FreeCinema

Follow us

ΟΙ ΑΘΛΙΟΙ (2019)

(LES MISÉRABLES)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λατζ Λι
  • ΚΑΣΤ: Νταμιέν Μπονάρ, Αλεξί Μαναντί, Τζιμπρίλ Ζονγκά, Ισά Περικά, Αλμαμί Κανουτέ, Αλ-Χασάν Λι
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 102'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS

Όταν drone μικρού αγοριού καταγράφει αδόκιμη μέθοδο επιβολής της τάξης σε υποβαθμισμένη γειτονιά του Παρισιού, οι τρεις εμπλεκόμενοι στο περιστατικό αστυνομικοί θα βρεθούν υπόλογοι των βίαιων επακόλουθων της πράξης τους.

Δεν έχει σχέση με το λογοτεχνικό έπος «Οι Άθλιοι» το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Λατζ Λι. Ο καταγόμενος από το Μάλι, γεννημένος στη Γαλλία σκηνοθέτης δανείζεται τον τίτλο του κλασικού μυθιστορήματος του Βικτόρ Ουγκό, χρησιμοποιώντας ως φυσικό σκηνικό της ταινίας του το παρισινό προάστιο του Μονφερμέιγ, εκεί όπου διαδραματιζόταν μέρος της οδύσσειας του Γιάννη Αγιάννη (σε αυτή τη γειτονιά βρισκόταν, σύμφωνα με το βιβλίο, το πανδοχείο των Τεναρντιέ). Με τον ίδιο να έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στην περιοχή, παραλληλίζει προφανώς τους χαλεπούς καιρούς του 19ου αιώνα με την ανέχεια των χιλιάδων (μαύρων, κυρίως) μεταναστών οι οποίοι ζουν σήμερα στο υποβαθμισμένο αυτό διαμέρισμα της γαλλικής πρωτεύουσας, μέσω μιας σύγχρονης ιστορίας ρατσισμού, εγκλήματος και αστυνομικής αυθαιρεσίας. Αντλεί έμπνευση από το σπουδαίο «Μίσος» (1995) του Ματιέ Κασοβίτς, αλλά και το ανάλογου ύφους «Κάνε το Σωστό» (1989) του Σπάικ Λι, ρίχνει στο μείγμα μια ισχυρή δόση από την «Ημέρα Εκπαίδευσης» (2001) του Αντουάν Φουκουά, και πετυχαίνει ένα τουλάχιστον αξιοσημείωτο ντεμπούτο, το οποίο έχει μαζέψει πλήθος βραβείων στα ανά τον κόσμο φεστιβάλ.

Ο Στεφάν είναι ένας ήρεμος και χαμηλότονος λευκός αστυνομικός που μόλις έχει μετατεθεί στο αυξημένης επικινδυνότητας τμήμα του Μονφερμέιγ. Τίθεται υπό τις διαταγές του επίσης λευκού, πλην όμως επιθετικού και ελαφρώς ψυχωτικού συναδέλφου του Κρις, που μαζί με τον πράο μαύρο συνεργάτη του Γκουαντά έχουν φάει την περιοχή με το κουτάλι, γνωρίζοντας τους πάντες και τα πάντα από την καλή κι από την ανάποδη. Η πρώτη του μέρα στα νέα του καθήκοντα μοιάζει να περιορίζεται στο να κάθεται στο πίσω κάθισμα του περιπολικού και να παρακολουθεί τους δύο μπαρουτοκαπνισμένους πάλιουρες να κόβουν βόλτες στους δρόμους της περιοχής, ξεναγώντας τον με τον δικό τους τρόπο στις «ομορφιές» του Μονφερμέιγ. Το tour μεταξύ άλλων περιλαμβάνει σωματικό έλεγχο σε νεαρά κορίτσια εν είδει επίδειξης δύναμης, «πατρικές» νουθεσίες προς μαθητές του σχολείου, αλισβερίσι με τον τοπικό μαφιόζο της περιοχής (ο οποίος αυτοαποκαλείται… «Δήμαρχος», αφού λύνει και δένει στην πιάτσα) και οχλήσεις προς τη δραστήρια Αδελφότητα των Μουσουλμάνων.

