MACBETH (2015)
- ΕΙΔΟΣ: Πολεμικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζάστιν Κερζέλ
- ΚΑΣΤ: Μάικλ Φασμπέντερ, Μαριόν Κοτιγιάρ, Πάντι Κόνσινταϊν, Σον Χάρις, Ντέιβιντ Θιούλις, Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 113'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS / ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Έπειτα από τη νικηφόρα μάχη που κατέστειλε μια επανάσταση εναντίον του βασιλιά της Σκωτίας, Ντάνκαν, ο στρατηγός και κόμης Μακμπέθ έρχεται αντιμέτωπος με την προφητεία μαγισσών πως θα γίνει ο ίδιος βασιλιάς. Ο έως τότε πιστός και γενναίος Μακμπέθ τυφλώνεται από φιλοδοξία και, σε συνεργασία με τη γυναίκα του, σχεδιάζουν τη δολοφονία του Ντάνκαν.
Το «σκωτσέζικο έργο» (αιώνια πρόληψη του βρετανικού θεάτρου να μην προφέρει τον τίτλο του, ειδικά σε πρεμιέρες) του Σαίξπηρ αποτελεί ένα από τα πιο ατμοσφαιρικά του, και σίγουρα ένα από τα πιο αιματοβαμμένα του. Η αρχική εικόνα του γενναίου, δαφνοστεφανωμένου Μακμπέθ βυθίζεται σταδιακά σε μια ολοένα βαθύτερη λίμνη αίματος, όχι από τους νεκρούς στο πεδίο της μάχης, όπου ο κόμης αποδεικνύει τις ηγετικές αλλά και πολεμικές του ικανότητες, μα από το μακελειό που εκτυλίσσεται αργότερα, στο ίδιο του το σπίτι, όπου η αναπάντεχη δίψα για την εξουσία που του «υποσχέθηκαν» οι μάγισσες μολύνει και τη σύζυγό του με την ίδια δηλητηριώδη ταχύτητα. Ο Μακμπέθ γίνεται βασιλιάς της Σκωτίας, όμως το λουτρό αίματος συνεχίζεται καθώς ο ίδιος αλλά και η Λαίδη Μακμπέθ καταλήγουν όμηροι της παράνοιας, ενός συνδυασμού τύψεων, θεωριών συνωμοσίας και της απελπισμένης προσπάθειας του νέου βασιλιά να εμποδίσει το δεύτερο μέρος της προφητείας: ο ίδιος μπορεί μεν να πάρει τον θρόνο, όμως είναι οι απόγονοι του συν-στρατηγού και φίλου του, Μπάνκουο, που θα γίνουν βασιλιάδες μετά απ’ αυτόν.
Έχουν υπάρξει αρκετές αξιόλογες κινηματογραφικές (και κάποιες τηλεοπτικές) μεταφορές τού έργου, με πιο διάσημη αυτή του Ρομάν Πολάνσκι το 1971. Η συναρπαστική πλοκή, το έντονο μεταφυσικό στοιχείο και η σκηνές μάχης τού «Μακμπέθ» αποτελούν πλούσιο και κατάλληλο υλικό για τη μεγάλη οθόνη. Ωστόσο, και λόγω της παρουσίας τόσων μεταφορών, δεν θα υπήρχε ουσιαστικός λόγος για άλλη μια, χωρίς έναν σοβαρό και δικαιολογημένο λόγο ύπαρξής της. Κι εδώ έρχεται ο Τζάστιν Κερζέλ (σκηνοθέτης του εξαιρετικού indie «Snowtown» του 2011), σε συνεργασία με μια ομάδα τριών σεναριογράφων (Τζέικομπ Κόσκοφ, Μάικλ Λέσλι, Τοντ Λουίζο), οι οποίοι αντλούν φρέσκο αίμα (ταιριαστή μεταφορά εδώ) από το σαιξπηρικό έργο, προσπαθώντας (επιτυχημένα) να επεξηγήσουν τα ψυχολογικά κίνητρα πίσω από τις μεγάλες αποφάσεις των πρωταγωνιστών με πιο μοντέρνες ιδέες, παραμένοντας ταυτόχρονα απόλυτα πιστοί στον αυθεντικό διάλογο.
