FreeCinema

Follow us

MISS VIOLENCE (2013)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αλέξανδρος Αβρανάς
  • ΚΑΣΤ: Θέμης Πάνου, Ελένη Ρουσσινού, Ρένη Πιττακή, Σίσσυ Τουμάση, Καλλιόπη Ζωντανού
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 98’
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD

Μία τυπική ελληνική οικογένεια. Τα γενέθλια ενός εντεκάχρονου κοριτσιού. Μία αυτοκτονία που έρχεται από το πουθενά. Και, το κυριότερο, τα μυστικά πίσω από τις κλεισμένες πόρτες που ενισχύουν την ψεύτικη (;) εικόνα μιας ευτυχισμένης ζωής.

Οι συγκρίσεις με τον «Κυνόδοντα» ξεκινούν από την πρώτη μόλις σκηνή. Μία ελληνική οικογένεια γιορτάζει τα γενέθλια της μίας κόρης. Ή μήπως είναι εγγονή (οι ακριβείς σχέσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας θα αργήσουν να ταυτοποιηθούν πλήρως); Όλοι χαμογελούν, χορεύουν, ανταλλάζουν βλέμματα ευτυχίας, φωτογραφίζονται, ετοιμάζονται να κάτσουν γύρω από το γιορτινό τραπέζι. Και όμως, κάτι δίνει την αίσθηση ότι δεν πηγαίνει καθόλου καλά. Όπως και στη σκηνή τού party τού αρχετυπικού, πλέον, φιλμ τού λεγόμενου «Greek Weird Wave», μία κατεξοχήν χαρούμενη στιγμή υπογραμμίζεται από λεπτομέρειες που αλλάζουν ολοκληρωτικά την αίσθηση της ευτυχίας. Το «Dance me to the End of Love» δε θα αργήσει να πάρει κυριολεκτική υπόσταση και από εκεί τα πράγματα πρόκειται να κινηθούν προς το ακόμη χειρότερο.

Όμοια, επίσης, με τον «Κυνόδοντα», η «Miss Violence» είναι μια ταινία που κατέκτησε μία πολύ μεγάλη διάκριση στο εξωτερικό πριν καταφθάσει στην Ελλάδα, έτοιμη προς προβολή. Το φιλμ του Αλέξανδρου Αβρανά τιμήθηκε όχι μόνο με το βραβείο ανδρικής ερμηνείας στο πρόσφατο Φεστιβάλ Βενετίας αλλά και με εκείνο της σκηνοθεσίας, αφήνοντας καμία αμφιβολία στο γεγονός ότι η ταινία άρεσε στην Κριτική Επιτροπή, της οποίας Πρόεδρος διετέλεσε ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι. Ούτε από αυτή την περίπτωση έλειψε, όμως, το controversy, με μέρος των θεατών να χειροκροτεί ένθερμα στις βενετσιάνικες προβολές, ενώ ένα άλλο ποσοστό να ξεκινά τα γιουχαΐσματα, αποκαλώντας το «φρικτό». Αυτός ο διχασμός, βέβαια, έφερε και την πολυπόθητη δημοσιότητα στην ταινία, όμως, ήρθε πια και η κρίσιμη στιγμή για να φανεί αν το φιλμ μπορεί να «περπατήσει» στη δύσκολη ελληνική αγορά.

Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η «Miss Violence» είναι μία δύσκολη ταινία. Δεν είναι ευχάριστη, αρέσκεται να βασανίζει το θεατή με άβολες σκηνές που παίζουν με την ψυχολογία του και δεν του χαρίζεται, ούτε όσον αφορά τη θεματολογία που βρίσκεται τελικά στο επίκεντρό της (χωρίς επιπλέον spoilers) αλλά ούτε και όσον αφορά την εκτέλεση αυτής της ιδέας. Απαλλαγμένη από την «άχρονη», σουρεαλιστική επίστρωση του «Κυνόδοντα», η «Miss Violence» είναι πολύ περισσότερο σχετική με την κοινωνία του σήμερα, την οικονομική κρίση και τον άγιο θεσμό της ελληνικής οικογένειας, και το φιλμ δε διστάζει να κλειδώσει τις πόρτες για να διατηρήσει αυτή την ψευδαίσθηση, με αποτέλεσμα να κάνει τη θέασή του ακόμα πιο άμεση και πιεστική. Η ουδέτερη εκφορά του λόγου και τα ψυχρά πρόσωπα δηλώνουν και πάλι το παρών, αν και ο περισσότερο ρεαλιστικός τόνος κάνει ορισμένες σκηνές πραγματικά αφόρητες.

