ΜΗΠΩΣ ΕΙΣΑΙ Ο ΤΥΠΟΣ ΜΟΥ; (2014)
(PAS SON GENRE)
- ΕΙΔΟΣ: Ρομαντική Δραματική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λουκά Μπελβό
- ΚΑΣΤ: Εμιλί Ντεκέν, Λοΐκ Κορμπερί
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 111'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FILMTRADE
Παριζιάνος νεοδιόριστος σε λύκειο βόρειας κωμόπολης, νεαρούλης καθηγητής φιλοσοφίας με πανεπιστημιακό και συγγραφικό έργο, φλερτάρει και τελικά κατακτά τη δύσκολη, σπίρτο κι αγαπησιάρα αλλά αντισοφιστικέ… κομμώτριά του, ζωντοχήρα με πιτσιρίκι και διέξοδο στο weekend keraoke με κολλητές. (Πόσο) θα κρατήσει;
Με εντυπωσιάζει πάντα όταν ένας ευρέως θεωρούμενος auteur πιάνεται στα πράσα, μετά από δεκαετίες καριέρας, να μην ξέρει όχι μόνο τι θέλει να πει αλλά, ενίοτε, και πώς να το πει με τα μέσα τού οποίου υποτίθεται ότι είναι πλέον κύριος: τον λόγο και την εικόνα. Ακριβώς αυτό συμβαίνει στον Βέλγο Λουκά Μπελβό, περισσότερο απ’ ό,τι στο μειοψηφικά κριτικά δολοφονημένο από τον Ηλία Φραγκούλη «38 Μάρτυρες», στην πρόσφατη 9η ταινία του, διασκευή από τον ίδιο ξανά μιας νουβέλας, τώρα του Φιλίπ Βιλέν.
Φταίει το ότι προσπαθεί να γράψει αλλιώς και στο πανί κάτι ξένο (γιατί στα προσφατότερα πρωτότυπα σενάριά του το πρόβλημα είναι μικρότερο) ή το ότι μετά από καιρό στο είδος τού crime καταπιάνεται ξανά με τα ζόρια της καρδιάς, όπως στην καλύτερή του δουλειά, την περίφημη τριλογία του (μια ιστορία, από 3 διαφορετικές οπτικές γωνίες, σε ισάριθμα διαφορετικά genre) απ’ το 2002; Η εντύπωσή μου είναι ότι συμβαίνει το πρώτο. Γιατί είναι μια άκρως παράφωνη, απογοητευτική στιγμή όταν, μετατοπίζοντας πιο αποφασιστικά απ’ ό,τι όσο ποτέ πριν ώς εκείνη τη στιγμή το κέντρο βάρους από τον ήρωά του (πρωτοπρόσωπο κι αποκλειστικό αφηγητή στο υλικό – πηγή τού Βιλέν), ο – βαυκαλιζόμενος ότι μπορεί εφεξής να μιλά κι εξ ονόματος της ηρωίδας του – Μπελβό επινοεί έναν εσωτερικό μονόλογο της μέχρι τούδε πλατωνικά ανθιστάμενης Τζενιφέρ για να εισαγάγει τη girl power διαδικασία της surprise αυτοπαράδοσής της στο ξενοδοχείο (και στις ερωτικές διαθέσεις) τού μειλίχιου πολιορκητή μα ανίκανου να πει «σ’ αγαπώ» Κλεμάν.
