FreeCinema

Follow us

MILK (2008)

  • ΕΙΔΟΣ: Δραματική Βιογραφία
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γκας Βαν Σαντ
  • ΚΑΣΤ: Σον Πεν, Εμίλ Χερς, Τζος Μπρόλιν, Ντιέγκο Λούνα, Τζέιμς Φράνκο, Άλισον Πιλ, Βίκτορ Γκάρμπερ, Ντένις Ο’Χέαρ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 128'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON

Openly gay ακτιβιστής εκλέγεται Δημοτικός Σύμβουλος στο Σαν Φρανσίσκο. Και δολοφονείται μαζί με το Δήμαρχο της πόλης. Στ’ αλήθεια. Και πριν από 30 χρόνια, όχι σήμερα…

Με μια πρώτη ματιά, οτιδήποτε θα δεις πάνω στο «Milk» του Γκας Βαν Σαντ φέρει την ταμπέλα «gay». Ενίοτε, μπορεί να σου αλλάζει και πλευρό, για να σου μοστράρει ένα φαρδύ, πλατύ «proud». Αν, όμως, πλησιάσεις για ν’ ακούσεις τα λόγια κάτω από τη συνθηματολογία της «ντουντούκας» και τα στερεότυπα του όχλου, θα βρεις πως η λέξη κλειδί τούτης της ταινίας ξεπερνά την όποια αντίληψη ή τοποθέτηση πάνω στο θέμα σεξουαλικότητα. Το «Milk» ισορροπεί ιδανικά στο άκουσμα της λέξης «hope». Γιατί ο σκοπός του είναι να διδάξει ένα ενιαίο κοινωνικό μήνυμα, δίχως σύνορα «διαφορετικότητας». Γιατί η ελπίδα δε μπορεί να είναι προνόμιο κανενός «άλλου» μέσα στο ίδιο κοινωνικό σύνολο…

Το «Milk», παραδόξως, δεν είναι μια «gay» ταινία. Γι’ αυτό και δεν έγινε ο «μπροστάρης» καμίας αντίστοιχης με το «Brokeback Mountain» καμπάνιας στις ΗΠΑ, ούτε και αγκαλιάστηκε ως φαινόμενο που θ’ άνοιγε τα μάτια του λαουτζίκου. Χρησιμοποιώντας τα λόγια του Χάρβεϊ Μιλκ («You gotta give ’em hope»), ο Βαν Σαντ δε στοχεύει σε μια στρατευμένη σεξουαλική «απόκλιση», αλλά σε θεατές που βλέπουν τους πάντες γύρω τους ως ίσους, σε ανθρώπους που μπορούν ν’ αντιληφθούν πως η πολιτική πρέπει να συγχωνεύεται με τη διπλωματία, και σε μετέπειτα νικητές που θα παλέψουν για ακόμη περισσότερα δικαιώματα προς τον πολίτη μέσα από τα γρανάζια της εξουσίας. Με αυτό το σκεπτικό, ο Μιλκ εξελίχθηκε από «ξεφώνημα» ακτιβιστή της διπλανής πόρτας σε κουστουμαρισμένο Δημοτικό Σύμβουλο με λέγειν που έκανε απίστευτο γκελ στα media, τα οποία του επέτρεψαν ν’ ακουστεί σε Πολιτείες της Αμερικής όπου η λέξη «gay» μεταφραζόταν σε εξοστρακισμό ή αυτοχειρία. Γι’ αυτό και το τέλος του ήταν τόσο άδοξο. Διότι την Αμερική την ευλογεί πάντοτε ο Θεός, ξέρεις. Και το χέρι του Θεού μονάχα με βία και τρόμο απαντά για να πολεμήσει εκείνους που επιδιώκουν να φέρουν την αλλαγή.

Σαν μια παρένθεση, θα έλεγα πως το timing της εξόδου του «Milk» με την εκλογή του Ομπάμα στις ΗΠΑ μας υποχρεώνει να δούμε τους παραλληλισμούς στο τότε και στο σήμερα, να παρατηρήσουμε τη διαχρονικότητα του ελπιδοφόρου μηνύματος που ο λαός κατάφερε να μετατρέψει σε δύναμη εξουσίας (στο μέγιστο βαθμό εδώ) και να ευχηθούμε πως το déjà vu σταματά χωρίς όπλα κι αιματοκύλισμα…

