ΕΞΙ ΛΕΠΤΑ ΠΡΙΝ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ (2020)
(SIX MINUTES TO MIDNIGHT)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα Κατασκοπείας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Άντι Γκόνταρντ
- ΚΑΣΤ: Έντι Ίζαρντ, Τζέιμς Ντ’ Άρσι, Τζούντι Ντεντς, Νάιτζελ Λίντσεϊ, Κάρλα Τζούρι, Τζιμ Μπρόουντμπεντ, Ντέιβιντ Σκόφιλντ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 99'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Άγγλος πράκτορας προσλαμβάνεται ως καθηγητής σε γερμανόφωνο οικοτροφείο θηλέων, προκειμένου να εξακριβώσει τι συνέβη στον προκάτοχό του, αλλά και τους τυχόν κινδύνους που εμπεριέχει η παρουσία των θυγατέρων μεγαλοστελεχών των Ναζί σε βρετανικό έδαφος. Όταν παγιδευτεί για έγκλημα που δεν έχει διαπράξει, θα αντιληφθεί πως βρίσκεται ενώπιον συνομωσίας την οποία οφείλει να ξεσκεπάσει έγκαιρα. Τα τύμπανα του πολέμου, όμως, τα οποία ηχούν ολοένα και πιο δυνατά, κάνουν τα χρονικά περιθώρια να στενεύουν επικίνδυνα.
Μοιάζει να είναι ανεξάντλητη η περί Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου κινηματογραφική μυθολογία. Τούτη η νέα αγγλική συνεισφορά στο είδος του πολεμικού δράματος κατασκοπείας, αντλεί έμπνευση από μια αληθινή παραδοξότητα, από εκείνες που είναι μάλλον άγνωστες στο ευρύ κοινό. Όσο αδιανόητο κι αν ακούγεται, είναι πέρα για πέρα αληθές ως γεγονός ότι στο γραφικό παραθαλάσσιο Μπέξχιλ της περιοχής του Σάσεξ, λειτουργούσε από το 1932 έως το 1939 σχολείο εσωτερικών μαθητριών με το όνομα Augusta Victoria Boarding School, προς τιμήν της τελευταίας ιστορικά Γερμανίδας Αυτοκράτειρας. Επρόκειτο για ίδρυμα τύπου οικοτροφείου, στο οποίο πλούσιες γερμανικές οικογένειες της εποχής έστελναν για φοίτηση τις κόρες τους, ώστε στο πλαίσιο μιας επιδιωκόμενης αγγλογερμανικής σύσφιξης σχέσεων να είναι έτοιμες (από πλευράς μόρφωσης και ντόπιας κουλτούρας) να εισέλθουν με ευκολία στα ανώτερα στρώματα της αγγλικής κοινωνίας. Καθώς, όμως, σταδιακά η έννοια του ισχυρού Γερμανού έφτασε να είναι ουσιαστικά συνώνυμη του ναζισμού, και με τον Χίτλερ να είναι έτοιμος να εισβάλει στην Πολωνία, ήταν ηλίου φαεινότερο πως το σχολείο δεν θα μπορούσε να λειτουργεί άλλο.
Το υπόβαθρο εν ολίγοις φαντάζει ιντριγκαδόρικο, επιχειρώντας να συνδυάσει την μακρά παράδοση του αγγλικού κινηματογράφου στο δράμα περιόδου, με μια έντονη α λα «Τα 39 Σκαλοπάτια» (1935) χιτσκοκική αύρα. Δυστυχώς, αστοχεί στα πάντα, αφού πέραν όλων των άλλων η βασική ιδέα περιστρέφεται γύρω από κάτι που όχι μόνο δεν στέκει με τίποτα, αλλά ουδέποτε εξηγείται επαρκώς. Το φοβερό κόλπο το οποίο ο πράκτορας Μίλερ ανακαλύπτει πως βρίσκεται προ των πυλών στο φημισμένο οικοτροφείο, και το οποίο επιχειρεί πάση θυσία να αποτρέψει, είναι η υπό ναζιστικές ευλογίες διαφυγή των νεαρών κοριτσιών προς την πατρίδα τους. Ο Άγγλος κατάσκοπος θεωρεί πως οι κόρες των πλούσιων Ναζί (κάποιοι εκ των οποίων ήταν στην πραγματικότητα πολύ υψηλά ιστάμενα πρόσωπα) δύνανται ν’ αποτελέσουν εν δυνάμει ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί άπαξ και παραμείνουν σε βρετανικά εδάφη. Η… άκρως σημαντική λεπτομέρεια, όμως, είναι πως από τη στιγμή που τον Αύγουστο του 1939 ο πόλεμος δεν είχε ξεκινήσει ακόμα, τα κορίτσια θα μπορούσαν απλούστατα να γυρίσουν σπίτια τους με οποιονδήποτε τρόπο επιθυμούσαν, δίχως να χρειαστεί να στηθεί από την Luftwaffe ολόκληρη πολεμική επιχείρηση. Σε περίπτωση, βέβαια, που χάριν καλής διάθεσης κάνουμε τα στραβά μάτια στη συγκεκριμένη σεναριακή δυσαρμονία και επικεντρωθούμε στα υπόλοιπα, τότε ομολογουμένως τα πράγματα δεν βελτιώνονται καθόλου σε ό,τι αφορά το σύνολο του «Έξι Λεπτά Πριν τα Μεσάνυχτα».
