Ο ΓΙΟΣ (2022)
(THE SON)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Φλοριάν Ζελέρ
- ΚΑΣΤ: Χιού Τζάκμαν, Ζεν ΜακΓκραθ, Βανέσα Κέρμπι, Λόρα Ντερν, Άντονι Χόπκινς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 123'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Γιος χωρισμένων γονιών νοιώθει την εγκατάλειψη κι από τις δύο πλευρές, αδυνατεί ν’ αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις της εφηβικής ωρίμανσής του και σκέφτεται πως δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσει να ζει. Μπορεί να ξεπεράσει την κατάθλιψή του, δοκιμάζοντας να μετακομίσει στο καινούργιο σπίτι του πατέρα του;
Πέραν του ονόματος του σκηνοθέτη, δεν υπάρχει κανένας άλλος ουσιαστικός δεσμός τούτου του «Γιου» με τον «Πατέρα» που είχαμε παρακολουθήσει το καλοκαίρι του 2021, κι ας εμφανίζεται και στα δύο ο Άντονι Χόπκινς. Η βάση του, επίσης, προέρχεται από θεατρικό έργο, με τον Φλοριάν Ζελέρ να συνεργάζεται ξανά με τον εμπειρότατο Κρίστοφερ Χάμπτον για την κινηματογραφική του διασκευή. Ως αποτέλεσμα, έχουμε να κάνουμε και πάλι με ένα φινετσάτο φιλμ χαρακτήρων, που εδώ απομακρύνεται περισσότερο από τις θεατρικές του καταβολές, αλλά του λείπει η κεντρική ερμηνεία – οδοστρωτήρας του Χόπκινς (όσο κι αν το σύνολο του καστ λειτουργεί αξιόλογα και πειστικά), καθώς κι ένας κεντρικός ήρωας που θα παρασύρει τον θεατή σε μια εμπειρία ταύτισης και νοιαξίματος. Κοινώς, αυτός ο γιος έχει προβλήματα άλυτα…
Μετά από την αρχική ακύρωση της συγκατοίκησης με τη μητέρα του, ο Νίκολας διεκδικεί ένα σοβαρότερο στήριγμα για τις ανάγκες του στο πρόσωπο του πατέρα του και ζητά να μετακομίσει στο καινούργιο σπίτι εκείνου, δίπλα στην τωρινή σύντροφό του και σ’ ένα νεογέννητο αδελφάκι. Η νέα του «οικογένεια» θα τον δεχτεί με πολλές ελπίδες, μα και με δισταγμούς. Σταδιακά, ο Νίκολας θα βρεθεί αντιμέτωπος με τα φορτωμένα επαγγελματικά ωράρια του πατέρα του και την προφανή προσήλωση της μητριάς του προς το μωρό, θα αισθανθεί ξανά παραμελημένος, θα αγνοήσει πλήρως το σχολείο του και θα αφιερωθεί περισσότερο στο να απομακρύνεται από τους πάντες, στο να πληγώνει τον εαυτό του και να κάνει τις πιο σκοτεινές σκέψεις για ένα μέλλον στο οποίο δεν έχει απολύτως καμία θέση.
Ο Ζελέρ καταφέρνει και ανανεώνει με ενδιαφέροντα τρόπο μια παλιοκαιρίσια διαχείριση του (μελο)δράματος, δουλεύοντας εξαιρετικά με τους εσωτερικούς χώρους και καθοδηγώντας σωστά τους ηθοποιούς του, όταν το casting κάνει επίσης τη δουλειά του σωστά. Ίσως η μεγαλύτερη παραφωνία μέσα σ’ όλα αυτά να είναι… η κεντρική φιγούρα του γιου, του Νίκολας που υποδύεται ο νεαρός Ζεν ΜακΓκραθ, η εμφάνιση του οποίου σε κάνει να αισθάνεσαι ή την ανισότητα της γραφής του ρόλου του ή την αδυναμία του ηθοποιού να δώσει ψυχή κι αιτίες αληθινές σε σχέση με τη συμπεριφορά του.
Υπάρχει μια υπόγεια αίσθηση του σασπένς που χτίζεται γύρω από την ιστορία, για το αν και πότε θα υπάρξει μια βίαιη κορύφωση που θα παρασύρει το έργο προς την τραγωδία, η οποία εάν δεν είναι προβλέψιμη (ή προδιαγεγραμμένη) εξαρχής, καταντά βασανιστική (στο να την περιμένεις…) στο δεύτερο μέρος της ταινίας, όμως, ο σχεδιασμός του χαρακτήρα του Νίκολας ταυτίζεται τόσο εμμονικά με το αδικαιολόγητο και το αψυχολόγητο (με «άλλοθι» το νεαρόν της ηλικίας του παιδιού), σε βαθμό να του αφαιρεί το δικαίωμα του λόγου στα δρώμενα! Δεν είναι ένας συνηθισμένα παθητικός ρόλος, αλλά μία αδιέξοδη οντότητα που περιστρέφεται διαρκώς γύρω από τις ίδιες σκέψεις και κεκαλυμμένα ψέματα, οδηγώντας την εξέλιξη της πλοκής σε κάτι διχαστικό και λίαν ενοχλητικό, που σαφώς και δεν ευνοεί τη θέση του στα μάτια ενός ενήλικα, όσο κι αν επιχειρεί να μας πει ο Ζελέρ πως το πρόβλημα «διαιωνίζεται», τοποθετώντας εμβόλιμα τη μοναδική (και αποκαλυπτική) εμφάνιση του παππού Άντονι Χόπκινς, σε μία σεκάνς ερμηνευτικής μονομαχίας του βρετανικού θηρίου με τον superstar Χιού Τζάκμαν, ο οποίος τα καταφέρνει μια χαρά, αν και «εγκλωβισμένος» στο wannabe πρότυπο του πατέρα, ο οποίος ενίοτε γέρνει επικίνδυνα προς εκείνα τα στοιχεία που τον έκαναν να μισήσει (αθεράπευτα) τον δικό του πατέρα.
Κάποια ελάχιστα flashback από την παιδική ηλικία του Νίκολας σε καλοκαιρινές διακοπές, σε κάνουν ν’ αναζητάς κι ένα κάποιο πιθανό «μυστικό» από το μακρινό παρελθόν, που ίσως ρίξει λίγο φως στο σήμερα και δικαιολογήσει τη στάση του αγοριού, όμως, το σενάριο του «Γιου» δεν αποκτά ποτέ το ψυχαναλυτικό βάθος των αριστουργηματικών «Συνηθισμένων Ανθρώπων» (1980) του Ρόμπερτ Ρέντφορντ (για παράδειγμα), αφήνοντας τον Ζελέρ εκτεθειμένο, ν’ αναζητά ένα θαρραλέο φινάλε άποψης. Μοιραία, το φιλμ έχει σχεδόν… τρία! Αρκούσε αυτό που περιμέναμε.