Η ΩΡΑΙΑ ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ (2012)
(BELLA ADDORMENTATA)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μάρκο Μπελόκιο
- ΚΑΣΤ: Τόνι Σερβίλο, Άλμπα Ρορβάκερ, Ιζαμπέλ Ιπέρ, Πιερ Τζόρτζο Μπελόκιο, Μάγια Σάνσα, Μικέλε Ριοντίνο
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 115’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: VIDEORAMA
Ιταλία, 2009. Ο πατέρας κοπέλας επί 17 χρόνια «φυτού» από τροχαίο αποκτά το δικαίωμα να βγάλει την πρίζα, το κυβερνών «Forza Italia» με την Εκκλησία αντιδρούν, τέσσερις ιστορίες «ξαγρυπνούν» στο προσκεφάλι του συμβάντος.
Πρώτης θητείας βουλευτής του Μπερλουσκόνι με συναφές συζυγικό βίωμα αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο δικό του «όχι» και το κομματικό «ναι» σε νομοσχέδιο – stop στην ευθανασία. Η αντίθετη κόρη του, καθοδόν προς πικετοφορία των Καθολικών, «κολλάει» αμοιβαία με αντίπαλο, κηδεμόνα του διπολικού αδελφού του. Μία διάσημη Γαλλίδα ηθοποιός συγκρούεται με παραμελημένους σύζυγο και γιο (και οι δύο του σιναφιού), ελπίζοντας στο Θεό για την επίσης σε κώμα κόρη της. Και γιατρός «στέκεται» σε υπνωμένη νοσηλευόμενή του, ναρκομανή που είχε επιχειρήσει να τον κλέψει.
«Χαλκεύοντας» για πολλοστή φορά (τελευταία στο μουσολινικό «Η Κρυφή Ερωμένη») ιστορικά πεπραγμένα, αλλά τώρα à la manière de… Εμίλιο Εστεβέζ στο «Bobby», με ένα κουαρτέτο σκετς να «το παλεύει» γύρω από τα πολύκροτα γεγονότα της υπόθεσης Ενγκλάρο, ο πιο πεισματικός απ’ τους βετεράνους ανατόμους του κοινωνικού και θυμικού corpus της γείτονος δεν έχει πια διαβήτη στη δραματουργική πένα ή το βλέμμα (όπως ο Σορεντίνο). Τον σώζει η σε γενναίες δόσεις μελό ανθρωπίλα του, που σε καίρια σημεία κάνει τεχνητή αναπνοή σ’ ένα πολύπτυχο (θρησκεία, γάμος, οικογένεια, εξουσία, δομές υγείας) συναισθηματικών, ιδεολογικών και συνειδησιακών εμβολιασμών κονέ πάνω στη βία του «έτσι θέλω», τα ελεύθερα «πιστεύω», την όποια απόφαση ως ευθύνη, και το σχίσμα πίσω απ’ τα προσχήματα ως έκφανση των αδυναμιών και των αντιφάσεων του θνητού γένους μας.
Με τις – όσιες για τους τρικολόρε – οθόνες (η TV, το κινητό, το internet) να εκπέμπουν και να «βλέπουν» τη ραγισμένη καρδιά μιας χώρας στη νοσοκομειακή κλίνη, αυτή είναι επίσης μία ταινία με ραγίσματα, προτού αφήσει το θεατή με τα δικά του, που όμως κουράρονται. Στη βινιέτα τού προστάτη τού διαταραγμένου αδελφού γιατί είναι τόσο κεραυνοβόλα η έλξη ανάμεσα στη Ρορβάκερ του «Είμαι ο Έρωτας» και την κάμερα ώστε και η επιτηδευμένου ντουβρουτζά κατάληξή της κατεβαίνει μονορούφι (όχι πες, εσύ δε θα’ θελες να έχεις δώσει το τηλέφωνό σου σε μια άγνωστη που ερωτεύτηκες με την πρώτη ματιά, αυτή να σε πάρει αμέσως και, λίγο αργότερα, να κάνετε έρωτα;).
Σ’ εκείνη της casta diva Ιπέρ για να αποσπάσει από τη star λίγα εντυπωσιακά δευτερόλεπτα ποταμού δακρύων και ατάκες του «Μακμπέθ», να μιλήσει – σαρκάζοντας την περσόνα της με τη συγκατάθεσή της – για την ιερότητα της… υποκριτικής και να πλασάρει το ξεπεταρούδι τού Μικέλε Πλάτσιντο. Στου σκίτσου κομματικού παρασκηνίου που υπερψηφίζεται στο νατουραλισμό (επίκαιρα του Καβαλιέρε ως αρχιπολέμιου της… Dignitas), έστω κι αν στην καρικατούρα ή στη σάτιρά του (οι Πατέρες του Έθνους ως καταθλιπτικοί Βοργίες στα ρωμαϊκά χαμάμ) γίνεται λίγο Μπέπε Γκρίλο, ο αλτσαντιρικός Λαζόπουλος της Αδριατικής.
Τέλος, στο bigger than life boy meets girl της κλινικής, όπου το κυνικό, διαλυμένο ΕΣΥ κάνει καλά το αυτοκτονικό, διαλυμένο εγώ της μόνης εδώ «Ωραίας Κοιμωμένης» με ελπίδα σωτηρίας, που (ακριβώς ενώ οι υπόλοιπες αφήνονται να «αναπαυθούν») βγαίνει από τη νάρκη της και ανταποδίδει με τη θέληση να ξεκινήσει απ’ την αρχή και μια χειρονομία τρυφερότητας. Certo, πρόκειται για την ίδια την Ιταλία. «Η μόνη σωστή πολιτική είναι το δόσιμο στο νοιάξιμο», μοιάζει να λέει αυτό το Κατά Μάρκο Ευαγγέλιον. Ζήσεις – πεθάνεις, «Σημασία Έχει Ν’ Αγαπάς». Έτσι, θ’ αγιάσεις. Amen to that…