Η ταινία ξεκινά με μια σκηνή / γεγονός το οποίο δεν υπάρχει στο πρωτότυπο κείμενο (και γι’ αυτόν τον λόγο οι σεναριογράφοι δεν έχουν προσθέσει διάλογο), όμως αποτελεί εξαιρετική ιδέα και επεξήγηση για πολλά από τα γεγονότα που θα επακολουθήσουν. Το ζεύγος Μακμπέθ αποχαιρετά το μονάκριβο νεκρό τους παιδί, με βουβό θρήνο, και αυτή η απώλεια, χωρίς να αναφέρεται λεκτικά ποτέ, ακολουθεί τις φιγούρες τους μέχρι το τέλος, αποτελώντας ένα είδος ψυχολογικής επεξήγησης, κυρίως για τις πράξεις της Λαίδης. Όσο για τον Μακμπέθ, εκείνος παρουσιάζει συμπτώματα αυτού που στη σημερινή εποχή θα είχε διαγνωσθεί ως μετατραυματικό stress: οι οπτασίες των μαγισσών, τα φαντάσματα, οι εκρήξεις βίας, ακόμα και η αίσθηση της σχεδόν εξωσωματικής εμπειρίας που βιώνει την ώρα της μάχης. Η ομάδα σκηνοθέτη – σεναριογράφων, σε αρμονική συνεργασία με την αριστουργηματική φωτογραφία του Άνταμ Άρκαπαου στα απόκοσμα σκωτσέζικα τοπία, απεικονίζουν πανέξυπνα τις ψυχολογικές μεταβάσεις των πρωταγωνιστών, ενώ με έξυπνη χρήση καναδυό διάσημων μονολόγων του έργου (ο «Τι είναι τούτο, μάχαιρα, που βλέπω αντικρύ μου» του Μακμπέθ και ο τελευταίος της Λαίδης), τις κάνουν απόλυτα πιστευτές.
Από την αρχή, η ταινία είναι γυρισμένη σαν αιθέριο όνειρο που μετατρέπεται σε αιματοβαμμένο εφιάλτη. Οι μάχες εξελίσσονται κυρίως σε αργή κίνηση, όπως και αρκετές από τις μετέπειτα σκηνές, όπου ο Μακμπέθ, χάνοντας σιγά σιγά τα λογικά του, μοιάζει να υπνοβατεί στο σχεδόν ρημαγμένο πια βασίλειό του. Η εξαίσια δουλειά τής προαναφερθείσας βασικής ομάδας δημιουργών ολοκληρώνεται ιδανικά με τις αψεγάδιαστες ερμηνείες ενός ιδανικού για τους ρόλους τους καστ. Από τους σεβαστούς δευτεραγωνιστές (Κόνσινταϊν, Θιούλις, Χάρις, Ντεμπίκι) στο πρωταγωνιστικό ζευγάρι των Φασμπέντερ – Κοτιγιάρ που μοιάζουν γεννημένοι να παίξουν τους εκάστοτε ρόλους τους, το αποτέλεσμα είναι απλά πρώτης ποιότητας. Η Κοτιγιάρ κάνει τη – συχνά απεικονισμένη ως φιλόδοξη σκύλα – Λαίδη Μακμπέθ απίστευτα συγκινητική, ενώ ο Φασμπέντερ ερμηνεύει εξαιρετικά τον γενναίο μεν στρατηγό, αλλά τελικά «σπασμένο άνδρα» από τις μάχες, το αίμα, την τραγική απώλεια, την μετέπειτα κάθοδο στην παράνοια.
Για αρκετούς από τους ακριβολόγους και τους ελιτιστές του πρωτότυπου, ορισμένα από τα παραπάνω, μαζί με κάποια άλλα σημεία (π.χ. ο δεύτερος γιος τού Ντάνκαν απλά δεν υφίσταται), αναπόφευκτα θα ενοχλήσουν, ενώ το στυλιζαρισμένο και, κατά καιρούς, αργόσυρτο tempo της ταινίας ενδεχομένως θα… δοκιμάσει τις αντοχές πολλών θεατών, όμως η ταινία του Κερζέλ δεν παύει να παραμένει ένας καλλιτεχνικός θρίαμβος και σίγουρα μια από τις καλύτερες κινηματογραφικές μεταφορές σαιξπηρικού έργου που είχαμε τη χαρά να δούμε.