LIFE (2017)
- ΕΙΔΟΣ: Θρίλερ Επιστημονικής Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντάνιελ Εσπινόζα
- ΚΑΣΤ: Τζέικ Τζίλενχολ, Ρεμπέκα Φέργκιουσον, Ράιαν Ρέινολντς, Άριγιον Μπάκαρι, Χιρογιούκι Σανάντα, Όλγκα Ντιχοβιντσνάγια
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 104'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Ομάδα έξι επιστημόνων επί Διεθνούς Διαστημικού Σταθμού μελετά δείγματα εδάφους από τον Άρη και ανακαλύπτει με ενθουσιασμό νέα, εξωγήινη μορφή ζωής: έναν… γούτσου-γούτσου μονοκύτταρο οργανισμό, που αποκαλούν χαϊδευτικά Κέλβιν. Πριν τους πιάσει εξαπίνης με την αιφνίδια, ταχεία ανάπτυξη, την πανούργα νοημοσύνη και τη θανατηφόρα ορμή του για επιβίωση.
Ζωή. Σαν ένας διαστημικός σταθμός χωρίς έξοδο κινδύνου. «Life». Επιβάλλεται στις (κινηματογραφικές) αισθήσεις σου. Στην όραση και στην ακοή σου. Εμμέσως, όμως, και στην αφή σου, έτσι όπως ανατριχιάζεις. Και στη γεύση σου, έτσι όπως ενδεχομένως νιώθεις αναγούλα. Τις αγκαλιάζει. Σφιχτά. Όλα και πιο σφικτά. Απειλητικά. Όπως ο Κέλβιν το χέρι τού επιστήμονα που τον επανέφερε στη ζωή.
«Life». Ξεκινά πολλά υποσχόμενη. Άκρως ελκυστική στα μάτια και στ’ αυτιά σου. Δεόντως υποβλητική. Στιλπνή και απέριττη. Με τη μηχανή του σασπένς αναμμένη εξαρχής. Να παίρνει μπρος αργά, τελετουργικά, ακαταμάχητα. Υποβλητικά. Εθιστικά. Οπότε παρασύρεσαι. Και λίγο σε πειράζει, που όλο και κάτι σου θυμίζει αυτό το φιλμ. Τα «Alien» και «Aliens» (προφανώς και ποικιλοτρόπως, αλλά σε αφήνω να ανακαλύψεις μόνος πώς και γιατί). Το «Gravity» (καθώς τα πάντα συμβαίνουν σε χώρους άνευ βαρύτητας). Την «Άβυσσο» (τα POV του Κέλβιν). To «Sunshine» (με το οποίο, εκτός του υπόκωφου, ανησυχητικά αθόρυβου ύφους εξέλιξης της δράσης του, μοιράζεται τον Σανάντα σε έναν από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους). Και ουκ ολίγες γλοιώδεις σκηνές αίματος, φλέγματος και ιδρώτα από ταινίες τρόμου με αδίστακτα, προφανή και μη, τέρατα που κατοικούν ακόμα στο θυμικό σου.
Όχι. Δεν σε νοιάζει. Ακόμα κι αν είσαι δοκιμασμένος στο είδος θεατής. Γιατί όσα βλέπεις και όσα ακούς σε αποπλανούν δεόντως. Οι ηθοποιοί είναι ωραίοι, χαρισματικοί και ταλαντούχοι – ικανοί να ντύσουν με τη minimum απαραίτητη ανθρωπιά τούς μόλις σχηματισμένους χαρακτήρες τους, κάνοντάς τους απτούς. Το χιούμορ παλαντζάρει εύστοχα το σασπένς στα αρχικά στάδια ανάφλεξής του. Ο αφηγηματικός ρυθμός είναι καλοκουρδισμένος και ασταμάτητος. Ο Κέλβιν παίζει αλύπητα με τις προσδοκίες και τα αντανακλαστικά σου καθώς – με σεναριακή πανουργία – μεταμορφώνεται από χαριτωμένο… «ζελεδάκι» σε ψυχοπαθές… «χταπόδι»! Και η πρώτη ανατροπή / απώλεια, στο πρώτο μισό του φιλμ, θα σε βρει πραγματικά απροετοίμαστο.
Από εκεί και πέρα, μόνο το χιούμορ πατάει (και καλά κάνει) φρένο. Όσο, όμως, κι αν εξακολουθείς να απολαμβάνεις συνεπαρμένος, ενοχικά ή μη, αυτόν τον κινηματογραφικό εφιάλτη, όσο κι αν δεν μπορείς να συγκρατήσεις κάποια ασυνείδητα, πνιχτά επιφωνήματα ή πετάγματα από το κάθισμά σου, η αίσθηση του déjà vu, που ουδέποτε σε εγκατέλειψε, αναθαρρεύει κι αρχίζει να σε παρενοχλεί. Ειδικά αν είσαι δοκιμασμένος στο genre θεατής. Μια αδικαιολόγητα κακοσκηνοθετημένη, κακοφωτισμένη και κακομονταρισμένη σκηνή «διάσωσης», όπου χάνει… ο επιστήμονας τον Κέλβιν και ο Κέλβιν τον επιστήμονα, και ουδέποτε καταλαβαίνεις τι ακριβώς συμβαίνει στον κυνηγημένο Μουρακάμι(!) του Σανάντα σε μια από τις (διερρηγμένες; επίτηδες ή κατά λάθος ανοιχτές; που οδηγούν στο διάστημα; σε άλλο διαμέρισμα; ή βρίσκονται σε σύγκρουση με το «όχημα» της απόπειρας «διάσωσης»;) μπουκαπόρτες του σταθμού, σου χαλάει επιπλέον τη διασκέδαση κι απειλεί να σε πετάξει εκτός. Πιθανόν να μην τα καταφέρει και να γίνει αντιληπτή ως περιστασιακή, άκακη παραφωνία. Οι υπολειπόμενες ανατροπές / απώλειες του δεύτερου μισού, όμως, και ειδικά εκείνη, η φιλότιμη μεν ελάχιστα αναπάντεχη δε, του φινάλε, δεν θα σου προσφέρουν την ικανοποίηση της ανατριχίλας διαρκείας που σου υποσχέθηκε στην αφετηρία του αυτό το σινεματικό υβρίδιο επιστημονικής φαντασίας και τρόμου.
Ζωή. Με έξοδο κινδύνου: όσα συμβαίνουν στο σκοτάδι της κινηματογραφικής αίθουσας. Για μια στιγμή. Για κάποιες ώρες. Για μια ζωή. «Life». Καλοφτιαγμένη, αλλά μηδαμινά πρωτότυπη κινηματογραφική απόδραση. Για 104 λεπτά. Μόνο. Σου αρκεί;