Speak of the devil, αυτή την αίσθηση του «κάπου το ‘χω ξαναζήσει αυτό» θα τη μαρτυρήσουν οι πλέον ελάχιστοι οι οποίοι τυγχάνει να έχουν δει το (εξαιρετικό) ντοκιμαντέρ «The Times of Harvey Milk» (1984) του Ρομπ Έπστιν, βραβευμένο με Όσκαρ στην κατηγορία του. Φοβούμαι πως δίχως την ύπαρξη εκείνου, το «Milk» του Βαν Σαντ δεν θα ήταν τόσο μεστό, καλοσχεδιασμένο, αναλυτικό, θαρραλέο στην αφήγησή του και ρυθμισμένο να εκρήγνυται σε συνειδήσεις ανθρώπων που λογαριάζουν πέρα από πολιτικές, φύλα, χρώματα ή ταμπέλες. Τη δύναμη εκείνου του ντοκιμαντέρ μεταφέρει ατόφια στο πανί σαν fiction δράμα που πάει το mainstream σινεμά ακόμη πιο μπροστά ο ίδιος δημιουργός που πριν από μερικά χρόνια πολεμούσε τη φόρμα σαν το διάβολο (ενθυμήσου λυπηρά φαινόμενα όπως το «Gerry»)! Θέλω να τον κατηγορήσω για «κλεψιά»; Οι ένορκοι δεν πρόκειται να πειστούν, μπροστά στο επίτευγμα του Βαν Σαντ να σε κάνει να «σπας» από συναίσθημα, ακόμη και μέχρι δακρύων, καθώς μια πένθιμη πομπή χιλιάδων ανθρώπων θα πλημμυρίζει τους δρόμους του (όποιου) Σαν Φρανσίσκο. Τότε, σήμερα, αύριο, όποτε… Χωρίς να αποτίνει στεφάνι ή να ταριχεύει ένα πρόσωπο – σύμβολο.

Σαν τελικό υπέρ του «Milk», οι άνθρωποι, πόσω μάλλον τα ιστορικά πρόσωπα, δεν είναι μνημεία που πρέπει να λατρεύονται μέσα από νεκρολογίες, μνημόσυνα και εις τιμήν προτομές. Αλλιώς, η ελπίδα τους (επίσης) μας αφήνει χρόνους. Και, ευτυχώς, το σινεμά παραμένει ακόμη ζωντανό. Ως Τέχνη, ως φωνή με βάρος πολιτικής σημασίας, ως μέσο μηνυμάτων αφύπνισης. Και ως διασκεδαστής ταπεινός.

Υ.Γ. Θα ήταν προσβολή της νοημοσύνης κάθε αναγνώστη το ν’ αναλώνω παραγράφους και δεκάδες λέξεις για την ποιότητα: της εύθραυστης σιγουριάς της ερμηνείας του Σον Πεν στον ομώνυμο ρόλο, του παντρέματος της δουλειάς του Χάρις Σαβίντις με αρχειακό υλικό από τα seventies ή των με πατριωτικό ανάστημα και ψυχή συνθέσεων του Ντάνι Έλφμαν.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Το άνωθεν κείμενο είναι η κριτική που έγραψα το 2009, όταν το φιλμ διανεμήθηκε για πρώτη φορά στους ελληνικούς κινηματογράφους. Μια πραγματικά θετική αναλαμπή στην καριέρα του Γκας Βαν Σαντ, η οποία (ατυχώς) δεν είχε συνέχεια. Ίσως αυτό να μας κάνει να καταλήγουμε (με τη βεβαιότητα που μας δίνουν τα ουκ ολίγα χρόνια που πέρασαν μέχρι σήμερα – στο 2021) στο συμπέρασμα ότι τούτη η ταινία πραγματικά δεν θα ήταν τόσο στιβαρή ως κατασκευή δίχως την ύπαρξη εκείνου του ντοκιμαντέρ από το 1984… Προτάθηκε για οκτώ βραβεία Όσκαρ, κέρδισε σε δύο κατηγορίες (πρώτου ανδρικού ρόλου, πρωτότυπου σεναρίου).


MORE REVIEWS

ΕΔΩ

Η ιστορία ενός… κομματιού γης, του οικοδομήματος που χτίστηκε επάνω της και των ανθρώπων που έζησαν κι «έφυγαν» από εκεί ανά τους αιώνες.

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ: DIRTY ANGELS

Θηλυκή ομάδα μισθοφόρων παριστάνει τα μέλη ανθρωπιστικής οργάνωσης που μεταφέρει φάρμακα στο Αφγανιστάν, με πραγματικό σκοπό την απελευθέρωση μαθητριών - θυμάτων απαγωγής, αλλά μπλέκει ανάμεσα στις διαμάχες των Ταλιμπάν με τις δυνάμεις του ISIS.

SUPERSANTA

Τέσσερις μέρες πριν από τα Χριστούγεννα ο Άγιος Βασίλης χτυπάει το κεφάλι του, με αποτέλεσμα να νομίζει πως είναι ο κινηματογραφικός υπερήρωας SuperSanta! Μοχθηρός κατασκευαστής παιχνιδιών διαβλέπει χρυσή ευκαιρία ώστε να κατακλύσει την αγορά με το δεύτερης διαλογής εμπόρευμά του. Πιτσιρίκα άσσος των υπολογιστών, παρέα με αγχωμένο ξωτικό, μπορούν να σώσουν την κατάσταση;

THE END

Δεκαετίες μετά από μία περιβαλλοντική καταστροφή, τα μέλη μιας εύπορης οικογένειας που επιβιώνουν μοναχικά εντός καταφυγίου κρυμμένου σ’ ένα αλατωρυχείο έρχονται άξαφνα αντιμέτωποι με μία «εισβολέα» από τον έξω κόσμο.

Η ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ

Ο Δαλάι Λάμα μοιράζεται τη φιλοσοφία του, διηγούμενος μέρος της ζωής του.