ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ: ΜΥΣΤΙΚΟ ΕΘΝΟΣ (2015)
(MISSION: IMPOSSIBLE - ROGUE NATION)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κρίστοφερ ΜακΚουόρι
- ΚΑΣΤ: Τομ Κρουζ, Ρεμπέκα Φέργκιουσον, Τζέρεμι Ρένερ, Σάιμον Πεγκ, Βινγκ Ρέιμς, Σον Χάρις
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 131'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: UIP
Ο Ίθαν Χαντ και η ομάδα του, σχεδόν απροστάτευτοι από την IMF, πια, πρέπει να ξεσκεπάσουν τη μυστική οργάνωση της Syndicate, προτού ολοκληρώσει τα σατανικά της σχέδια που θα οδηγήσουν όλη την ανθρωπότητα στο χάος. Τυπικά.
Ο Τομ Κρουζ προσπαθεί με κάθε επόμενη συνέχεια των «Επικίνδυνων Αποστολών» να ξεπεράσει το προηγούμενο φιλμ, να ανεβάσει τον πήχη της παραγωγής, να κερδίσει, με άλλα λόγια, τον ίδιο του τον εαυτό. Το αγαπάει και το προστατεύει αυτό το franchise και είναι τόσο παράδοξο, τούτη την φορά, να ηττάται από… το «Πρωτόκολλο Φάντασμα» (2011), το τρίτο sequel της σειράς. Φυσικά, δεν μιλάμε για πανωλεθρία. Απλά, εκείνο το φιλμ κέρδιζε στα σημεία, ως πιο υπερβατικό στη δράση του, άρα και πιο απολαυστικό ως θέαμα.
Δεν είναι εύκολο να ξεπερνάς τον εαυτό σου πάντοτε. Σε μια περίοδο στην οποία ο 007 έχει ανακάμψει ως η πανίσχυρη δύναμη στο είδος και ακόμη και τα «Fast & Furious» έχουν καταντήσει να μοιάζουν με πρακτορικές περιπέτειες, ο Ίθαν Χαντ πρέπει να κοπιάσει πολύ για να αντέξει τον ανταγωνισμό. Έτσι, στο «Μυστικό Έθνος», αφού οι υπόλοιποι φλερτάρουν με την υπέρμετρη υπερβολή (δες και το τελευταίο trailer του «Spectre», για παράδειγμα), ο Κρουζ στρέφεται προς κάτι πιο… old-school. Και αφήνοντας μεγάλο μέρος της ευθύνης στον – προσφάτως – καλό του συνεργάτη (βλέπε και «Jack Reacher») Κρίστοφερ ΜακΚουόρι, ο οποίος σκηνοθετεί και υπογράφει και το σενάριο, ίσως χωρίς να υπολογίζει τόσο καλά το βάρος των υποχρεώσεών του.
Αυτές οι ταινίες απαιτούν μια γερή ιστορία, ένα plotline με ανατροπές, «γυριστές» που δεν είσαι σε θέση να φανταστείς, μια εξέλιξη που θα οδηγήσει στην καθαρτική κορύφωση. Εδώ, λοιπόν, η δοσολογία δεν υπολογίστηκε σωστά. Η απόπειρα να εμπλακεί περισσότερο η πολιτική μέσα στις υποθέσεις της IMF και της CIA, δημιουργώντας και έναν συνδετικό κρίκο με τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, που καθόλου δεν λειτουργούν ως σύμμαχος των Αμερικανών, φανερώνει μια πρόθεση στροφής προς το παλιομοδίτικο και παραδοσιακό, όμως η ιστορία του ΜακΚουόρι δεν καταφέρνει να παρασύρει και να κρατήσει τον θεατή ως το μέγα ατού τού φιλμ. Έτσι, οι σκηνές δράσης σε διάφορα locations ανά τον πλανήτη υπερτονίζονται ως το πραγματικό δέλεαρ, χωρίς να διαμορφώνουν σημαντικές αλλαγές στην πλοκή. Για να το πω ξεκάθαρα: αν άλλαζες τη σειρά με την οποία τις παρακολουθούμε, δεν θα άλλαζε και τίποτε στην ίδια την ταινία. Κάπως σκληρό, αλλά τίμιο ως διαπίστωση.
Στο κομμάτι αυτό, της δράσης, κατόπιν του αρχικού «κράχτη», της σκηνής με τον Κρουζ να κρέμεται στο κενό, πάνω σε ένα αεροπλάνο που απογειώνεται… στ’ αλήθεια (!), το φιλμ επιφυλάσσει μια ΟΚ καταδίωξη με μοτοσυκλέτες, μια πιο ενδιαφέρουσα σε σασπένς σεκάνς σε μια υποβρύχια κρύπτη και το άξιο highlight στην Opera της Βιέννης, που σαφώς και φέρνει στον νου την αντίστοιχη δολοφονική απόπειρα του χιτσκοκικού «Ανθρώπου που Γνώριζε Πολλά» (1956) και αποτελεί το πιο μαεστρικό κομμάτι του «Μυστικού Έθνους».
Εντύπωση, πάντως, κάνει η βαρύτητα του ρόλου της σχεδόν νεοεισερχόμενης στο Χόλιγουντ ηθοποιού Ρεμπέκα Φέργκιουσον στην ταινία. Η παρουσία της είναι σχεδόν ισοδύναμη του ήρωα που υποδύεται ο Κρουζ και, κυριολεκτικά, κλέβει την παράσταση, τόσο υποκριτικά όσο και στις σκηνές σωματικής βίας. Υπάρχουν, δε, στιγμές που ο φακός θέλει τόσο πολύ να της… μιλήσει και να της πει ότι μοιάζει εκπληκτικά με την Ίνγκριντ Μπέργκμαν, σε βαθμό που δεν θα μου έκανε καμία εντύπωση αν στο σύντομο μέλλον προκύψει βιογραφικό project με τη Φέργκιουσον ως πρωταγωνίστρια.
Η εισπρακτική (και κριτική!) απήχηση που είχε το φιλμ στο εξωτερικό περισσότερο δηλώνει ότι ο Κρουζ πείθει και πάλι τους πάντες, αφήνοντας πίσω μηντιακές κακεντρέχειες και μια άδικη απαξίωση από τους θεατές, η οποία δεν επέτρεψε σε κάποιους να απολαύσουν την προηγούμενη (και ανώτερη) «Επικίνδυνη Αποστολή» όσο της άξιζε. Το franchise δεν βγαίνει λαβωμένο από αυτό, το τέταρτο sequel, φυσικά. Απλά, την επόμενη φορά, ας αφιερώσει την πλήρη προσοχή του στο σενάριο ο ΜακΚουόρι κι ας αναλάβει κάποιος περισσότερο έμπειρος στο είδος τη σκηνοθεσία. Γιατί αγαπάμε ν’ ακούμε κι αυτό το θέμα του Λάλο Σιφρίν, διάβολε!