Άπαξ της αποκάλυψης του επιχειρούμενου σχεδίου το οποίο ο πράκτορας Μίλερ καταφέρνει να κρυφακούσει, ο ίδιος βρίσκεται να είναι αδίκως κατηγορούμενος για φόνο, αδυνατώντας να μπορεί ν’ αποδείξει στην Αστυνομία τόσο την αθωότητά του, όσο (ακόμη χειρότερα) την αληθινή του ταυτότητα. Είναι σε αυτό ακριβώς το κομμάτι του φιλμ που ο Έντι Ίζαρντ μοιάζει να έχει βαλθεί να γνωστοποιήσει στους πάντες την αστείρευτη αντοχή του… στο τρέξιμο! Για όσους δεν το έχουν υπόψη τους, ο Άγγλος κωμικός έχει εξελιχθεί σε φημισμένο δρομέα μεγάλων αποστάσεων, επιχειρώντας (για φιλανθρωπικούς πάντα σκοπούς) εγχειρήματα τα οποία σχετίζονται με τον Μαραθώνιο Δρόμο. Στις αρχές του έτους, φερειπείν, έτρεξε στην πατρίδα του εντός μιας περιόδου τριάντα ενός ημερών ισάριθμους μαραθωνίους (!), με bonus stand-up εμφανίσεις σε έκαστη γραμμή τερματισμού. Κάτι περίπου ανάλογο είχε πραγματοποιήσει πριν πέντε χρόνια κάτω από τον καυτό ήλιο της Νοτίου Αφρικής προς τιμήν της μνήμης του Νέλσον Μαντέλα, με το φιλμ τούτο να αποτελεί κάτι σαν… την τρίτη του σχετική απόπειρα. Τωόντι σημαίνει πως ο πράκτορας Μίλερ τρέχει πολύ. Σε βουνά, σε λιβάδια, σε προβλήτες, σε παραλίες, στο γραφείο, στο σπίτι, στην εξοχή, τρέχει ακατάπαυστα προσπαθώντας να ξεφύγει από τους εν αδίκω (ή και εν δικαίω, αν το δεις από άλλη σκοπιά) διώκτες του. Ακολουθεί κατά κάποιον τρόπο ο Ίζαρντ με τούτη του την εμφάνιση την πρόσφατη τάση των Άγγλων κωμικών να πλασάρουν εαυτούς σε δραματικούς ρόλους (ο Ρόουαν Άτκινσον ως Μεγκρέ, λόγου χάρη), το θέμα όμως είναι πως ο τύπος του «ήρωα» δεν του ταιριάζει καθόλου, πόσω μάλλον αυτός του αλύγιστου πράκτορα.
Τα ένα-δύο σεναριακά twists που σχετίζονται με προθέσεις και ταυτότητες κάνουν «μπαμ» από χιλιόμετρα, όσο αρχάριος και να είναι κάποιος στο είδος του κατασκοπικού θρίλερ, ενώ το σασπένς ή η επί της ουσίας ένταξη των ιστορικών γεγονότων της εποχής στο ούτως ή άλλως προβληματικό στόρι, λάμπουν δια της απουσίας τους. Κοντά σε όλα αυτά, προσθέστε και μια παντελώς άνευρη σκηνοθεσία, με δεκάδες λήψεις του εν λόγω boarding school (στο ίδιο ακριβώς στυλ του τηλεοπτικού «Downton Abbey», στο οποίο ο σκηνοθέτης Άντι Γκόνταρντ έχει σημαντική προϋπηρεσία) από drone, αλλά και την κινούμενη στα όρια δημοσιοϋπαλληλικής υποχρέωσης παρουσία των γέρικων ονομάτων του καστ, και το αποτέλεσμα είναι μια τυπική περίπτωση ενήλικου δράματος περιόδου, της κατηγορίας… «για τα θερινά». Με το καλημέρα, δυστυχώς.