Τα προβλήματα για όλους ξεκινούν όταν μικρό λιοντάρι αρπάζεται από περιοδεύον τσίρκο που σταθμεύει στην περιοχή, με τους οργισμένους από την κλοπή τσιγγάνους τού θιάσου να κατηγορούν ένα από τα παιδιά του «Δημάρχου» για την κλοπή. Η ατμόσφαιρα αρχίζει να μυρίζει μπαρούτι καθώς οι τσιρκολάνοι δεν δείχνουν να αστειεύονται, με τους τρεις αστυνομικούς να αναλαμβάνουν να σβήσουν τη φωτιά εν τη γενέσει της, ξεκινώντας αφενός να βρουν τον ληστή, αφετέρου να επιστρέψουν εντός 24ωρου τελεσιγράφου το λιονταράκι στον ιδιοκτήτη του. Επιστρατεύοντας τις συχνά αδόκιμες μεθόδους τού Κρις φαίνεται να τα καταφέρνουν, μία και μόνη στιγμή απώλειας ελέγχου όμως αρκεί ώστε το φιτίλι που για χρόνια σιγοκαίει στο Μονφερμέιγ να οδηγήσει σε ένα κύμα οργής και συγκρούσεων.

Ο Λι διανθίζει με δικές του παιδικές μνήμες το σενάριο, ενώ είναι φανερό πως ξέρει απέξω κι ανακατωτά τη γειτονιά όπου μεγάλωσε, επιδεικνύοντας μεγάλη άνεση στο να την κινηματογραφήσει δίχως περιττές υπερβολές και φτιασίδια. Οι γκετοποιημένες πολυκατοικίες, οι υπαίθριες αγορές, οι αλάνες στις οποίες βρίσκουν διέξοδο διασκέδασης οι πιτσιρικάδες και οι δρόμοι που ελέγχουν νυχθημερόν τα περιπολικά, αποτελούν το μοναδικό σκηνικό δράσης τούτων των μοντέρνων «Αθλίων». Σκιαγραφεί εύστοχα τις σχέσεις ανάμεσα στους τρεις αστυνομικούς πρωταγωνιστές του, δημιουργώντας εξαρχής τις βάσεις σύγκρουσης ανάμεσά τους, καθώς είναι ηλίου φαεινότερο πως τα χνώτα του Κρις και του Στεφάν δεν ταιριάζουν, όμως η μάλλον παράξενη επιλογή του να αφηγηθεί το στόρι του από την οπτική των υπηρετών του Νόμου αποτελεί σημαντικότατο μείον της ταινίας του. Δεν σημαίνει αυτό πως περιβάλλει με συμπάθεια την αστυνομική εξουσία ο Γάλλος σκηνοθέτης, αφού πατώντας πάνω στην ανεξέλεγκτη δύναμή της δημιουργεί μία γενικότερη ατμόσφαιρα καζανιού που σιγοβράζει. Οριοθετώντας, μάλιστα, την αφήγησή του σε ένα σκάρτο 48ωρο, επαυξάνει τη δυναμική αυτή, δεν καταφέρνει όμως σε κανένα σχεδόν σημείο να μπει με πειθώ στο ζουμί της ρατσιστικής αστυνομικής βίας και των διαφυλετικών εντάσεων της περιοχής (ειδικά αυτές που αφορούν τους μουσουλμάνους στέκουν εντελώς επιδερμικά).

