Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ (2014)
(THE JUDGE)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντέιβιντ Ντόμπκιν
- ΚΑΣΤ: Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ, Ρόμπερτ Ντιβάλ, Μπίλι Μπομπ Θόρντον, Βέρα Φαρμίγκα, Βίνσεντ Ντ'Ονόφριο, Λέιτον Μίστερ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 141’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: VILLAGE FILMS
Μεγαλοδικηγόρος, ο οποίος δε φημίζεται ακριβώς για τον ηθικό του κώδικα, επιστρέφει, με αφορμή το θάνατο της μητέρας του, στη μικρή κωμόπολη που τον γέννησε για να βρει τον απόμακρο πατέρα του, δικαστή στο τοπικό δικαστήριο, κατηγορούμενο για το φόνο τύπου που έστειλε στην στενή χρόνια πριν. Αχ, αυτές οι σύγχρονες οικογένειες…
Όπως θα συνέβαινε με μια τυπική ακροαματική διαδικασία, «O Δικαστής» ακολουθεί με ευλάβεια τους κανόνες, χωρίς να λοξοδρομεί ποτέ. Ξεκινά με την παρουσίαση των διαμετρικά αντίθετων χαρακτήρων πατέρα και γιου, δυναμιτίζει την ατμόσφαιρα από νωρίς δίνοντας έμφαση στις μεταξύ τους εντάσεις, αφήνει υπόνοιες για το παρελθόν, προχωρώντας σταδιακά στη σύνθεση της αλήθειας, προσπαθεί να συγκινήσει το κοινό, ως πολυπληθές εναλλακτικό κοινό ενόρκων, και κλείνει την υπόθεση (διπλής) με το θρίαμβο της δικαιοσύνης και, ταυτόχρονα, ένα ηθικό δίδαγμα για την πραγματική αξία της οικογένειας. Γιατί, όσο κι αν θέλει να παρουσιάζεται ως δικαστικό θρίλερ, η ταινία αποτελεί στον πυρήνα της ένα καθαρόαιμο οικογενειακό δράμα.
Εξάλλου, «Ο Δικαστής» τού τίτλου δεν παύει να είναι ο πατέρας του Χανκ Πάλμερ (Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ), μία ιδιότητα που φέρει τη μεγαλύτερη δυνατή ισχύ στην ιστορία. Ο πατήρ Πάλμερ του Ρόμπερτ Ντιβάλ είναι ένα ον εξαιρετικής ορμής και δύναμης, τρομακτικό στις εκρήξεις του κι επιβλητικό στην παρουσία του, που δικαιολογεί επαρκώς τις επιρροές του στους γιους του και την ευρύτερη οικογένειά του. Απέναντί του, ο Ντάουνι Τζούνιορ παραλλάσσει τη συνήθη – τελευταία – αλαζονική κινηματογραφική του persona και εμφυσά στο χαρακτήρα του ανασφάλειες, απωθημένα, συμπεριφορές που θα μπορούσαν να οφείλονται σε ένα ταραχώδες παρελθόν και μια μανιώδη επιδίωξη να αποδεικνύει συνεχώς την αξία του. Μαζί οι δυο τους σχηματίζουν ένα δίπολο που λειτουργεί ιδανικά και, ουσιαστικά, αποτελεί το δυνατότερο σημείο τού φιλμ, καθώς και το στοιχείο που λειτουργεί αβίαστα από την αρχή μέχρι το τέλος.
Γιατί, σε αντίθεση με την οικογενειακή παράμετρο της αφήγησης, αν απομονώσει κανείς τη δικαστική ιστορία της υπόθεσης, θα βρει αρκετά πράγματα για να κριτικάρει. Αφενός, ποτέ το μυστήριο δεν είναι τόσο έντονο όσο η υπόθεση θέλει να το παρουσιάζει. Ταυτόχρονα, κρατάει περισσότερο από όσο θα ήταν απαραίτητο, τραβώντας αναίτια τη διάρκεια της ταινίας κοντά στις δυόμισι ώρες. Από την άλλη πλευρά, ακόμα και η λύση της δίκης ακολουθεί την πεπατημένη, με τις ανατροπές να τηλεγραφούνται αρκετά πριν συμβούν και τις εξελίξεις να αποτελούν απλά την αφορμή για την ηθικολογική συζήτηση ανάμεσα στους χαρακτήρες στη συνέχεια. «Ο Δικαστής» διατηρεί πολύ συχνά μια αδικαιολόγητη ασφάλεια στα δρώμενά του, φοβάται να λερώσει τα χέρια του ή να σπιλώσει πραγματικά τους χαρακτήρες του και αρκείται να δημιουργεί ένταση από καταστάσεις που έχουμε δει κατά κόρον στον κινηματογράφο (και τη «μετακόμισή» του στην κυριακάτικη τηλεόραση), χωρίς να τις ξεπερνά με την αιχμή του.
