαρωτικό» παίξιμο των Τζόελ Έτζερτον και Σον Χάρις (πρωτίστως), οι οποίοι βουτάνε με εύθραυστη ισορροπία σε ρόλους αντίπαλου δέους, με «manual» ένα σενάριο που κρίνει βαθιά την ψυχολογία της κτηνωδίας με «ανθρώπινη» περιβολή, δίπλα στην απαιτούμενη αντοχή και τα δίχως επούλωση τραύματα του απέναντι «μετώπου».

Δεν έχω να πω τίποτε άλλο. Κρατώ το όνομα του Τόμας Μ. Ράιτ σαν κάτι που θα μας απασχολήσει ξανά (και μάλλον σοβαρά) στο μέλλον και αναζητώ την πρώτη του ταινία (το «Acute Misfortune» από το 2018), για να καταλάβω λίγο καλύτερα με τι έχουμε να κάνουμε. Διότι με τον «Άγνωστο» έφτασε μέχρι το τμήμα του Un Certain Regard των Καννών φέτος…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Είναι θρίλερ. Που τσιτώνει νεύρα. Χωρίς αίμα. Αν αυτό αποτελεί δεύτερο δείγμα σκηνοθετικής γραφής, τι να λέμε τώρα… Έργο ατμόσφαιρας, για σινεμά. Που το πηγαίνει μπροστά, τηρώντας κανόνες genre. Για θεατές που το σέβονται αυτό το τελευταίο.


MORE REVIEWS

GODZILLA MINUS ONE

Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Σικισίμα επιστρέφει σ’ ένα κατεστραμμένο Τόκιο, γεμάτος ενοχές από τη φήμη του kamikaze πιλότου που δεν θυσιάστηκε για πατρίδα του. Θα προστατεύσει μια νεαρή κοπέλα που έχει υιοθετήσει ένα ορφανό μωρό και θα συγκατοικήσουν αναζητώντας τη γαλήνη, καθώς η πόλη αρχίζει να στέκεται ξανά στα πόδια της, ώσπου να εμφανιστεί… ένα γιγάντιο και μεταλλαγμένο από πυρηνικές δοκιμές τέρας.

ΠΕΣΜΕΝΑ ΦΥΛΛΑ

Μεροκαματιάρης εργάτης με «αθώο» πρόβλημα αλκοολισμού γνωρίζει προλετάρια «αδελφή ψυχή» σε karaoke bar, εμφανίζεται το ενδεχόμενο του ρομαντικού σκιρτήματος, μα η κακοτυχία δέρνει και τους δύο, λες κι η μοίρα δεν επιθυμεί την ένωσή τους.

ΣΙΩΠΗΛΗ ΟΡΓΗ

Πατέρας που πενθεί τον θάνατο του γιου του, ορκίζεται να εκδικηθεί τις συμμορίες ναρκωτικών που μεταμόρφωσαν τη ζωή του σε βουβό δράμα. Όταν μιλούν τα πιστόλια, ποιος έχει ανάγκη τα λόγια;

ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ

Στο Σέιλεμ, ομάδα από νεαρά αγόρια και κορίτσια ανακαλύπτει κατά τύχη ένα καταραμένο μαχαίρι. Μέσα από μια σειρά από flashbacks, μαθαίνουμε πως το συγκεκριμένο αντικείμενο υπήρξε η αφορμή για πολλούς θανάτους και καταστροφές στο παρελθόν. Η χρήση του σε δαιμονικά παιχνίδια μεταξύ των παιδιών, αποκαλύπτει μια μικρή λεπτομέρεια: ο κάθε χαμένος, πεθαίνει πραγματικά!

ΦΟΝΙΣΣΑ

Σ’ ένα νησιωτικό χωριό, γύρα στα 1900, η γιαγιά Φραγκογιαννού αποφασίζει να κάνει πράξη αυτό που της δίδαξε η ζωή: απαλλάσσει βρέφη θηλυκά και μικρά κορίτσια από τη μαρτυρική εμπειρία του να μεγαλώσουν και να υποταχθούν σε μια σκληρή κοινωνία ανδροκρατίας, που μόνο βάσανα και δυστυχία μπορεί να τους προσφέρει.