Η τελική έκρηξη βίας έρχεται με έναν ελαφρώς ξεκάρφωτο τρόπο, όταν πια θαρρεί κανείς πως η ταινία έχει ολοκληρωθεί, για να… συνεχιστεί όμως για λίγο ακόμη, με μια οργισμένη σεκάνς αιματοχυσίας που δεν λειτουργεί απαραίτητα ως επιτυχημένο επιστέγασμα της υπόγειας έντασης που είχε δημιουργηθεί προηγουμένως. Περισσότερο αφήνεται η εντύπωση πως το μεγάλο ξέσπασμα του φινάλε υπάρχει για να τονιστεί με έναν ειρωνικό τρόπο η αντίθεση των εναρκτήριων πανηγυρικών πλάνων της κατάκτησης του Παγκοσμίου Κυπέλλου από την εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Γαλλίας το καλοκαίρι του 2018, παρά ως ενός τύπου κοινωνικής μελέτης σχόλιο για το μίσος σαν επακόλουθο της χρόνιας καταπίεσης των απανταχού «Αθλίων» (όπως του Μονφερμέιγ), ούτε φυσικά ως μία αναπαράσταση της εξέγερσής τους στο Παρίσι του 2005.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Ενδιαφέρον και με ένα συχνά ντοκιμαντερίστικο ύφος ντεμπούτο, το τιμημένο με το βραβείο της Επιτροπής των φετινών Καννών, αλλά και με το βραβείο κοινού των Νυχτών Πρεμιέρας, είναι ένα ενίοτε εκρηκτικό φιλμ για τη σύγχρονη γαλλική κοινωνία (και όχι μόνο), που κάπου όμως στέκει ανολοκλήρωτο απέναντι στο θέμα του. Δεν απευθύνεται απαραίτητα μόνο στους φίλους τού κάπως πιο «intellectuel» γαλλικού κινηματογράφου, μιας και o ρυθμός είναι γρήγορος, το δε θέμα νεανικό και επίκαιρο.


MORE REVIEWS

Ο ΚΑΣΚΑΝΤΕΡ

Κασκαντέρ που «εξαφανίστηκε» από τον χώρο μετά από ατύχημα σε γύρισμα, επιστρέφει στα κινηματογραφικά sets με την ελπίδα να ξανακερδίσει την καρδιά της αγαπημένης του οπερατέρ, η οποία κάνει ποδαρικό ως σκηνοθέτις με sci-fi περιπέτεια στην Αυστραλία. Η παραγωγός του φιλμ, όμως, τον χρειάζεται για κάτι πιο σημαντικό: πρέπει να εντοπίσει τον πρωταγωνιστή που εκείνος αντικαθιστούσε πάντοτε και έχει χαθεί μυστηριωδώς.

ΣΤΟΝ ΙΣΤΟ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

Ο Καλέμπ, νεαρός κάτοικος του ελαφρώς γκετοποιημένου κτηριακού συγκροτήματος Les Arenes de Picasso, λίγο έξω από το Παρίσι, με αδυναμία στο να συλλέγει εξωτικά έντομα, φέρνει στο διαμέρισμά του μια σπάνια αράχνη άκρως επικίνδυνη και δηλητηριώδη, η οποία αναπαράγεται με απίστευτη ευκολία και ταχύτητα. Επίσης, τα τέκνα της… μεγαλώνουν αφύσικα!

ΓΚΑΡΦΙΛΝΤ: ΓΑΤΟΣ ΜΕ ΠΕΤΑΛΑ

Ο Γκάρφιλντ θυμάται τα παιδικά του χρόνια, όταν μια βροχερή νύχτα έχασε τον αλητόγατο μπαμπά του, Βικ, και η μυρωδιά μιας πιτσαρίας τον οδήγησε στην αγκαλιά του μοναχικού Τζον κι ενός παντοτινού σπιτικού, μέχρι να προστεθεί στην παρέα τους και ο αγαθός σκύλος Όντι. Η κανονικότητα των δύο τετράποδων θ’ ανατραπεί όταν πέσουν θύματα απαγωγής και αναγκαστούν να γίνουν πιόνια μιας παράτολμης ληστείας με… δεσμούς από το παρελθόν!

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;