Παρά τις συγκρίσεις, όμως, ο Αβρανάς δημιουργεί κάτι πραγματικά δικό του εδώ και το «Miss Violence» θα αποτελέσει ουσιαστικά το πραγματικό του breakthrough, καθώς το τυπικό ντεμπούτο του «Without», παρά τις πολλές διακρίσεις του στα (τελευταία) Κρατικά Βραβεία εν έτει 2008, δεν προβλήθηκε ποτέ στις αίθουσες και ελάχιστοι ήταν εκείνοι οι οποίοι το παρακολούθησαν από την (κρατική) τηλεόραση. Ήδη από τότε, ο Αβρανάς είχε δείξει τη διάθεση να εξερευνήσει την ανθρώπινη συμπεριφορά σε καθημερινές στιγμές που κρύβουν μεγάλες τραγωδίες και να εστιάσει σε δράματα δωματίου, που, όμως, αφορούν μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας. Στη «Miss Violence» σίγουρα κινείται σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα από ό,τι με το «Without» και ίσως κατά στιγμές να θεωρεί ότι λέει κάτι περισσότερο βαρύγδουπο από αυτό που καταφέρνει τελικά, όμως, τα θετικά στοιχεία της προσπάθειάς του και της σκηνοθετικής του προσέγγισης είναι εμφανή. Ο Αβρανάς δεν προσπαθεί να αντιγράψει τον «Κυνόδοντα». Απλά, φαίνεται να τον απασχολεί η ίδια υποκρισία της ελληνικής κοινωνίας, που προκάλεσε και το φιλμ τού Λάνθιμου. Εξάλλου, σε μια κοινωνία που προσπαθεί να βρει την ταυτότητά της σε περίοδο κρίσης, είναι λογικό οι σκηνοθέτες να στρέφονται στη θεμελιώδη δομική μονάδα της για τις απαντήσεις.

Τα πλάνα είναι προσεκτικά οριοθετημένα στο μεγαλύτερο μέρος του φιλμ και η κάμερα παραμένει κυρίως στατική, ως ακίνητος παρατηρητής, με αποτέλεσμα όταν τελικά αφήνεται (και υπάρχουν πραγματικά περίτεχνες σκηνές στο φιλμ, όπως η επίσκεψη της Πρόνοιας στο σπίτι ή το παιχνίδι τιμωρίας με τα χαστούκια ανάμεσα στα δύο νεαρότερα μέλη της οικογένειας, πόσω μάλλον η αρχική σοκαριστική σεκάνς) να δημιουργεί πραγματικά αίσθηση με αυτά που αποκαλύπτει. Ταυτόχρονα, ο Αβρανάς είναι «έτοιμος για κάτι πιο pop», σπάζοντας την ένταση των κρισιμότερων σκηνών του με απρόβλεπτες, ανάλαφρες (λέγε με και Shaya) μουσικές επιλογές. Κανείς, βέβαια, δεν θα έχει τη διάθεση να γελάσει. Επιπλέον, ο βραβευμένος Θέμης Πάνου δεν είναι ο μόνος που τραβάει τα βλέμματα με την ερμηνεία του, καθώς η μελαγχολία της Ελένης Ρουσσινού και η κρυφή ένταση πίσω από τα μάτια της είναι ακόμη ένα από τα δυνατότερα ατού της ταινίας.

Προς το τέλος, όταν οι κλειστές πόρτες δεν μπορούν να συγκρατήσουν πλέον τα κοινά μυστικά, το φιλμ χάνει εν μέρει τη δύναμη που είχε μέχρι πριν, και μια σκηνή σχεδόν αυθεντικού exploitation από τα 70’s ισορροπεί πολύ επικίνδυνα ανάμεσα στο «γραφικό» και το αυθεντικά δραματουργικό, κινδυνεύοντας να απορρυθμίσει ολόκληρο το κλίμα της ταινίας. Το ταιριαστά ανατριχιαστικό φινάλε επαναφέρει ευτυχώς την τάξη, όμως, στην τελική αυτό που έχει σημασία είναι ο αντίκτυπος που έχει δημιουργήσει ήδη το φιλμ στο δέκτη και ο κόσμος στον οποίο τον έχει εγκλωβίσει. Η «Miss Violence» δεν μπορεί να αφήσει αμέτοχο το θεατή και αυτό είναι μια μεγάλη επιτυχία τού φιλμ. Συμφωνώ ότι το ελληνικό σινεμά πρέπει κάποια στιγμή να αποστασιοποιηθεί από το «σημείο μηδέν» του, όμως, όσο αυτή η τεχνική συνεχίζει να έλκει το ενδιαφέρον τού διεθνούς κοινού (κυρίως φεστιβαλικά), ίσως και να είναι δικαιολογημένη. Να ένας προβληματισμός που θα μας απασχολήσει στο προσεχές μέλλον.