Επιπλέον, το φιλμ κρατά ανεκμετάλλευτο ένα αρχικά ενδιαφέρον σετ περιφερειακών χαρακτήρων, που ενώ κάνουν εντυπωσιακή είσοδο, τελικά, παραμερίζονται στην άκρη χωρίς να έχουν προφανή εξέλιξη. Τα άλλα δύο αδέλφια Πάλμερ υπάρχουν μόνο για να… γεμίζουν το πλάνο ή να προσφέρουν ατάκες που βολικά δίνουν πάσα στο σενάριο για την επόμενη σκηνή, ο δικηγόρος τού Μπίλι Μπομπ Θόρντον παραμένει απλά ο άτυπος «κακός» της ιστορίας, η Σαμ της Βέρα Φαρμίγκα περιορίζεται σε μερικές μόνο σκηνές «καυτής πρώην ερωμένης», αν και είναι πασιφανές ότι η ίδια κάνει πολύ περισσότερα από όσα της επέτρεπε το σενάριο (πραγματικά, είναι εκπληκτικό πόση διάσταση καταφέρνει να δώσει στη γενικότητα του χαρακτήρα της), ενώ το πρώην «Gossip Girl» Λέιτον Μίστερ εμφανίζεται σε μόλις δύο σκηνές, υποδυόμενη σε κάθε μία κι από ένα κινηματογραφικό στερεότυπο.
Η διαφορά στην αντιμετώπιση γίνεται απόλυτα εμφανής στις σκηνές όπου πατέρας και γιος βρίσκονται μόνοι σε ένα δωμάτιο, καθώς εκεί είναι που εμφανίζεται η διάθεση του Ντέιβιντ Ντόμπκιν να κοιτάξει βαθύτερα στους ήρωές του, στα τραύματά τους, τις μνήμες τους, τα λάθη τους και όλα όσα πραγματικά τους έφεραν αντιμέτωπους. Δεν το κάνει πάντα με λεπτότητα (το σενάριο έχει την τάση να γίνεται ιδιαίτερα επεξηγηματικό, μην αφήνοντας πολλά στοιχεία ελεύθερα στην ερμηνεία τού θεατή), όμως με τη βοήθεια των ηθοποιών του βγάζει πραγματική ένταση και συγκίνηση. Οι συγκρούσεις μεταξύ τους είναι αληθινές, το αμοιβαίο ενδιαφέρον (ή όχι) ανάμεσά τους είναι πραγματικό, η αγωνία τους για την έκβαση της υπόθεσης ανεβάζει όντως τους παλμούς τής καρδιάς και αυτή η αποτελεσματικότητα είναι που δίνει ζωή στην ταινία, ξεπερνώντας τις ευκολίες τής αφήγησης.
Στο τέλος, μπορεί το φιλμ να μη μείνει στην ιστορία ως το πιο πρωτότυπο του είδους, όμως παραμένει ένα διασκεδαστικό οικογενειακό δράμα, το οποίο αν είχε κυκλοφορήσει τη δεκαετία του 1990, πιθανότατα να είχε δημιουργήσει πολύ μεγαλύτερο ντόρο. Για να λέμε την αλήθεια, δε θα δημιουργούσε σε κανέναν έκπληξη αν στα credits αναφερόταν ότι η ταινία αποτελούσε… μεταφορά βιβλίου του Τζον Γκρίσαμ! Τα 90’s ζουν κι αναπνέουν μέσα από την ταινία – και αυτό της στερεί τη δυνατότητα να γίνει μοναδική. Από την άλλη πλευρά, όμως, την κάνει εξαιρετικά οικεία. Και αυτό, μάλλον, βγαίνει σε καλό της.