Στα προκαταρκτικά, η ταινία έχει επιχειρήσει να σε ξαπλώσει ως μια έξυπνη αλλά σχεδόν σε crowd-pleaser βαθμό εκμεταλλευτική τού γαλατικού philo trend (τα «ονόματα» της επιστήμης είναι οιονεί pop stars εκεί) συστατική κάρτα τού υπηρέτη του μαθησιακού πεδίου του και απροσποίητα αβρού αλλά απρόθυμου να δεσμευτεί μακροπρόθεσμα πρωτευουσιάνου γόη και γόνου της μπουρζουά ιντελιγκέντσιας, που θέλει να γεμίσει τις καθημερινές του στην επαρχία μ’ ένα «αίσθημα». Το πετυχαίνει με μια συνομήλική του χωρισμένη μητέρα 5χρονου, προσωποποίηση του joie de vivre και πανέξυπνη, αλλά αναγνώστρια γυναικείας λογοτεχνίας και κουτσομπολίστικου Τύπου, που ελπίζει κρυφά στον πρίγκιπα του παραμυθιού. Τους χωρίζουν η κουλτούρα, τα milieu, οι γνώσεις, τα ενδιαφέροντα, οι επιδιώξεις τους από τη ζωή κι από μία σχέση. Θα τους ενώσει η επιθυμία του ενός για τον άλλον (και το ξένο σύμπαν του), θα αρκέσει όμως;
Για να δώσει στα ανθεστήρια του ειδυλλίου τη ζωντάνια των τόνων τού romcom, ο Ντελβό κρατάει από τη λογοτεχνική υπόθεση το επεισόδιο – κράχτη της Άνιστον (η κοπελιά είναι fan της, ο λεγάμενος δεν την ξέρει καν και το ζευγάρι πηγαίνει σε μια ταινία της στο σινεμά), 2-3 πνευματώδη παίγνια με θεωρίες στοχαστών όπως ο Καντ στα χείλη των πιτσουνακίων (ένα άλλο με τον «Ηλίθιο» του Ντοστογέφσκι φιφάρει καταστασιακά), και τον παράγοντα «tubes» στη διαπασών. Η μοναδική τέτοια αναφορά στο βιβλίο, ένα «Who’s That Girl» (υποθέτουμε της Μαντόνα) σε karaoke bar, έχει διασκευαστεί σε μια υπερπαραγωγή τού bof, με την Τζενιφέρ να προβάρει και να εκτελεί με κοστούμια πλήρη νούμερα εκεί μαζί με δυο συναδέλφους και φίλες της κάθε Σαββατόβραδο. Τα αγκαλιάζεις ως μουσικόφιλος, κι εννοείται ότι οι στίχοι καθενός σιγοντάρουν προσφυώς δράση ή διαθέσεις, αλλά το «You Can’t Hurry Love» των Supremes, το «Caressé Moin» της Μαρί-Ζοζέ Αλιέ, το «Live is Life» των Opus, το «J’ Αi Encore Rêvé d’ Elle» των Il Etait Une Fois, το «I Will Survive» της Γκλόρια Γκέινορ έρχονται σε δυσαρμονία με τις πραγματικές ανάγκες των καμπυλών του love s(t)o(r)ry.
Ο Βιλέν έσφαζε με το βαμβάκι των mots του σε καίριες σελίδες. Πρώτα την απόπειρα και την έλλειψη αποφασιστικότητας τού διανοουμένου να βγει από τη ζώνη προστασίας της εγκεφαλικής του εξάρτυσης προς τη διακεκαυμένη ζώνη τού ισότιμου μοιράσματος της ζωής του, πολλώ δε μάλλον με μια γυναίκα που έχει μάθει να βλέπει ως «κατώτερη» (ο Ντελβό μηδενίζει το σχετικό διάνυσμα τού αρσενικού χαρακτήρα καθοδηγώντας τον ιδανικού physique και εκφραστικών μέσων Κορμπερί ως μειλίχιο φλούφλη επί δίωρο, προτού τον εκθέσει μη πειστικά ως αγενή «υπεράνω» σε μια couleur locale σκηνή συστάσεων, διχοτομήσει για πρώτη φορά ψυχικά το ζεύγος σ’ ένα ανέμπνευστο ρελαντί δρόμου, και δραματουργήσει κομβικά εναντίον του δεσμού τους αδύναμα με τη βοήθεια ενός αντιτύπου ματιασμένου τυχαία σ’ ένα librairie). Και μετά (σ’ ένα φινάλε τη δύναμη του απροσδόκητου και του τελεσίδικου του οποίου ο σκηνοθέτης ευτυχώς έχει διαφυλάξει) τη θηλυκή χίμαιρα του ενός και μόνου ιδανικού άλλου μισού για την καθεμία από εμάς κάπου εκεί έξω. Είναι δε τόσο συγκινητική η μεταμόρφωση, η αφοσίωση και η απόδοση (και τραγουδιστική) της Ντεκέν στο φάσμα του ρόλου της, που σε κρατάει διαρκώς πλάι της στο κρεβάτι. «Ο Νέος Έρως», όμως, όπως επιγράφεται το προσεχές πόνημα του Κλεμάν δεν είναι ορατός εδώ, παρά κάποια σκιρτήματα. «Οι γυναίκες θέλουν έναν λόγο για να κάνουν σεξ, οι άντρες μια αφορμή», λέει ένα γνωστό απόφθεγμα (και, βασικά, εκτός του ταξικού, σε λίγα παραπάνω μπαίνει εν προκειμένω χέρι). Εγώ μ’ αυτή τη νεοπρουστική, κρυπτοχολιγουντιανή φαντασίωση δεν…