Με το που εμφανίστηκε στο σινεμά, ο Αλέξανδρος Αβρανάς σήκωσε ένα πρώτο μεγάλο βάρος: την κατάργηση των Κρατικών Βραβείων Ποιότητας κατόπιν μνημειώδους «μοιρασιάς» όλων των – χρηματικών – βραβείων τού 2008 σε δύο φιλμ του ιδίου παραγωγού, με το «Without» να μη φτάνει ποτέ ως τις κινηματογραφικές αίθουσες, παρά τη σημαντικότερη διάκριση, για ταινία μυθοπλασίας μεγάλου μήκους (58.700 ευρώ υπέρ του παραγωγού). Εντελώς συμπτωματικά, ψήφιζα εκείνη τη χρονιά και σε αρκετές κατηγορίες το είχα τιμήσει το ντεμπούτο αυτό τού Αβρανά, χωρίς, βέβαια, να φαντάζομαι τη συνέχεια…

Άθελά του, ο Αβρανάς βρέθηκε ενώπιον εμπόλεμου κλίματος και κάμποσων μετώπων της ελληνικής κινηματογραφίας που θέριεψαν… «ομιχλωδώς», ενώθηκαν σα μια φωνή (να ‘χαμε να λέγαμε) και κάλπασαν ανεξέλεγκτα στα διαγωνιστικά των ξένων Φεστιβάλ μέσω του οχήματος που λεγόταν… «Κυνόδοντας». Με τον καιρό, αυτό έγινε ο δεύτερος «εφιάλτης» τού Αβρανά. Και η φήμη τού «weird» ρεύματος του – ξανά μανά – νέου ελληνικού κινηματογράφου έγινε ο επόμενος μπελάς πάνω από το κεφάλι τού δημιουργού τού «Miss Violence». Και στις δύο περιπτώσεις, ο Αβρανάς στάθηκε άτυχος. Παραδόξως, όμως, πολυβραβευμένος (βλέπε και Βενετία)! Δίχως να είναι ποτέ ο φταίχτης. Ναι;

Πέντε χρόνια αργότερα, λοιπόν, η πρώτη επαφή που είχαμε με τη «Miss Violence» ήταν ένα trailer… καταστροφικά μονταρισμένο, ίσως με τη φιλοδοξία να μην αποκαλύπτει πολλά για την πλοκή, όμως, θυμίζοντας υπερβολικά τη σκηνή της οικογενειακής γιορτής στο σπιτικό τού «Κυνόδοντα»! Ειλικρινά, είναι αστείο να αποφεύγεις τις συγκρίσεις σαν το διάβολο και να βγάζεις ένα τέτοιο trailer πρώτης «γνωριμίας» για το κοινό και τα media. Είναι χρήσιμες όλες αυτές οι πληροφορίες, είναι η ιστορία που «αμπαλάρει» καλώς ή κακώς το φιλμ και την πορεία του Αβρανά, ο οποίος, όπως και στο «Without», κατά κύριο λόγο, κλείνεται μέσα σ’ ένα μικρο-αστικό σπίτι και μελετά τους ήρωές του με μια διάθεση ψυχρότητας και στυλιζαρισμένης… ανίας. Δεν κρατάει ένα μικροσκόπιο, δεν εμβαθύνει στα αίτια των νευρώσεων των ηρώων του, κλείνει όλες τις πόρτες γύρω του, αλλά, ξανά παραδόξως, δεν ανοίγει καμία εντός της οικίας αυτής της οικογένειας. Τα μυστικά τής οποίας καταλήγουν να μοιάζουν περισσότερο με «τρικ» εύκολου εντυπωσιασμού στα χέρια του, που ο θεατής πρέπει να αντιμετωπίσει ξαφνιασμένος. Ο Αβρανάς αποδεικνύεται ο τέλειος θεατής τής «Miss Violence». Αλλά αυτός δεν πρέπει να είναι ο ρόλος του εδώ. Και ο πραγματικός θεατής αυτό θα το αντιληφθεί, παρατημένος σε ένα ρεαλιστικά… «weird» σύμπαν γκροτέσκων πράξεων που απλά… συμβαίνουν. Αν περιμένεις να μάθεις το γιατί, θυμήσου πως η πόρτα τής εξόδου ανοίγει και χωρίς κλειδαρά…

