ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ (2023)
(RAPITO)
- ΕΙΔΟΣ: Ιστορικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μάρκο Μπελόκιο
- ΚΑΣΤ: Πάολο Πιερομπόν, Φάουστο Ρούσο Αλέζι, Μπάρμπαρα Ρόνκι, Ενέα Σάλα, Λεονάρντο Μαλτέζε, Φαμπρίτσιο Τζιφούνι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 134'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ROSEBUD.21
Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.
Εδώ και περισσότερα από δέκα χρόνια τώρα, ο Μάρκο Μπελόκιο μοιάζει να διάγει μια δεύτερη δημιουργική νιότη. Οδεύοντας ολοταχώς (πια) προς τα ογδόντα πέντε χρόνια ζωής, ο Ιταλός auteur παρουσιάζει την πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του από τον καιρό της «Ωραίας Κοιμωμένης» (2012), έχοντας εντωμεταξύ ολοκληρώσει τρία μικρού μήκους φιλμάκια, ένα εξάωρης διάρκειας TV series, καθώς κι ένα άκρως προσωπικό ντοκιμαντέρ για τον αυτόχειρα αδελφό του! Δεν τα λες και λίγα για κάποιον που πρωτοεμφανίστηκε στο σκηνοθετικό κουρμπέτι το μακρινό 1961.
Με το «Αγόρι του Θεού» ο Μπελόκιο καταπιάνεται μ’ ένα αληθινό γεγονός που συνέβη στη Μπολόνια το 1858, ήτοι τη «νόμιμη» απαγωγή ενός μικρού αγοριού από το σπίτι των Εβραίων γονιών του, με θύτη την Καθολική Εκκλησία και αιτιολογία ότι το παιδί είχε βαπτιστεί στα κρυφά (όταν ήταν μωρό) από μία από τις χριστιανές υπηρέτριες του σπιτιού! Από τη μέρα της αρπαγής θα ξεκινήσει μια άνευ προηγουμένου δοκιμασία για την οικογένεια των Μορτάρα, οι οποίοι προσπαθώντας ν’ ανακτήσουν τον γιο τους έρχονται σε επανειλημμένη σύγκρουση με την Ιερά Εξέταση, αντιμετωπίζοντας την ακαμψία τόσο του προκαθήμενου της περιοχής, όσο και του ίδιου του Πάπα Πίου Θ΄. Καθώς, όμως, τα χρόνια περνούν, η εβραϊκή φαμίλια έχει ν’ αντιμετωπίσει και το ίδιο της το παιδί, αφού φαίνεται πως σταδιακά αυτό συνηθίζει τον καθολικό θρησκευτικό βίο, δίχως να δείχνει σημάδια σπιτικής νοσταλγίας.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τι τράβηξε την προσοχή του Μπελόκιο σε αυτή την περιβόητη υπόθεση, πόσω μάλλον όταν από ένα σημείο και μετά την αντιμετωπίζει ως ιστορικό ορόσημο, εντάσσοντάς την στο γενικότερο πολιτικό πλαίσιο της εποχής, αποδίδοντάς της μερίδιο στην κατάληψη των παπικών εδαφών από τις ένοπλες δυνάμεις του νεότευκτου (ενωμένου) Ιταλικού Βασιλείου. Η «Υπόθεση Μορτάρα», δηλαδή, λαμβάνει τη σπουδαιότητα μιας αντίστοιχης «Υπόθεσης Ντρέιφους», παίζοντας (φαινομενικά) καθοριστικό ρόλο στις πολιτικές αλλαγές της εποχής. Η συγκεκριμένη παράμετρος, εν τούτοις, εισπράττεται ως περισσότερο μεγαλεπήβολη απ’ ότι λειτουργική, μιας και τα χρονικά άλματα της πλοκής σε συνδυασμό με το κυρίαρχο τρίπτυχο θρησκείας – οικογένειας – δικαστηρίου υποβαθμίζουν σημαντικά την διεκδικούμενη βαρύτητά της.
Υπό αυτό το πρίσμα, ως θεμελιώδες θέμα από τούτη την αληθινή ιστορία, ξεπροβάλει η ανομία που προκύπτει από την καπήλευση της πολιτικής εξουσίας από πλευράς Εκκλησίας (και της θρησκείας γενικότερα), πράξη που κατά κανόνα οδηγεί σε παρεκκλίσεις. Στην προκειμένη, ως τέτοιο λογίζεται το ξερίζωμα ενός μικρού παιδιού από την αγκαλιά των γονιών του, για μία επιλογή που δεν θα έπρεπε παρά ν’ αποτελεί ιδιωτική απόφασή του ή (έστω) της οικογένειάς του. Διαχρονικά, η de facto σύνδεση της κοσμικής και της θρησκευτικής εξουσίας καθιστά τους πολίτες υπόλογους αδιάλλακτων μηχανισμών (όπως ήταν η Καθολική Ιερά Εξέταση), καθώς ακόμα και κάτι (εκ πρώτης όψεως) τόσο απλό όπως η χριστιανική βάπτιση ενός μωρού μπορούσε σε δεδομένη στιγμή να επηρεάσει μια ολόκληρη κοινότητα, με την Εκκλησία να διατηρεί το δικαίωμα να επέμβει κατά το δοκούν και ανά πάσα στιγμή.
Αυτή η ανίερη υποκατάσταση του Κράτους από την Εκκλησία στέκει ως η φλέγουσα καταγγελία του φιλμ, με τον Μπελόκιο να καυτηριάζει τη μόλυνση του προσωπικού θρησκευτικού οράματος από τον άκρατο προσηλυτισμό, τακτική που ενίοτε οδηγεί σε επικίνδυνες ατραπούς οι οποίες (ασφαλώς) απέχουν από τη φαινομενικά «αδιάφορη» αρπαγή ενός εξάχρονου εβραιόπουλου. Θα ήταν απείρως καλύτερο γι’ αυτό το «Αγόρι» να είχε παραμείνει αποκλειστικά σε τούτο το πλαίσιο (λειτουργώντας κατά κάποιο τρόπο και ως αλληγορία για τα αντίστοιχα τεκταινόμενα στο σύγχρονο μουσουλμανικό κόσμο), μιας και η οικουμενική διάσταση της υπόθεσης δεν μπορεί να υποστηριχθεί ούτε από την παραγωγή (η σκηνή της εφόδου του ιταλικού στρατού δεν μπορεί να παρθεί στα σοβαρά), ούτε από το «πολυμετωπικό» σενάριο.