Η ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΠΕΝΤΖΑΜΙΝ ΜΠΑΤΟΝ (2008)
(THE CURIOUS CASE OF BENJAMIN BUTTON)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντέιβιντ Φίντσερ
- ΚΑΣΤ: Μπραντ Πιτ, Κέιτ Μπλάνσετ, Τζούλια Όρμοντ, Ελάιας Κοτέας, Τζέισον Φλέμινγκ, Ταράτζι Π. Χένσον, Μαχερσαλά Αλί
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 166'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: VILLAGE FILMS
Ένα παιδί γεννιέται σαν μικρογραφία ογδοντάχρονου άνδρα, έτοιμου ν’ αποδημήσει. Αρκετές δεκαετίες αργότερα, κλείνει τα μάτια σαν νεογέννητο βρέφος. Κάπου στη μέση προλαβαίνει να ερωτευτεί κιόλας. Μα, ο χρόνος δεν ήταν με το μέρος τους…
Μια γυναίκα αναπνέει με δυσκολία πάνω στο νεκροκρέβατο ενός νοσοκομείου στη Νέα Ορλεάνη, λίγο πριν χτυπήσει ο τυφώνας Κατρίνα. «Μπορώ να κάνω κάτι για σένα, μητέρα; Να κάνω τα πράγματα λίγο ευκολότερα;», ρωτά η κόρη της. Όταν έχει έρθει η ώρα σου, δυστυχώς, όχι. Είναι η σκληρή πραγματικότητα της ζωής. Όλοι θα πεθάνουμε. Τίποτα δεν μπορεί ν’ αλλάξει τον κανόνα της φύσης. Ούτε καν αυτή εδώ, η μοναδική εξαίρεση ενός ανθρώπου που το βιολογικό του ρολόι πήγαινε ανάποδα! Ο χρόνος είναι μια δίνη. Από τη στιγμή που γεννιέσαι, βουτάς μέσα της. Χωρίς να λογαριάζεις τη φορά της, αφού ξέρεις που θα βρεθείς στο τέλος.
«Είμαι περίεργη. Για το τι ακολουθεί…», λέει η ηλικιωμένη Ντέιζι, δίνοντάς μας ένα πρόχειρο παράδειγμα από τα 1918, με την ιστορία – πρόλογο του κυρίου Γκατό, ο οποίος κατασκεύασε ένα ρολόι υπόδειγμα, αλλά μ’ ένα ουσιαστικό ψεγάδι: οι δείκτες του έτρεχαν ανάποδα, σε μία απόπειρα του δημιουργού του να γυρίσει πίσω το χρόνο και να ξαναδεί το παιδί του που σκοτώθηκε στον πόλεμο. Είναι το πρώτο συγκλονιστικό απόσπασμα της δουλειάς που έχει κάνει ο Ντέιβιντ Φίντσερ στο «Μπέντζαμιν Μπάτον». Θ’ ακολουθήσουν πολλά μέσα στα 166 λεπτά που διαρκεί το φιλμ. Διστάζεις. Τώρα σου ακούγεται κουραστικό. Φοβάσαι πως θα κοιτάς το ρολόι σου μέσα στην απόγνωση… του χαμένου χρόνου. Πως μπορώ να κάνω τα πράγματα λίγο ευκολότερα; Πηγαίνω πίσω στην πρώτη φορά, θυμάμαι τα δάκρυα να μη σταματάνε στα end credits, τη διάρκεια να χάνει το νόημά της και το μυαλό να καθηλώνεται με σιγουριά. Ναι, τη ζωή του Μπέντζαμιν Μπάτον μπορώ να τη σκέφτομαι… για μια ζωή. Σε καθησύχασα τώρα;
Είναι μία από τις λίγες φορές όπου ένα κινηματογραφικό σενάριο προσεγγίζει θέματα, προβληματισμούς και ερωτήματα τόσο… larger than life. Παραδόξως, παρμένα μέσα από ένα μικρό διήγημα του Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, από τα 1922. Ο συνδυασμός της ιστορίας μαζί με το όνομα του Φίντσερ μετέτρεπαν το project σε ένα στοίχημα που κάνει τη λέξη «υπερφιλόδοξο» να φαντάζει τόσο λίγη. Οι πρώτες εικόνες και η συμμετοχή του Έρικ Ροθ στο σενάριο έφερναν μια προφανή γεύση από «Forrest Gump», ενώ το στοιχείο του φανταστικού, δίπλα στη θανατερά προδιαγεγραμμένη μοίρα του θνητού βίου, παρέπεμπε προς «Big Fish» μεριά. Το τελικό αποτέλεσμα ακυρώνει σχεδόν τις συγκρίσεις ή την προδιάθεση, καθώς ο Φίντσερ ούτε με το συναίσθημα και την απλοϊκότητα του κυρίου Γκαμπ φλερτάρει, αλλά ούτε και διαθέτει το εμμονοληπτικό αισθητικό χάρισμα ενός Τιμ Μπέρτον για ν’ αφηγηθεί τη ζωή του ήρωά του σαν παραμύθι. Ο Φίντσερ είναι ο τεχνοκράτης των εικόνων που ήξερες, πάντοτε ικανός να σε αφήσει με το στόμα ανοιχτό για το επίτευγμα και το πόσο «κιουμπρικά» αφοσιώνεται στα ανομοιόμορφα projects του. Στην ψυχή, όμως, διατηρεί το… πολικό ψύχος.