Ξεκινώντας και από τον τίτλο ακόμη, η «Miss Violence» είναι κάτι το ασύνδετο, χωρίς κανένα νόημα για την πλοκή και το περιεχόμενο τού – απόλυτα φαλλοκρατικού σε σημασία – φιλμ. Μπορεί για ένα σκηνοθέτη το παιχνίδι τού «μάντεψε ποια είναι η σχέση συγγένειας των προσώπων αυτής της οικογένειας» να φαντάζει συναρπαστικό, όμως, όταν αυτή η υποτιθέμενη σπαζοκεφαλιά διαρκεί σχεδόν ένα ημίωρο, τίθεται περισσότερο πρόβλημα σεναριακό, παρά μια διάθεση του δημιουργού να παίξει ύπουλα με το θεατή (για να μη μιλήσω και για casting director ή ένα λογικό, «τρίτο» μάτι που έπρεπε να δει πιο προσεκτικά τους ηλικιακούς – εμφανισιακούς συσχετισμούς των πρωταγωνιστών…). Υπάρχει μια πληθώρα από μικρά ερωτηματικά που ο καθένας από εσάς θα θελήσει να απαντήσει ρεαλιστικά σε σχέση με το τι συμβαίνει σ’ αυτό το σπίτι, από τη στιγμή που τα θηλυκά του γίνονται 11 ετών, όμως, ουδείς θα καταλάβει, για παράδειγμα, γιατί η ακόμη μικρότερη εγγονή τού «πάτερ φαμίλια» έχει κι εκείνη την ίδια τύχη με τις υπόλοιπες, πριν την ώρα της…

Σαφώς πιο ώριμος στην κινηματογραφική ματιά του εδώ, ο Αβρανάς άγχεται περισσότερο για το πώς η κάμερα θα απεγκλωβίσει το κάδρο των τεσσάρων τοίχων (με σωστή υποστήριξη φωτογραφίας και σκηνογραφίας) αυτού του σπιτιού και, δυστυχώς, ουχί για μια πλήρη και σταδιακά αποκαλυπτική storyline, αφήνοντας έτσι τη «Miss Violence» να στέκει ως το απομεινάρι μιας ταινίας που υπέστη (πιθανότατα) διαρκή «τριμαρίσματα» στο μοντάζ, το οποίο χωλαίνει βαθύτερα και από το σενάριο. Η ταινία αποτελείται περισσότερο από μια συρραφή σκηνών που φυλάνε το «σοκ» για το τέλος, παρά με κάτι δομημένο αφηγηματικά, με τη διάθεση να ξεδιπλώσει μια ιστορία. Ως τέτοια, η «Miss Violence» είναι πολύ λίγη, γι’ αυτό και εναποθέτει τις τελευταίες της ελπίδες στην πρόκληση. Ο θεατής μπορεί να είναι προετοιμασμένος για το «μυστικό» τού φιλμ, όμως, από τη σκηνή στο καθαριστήριο ρούχων και μετά, δε μιλάμε, πλέον, για κτηνωδία ή τραγωδία αλλά για εκτροχιασμένο, κακό ανέκδοτο.

Οι τεχνικές αρετές δεν αρκούν για να σώσουν μια ταινία. Και τα βραβεία δεν είναι κάτι που εισπράττει ο θεατής. Το πιο ατυχές, όμως, είναι άλλο: η «Miss Violence» δεν είναι Λάνθιμος. Είναι ένα «Σπιρτόκουτο», το ίδιο λούμπεν, λιγότερο αθυρόστομο, κλεισμένο στον στυλιζέ στημένο εαυτό του, φαντασμένο μέσα στην πιο βολεμένη τετραχρωμία του, ωραιοποιημένο μέσα στον κοινωνικό εκφυλισμό που θέλει να μας «διδάξει», με μια και μοναδική διέξοδο «κάθαρσης» που είναι τόσο προβλέψιμη όσο η εμφάνιση των τίτλων τέλους σε ένα φιλμ. Λάθος και οι συγκρίσεις.


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.