Μα, θα μου πεις, πριν από λίγο πάλευες να συγκρατήσεις τα δάκρυά σου, πλαστές εντυπώσεις μας πουλάς; Για την ακρίβεια, αυτές μας τις «πουλά» ο Φίντσερ – και το ταλέντο του εκεί είναι αδιαμφισβήτητο. Αυτό που κάνει τους δακρυϊκούς αδένες ν’ ανοίγουν σαν κάνουλα και να πλημμυρίζουν το βλέμμα σου δεν οφείλεται στη δύναμη του Φίντσερ ή στις συγκινητικές προσπάθειες του Μπραντ Πιτ και της Κέιτ Μπλάνσετ να προσαρμόσουν τους ρόλους και την ερωτική τους ιστορία πέρα από τον ορισμό του χρόνου, αγκαζέ με τα ψηφιακά εφέ που τονίζουν τη σουρεαλιστική διαφορά ηλικίας τους. Το συναίσθημα που απλώνεται πάνω από την «Απίστευτη Ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον» μεταδίδεται από τον ίδιο το θεατή, που όσο και να επιχειρήσει να δει το φιλμ με τρόπο μαγικό, παραμυθένιο και… κινηματογραφικό, κάπου συναντά μετωπικά και το ρεαλιστικό, το οποίο υπαγορεύει στην ψυχολογία του το δίχως ελπίδα συμπέρασμα: τίποτα δεν ζει αιώνια. Κι αυτό μεταφράζεται σε φόβο. Για εκείνο το ερώτημα, το «τι γίνεται μετά;». Εκεί ο Φίντσερ παραδίδει τα όπλα. Δεν τολμά ν’ αναμετρηθεί με κάτι τόσο μεγαλειώδες στη σύλληψη όσο η ανθρώπινη ύπαρξη (του καθενός μας). Στηρίζεται στο δίχτυ προστασίας της γήινης, χαμηλότονης προσέγγισης και κλείνει τα μάτια της virtuosité ή της επιδειξιομανίας του (ως ξεχωριστής αξίας) στο άκουσμα της μαμάς Κουίνι και της ατάκας ότι όλοι θα «φύγουμε» με τον ίδιο τρόπο. Από τη ζωή. Και, μακάρι, και από την αίθουσα!
Άνισο και αλάνθαστο μαζί, το σύντομο (σε σχέση με τον πραγματικό σου βίο) πέρασμα της ζωής του Μπέντζαμιν Μπάτον από τη μεγάλη οθόνη θα σχηματίσει και θα χαράξει σταυροδρόμια στο προσωπικό, ατομικό και τόσο διαφορετικό εγώ σου. Δεν πρόκειται να είναι κοινά, για κανέναν μας. Ούτε καν για δύο ανθρώπους που ερωτεύτηκαν, αγαπήθηκαν και νόμισαν πως μπορούν να είναι, τόσο ιδανικά, για πάντα μαζί. Στ’ αλήθεια, δεν συμβαίνει. Αρκεί ν’ ακούσεις τα τελευταία λόγια αυτού του τόσο ασυνήθιστου ήρωα: «Μερικοί άνθρωποι γεννήθηκαν για να κάθονται δίπλα από ένα ποτάμι. Μερικοί για να τους χτυπούν οι κεραυνοί. Μερικοί έχουν μουσικό αυτί. Μερικοί είναι καλλιτέχνες. Μερικοί κολυμπούν. Μερικοί ξέρουν από κουμπιά. Μερικοί ξέρουν από Σαίξπηρ. Μερικές για να γίνουν μητέρες. Και μερικοί άνθρωποι για να… χορεύουν!». So, let’s keep dancing. Το λέει και το τραγούδι…