ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ (2017)
(LADY MACBETH)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα Εποχής
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γουίλιαμ Όλντροϊντ
- ΚΑΣΤ: Φλόρενς Πιου, Κόσμο Τζάρβις, Πολ Χίλτον, Νεϊόμι Άκι, Κρίστοφερ Φέρμπανκ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 89'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: STRADA FILMS / SEVEN FILMS
Ως αποτέλεσμα… εμπορικής συναλλαγής, μια νεαρή γυναίκα παντρεύεται με έναν πλούσιο γαιοκτήμονα και καταλήγει απομονωμένη στη μέση του πουθενά, κάπου στην ύπαιθρο της Βόρειας Αγγλίας του 19ου αιώνα. Όταν παθιάζεται με έναν από τους εργάτες των στάβλων, η ζωή της θα πάρει μια απροσδόκητη τροπή.
Όσοι περιμένετε να δείτε μια εκδοχή του σαιξπηρικού «Μακμπέθ» ιδωμένη από την πλευρά της συζύγου του, έχετε πέσει έξω, αν και ο τίτλος δεν είναι διόλου τυχαίος. Η ταινία βασίζεται στην ομώνυμη νουβέλα του Ρώσου Νικολάι Λεσκόφ που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1865 και, προφανώς, εμπνεύστηκε άμεσα από τον χαρακτήρα της σαιξπηρικής Λαίδης για να δημιουργήσει εκείνον της Κατερίνα, της νεαρής κοπέλας που ουσιαστικά «πωλείται» από τη φτωχή οικογένειά της σε μια πλουσιότερη, γαιοκτημόνων κι εμπόρων, καταλήγοντας σε μια παθιασμένη σχέση με νεαρό εργάτη του κτήματος που θα την οδηγήσει σε μια σειρά από εγκλήματα, καθώς η ιστορία της ξεφεύγει πέραν κάθε ελέγχου. Η δράση τής ταινίας μεταφέρεται από τη Ρωσία στη Βόρεια Αγγλία, η Κατερίνα γίνεται Κάθριν, όμως ελάχιστα αλλάζουν στη βασική ιστορία.
Τόσο ο σκηνοθέτης Γουίλιαμ Όλντροϊντ όσο και η σεναριογράφος Άλις Μπερτς κάνουν εδώ το ντεμπούτο τους σε ταινία μεγάλου μήκους, και το αποτέλεσμα είναι άκρως ενδιαφέρον. Μια ιστορία που ξεκινά με τη συναισθηματική και φυσική καταπίεση μιας νεαρής γυναίκας, η οποία ουσιαστικά γίνεται το εμπόρευμα μιας στυγνής οικονομικής συναλλαγής και (αρχικά) υπομένει αναρίθμητες μικρές καθημερινές ταπεινώσεις, καταλήγει σε ένα δυνατό, αιματοβαμμένο ψυχολογικό θρίλερ, με έναν από τους πιο απροσδόκητα στιβαρούς κι ενδιαφέροντες γυναικείους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες της σεζόν. Τα αφιλόξενα αλλά άγριας ομορφιάς τοπία, που η Κάθριν λατρεύει να επισκέπτεται με λυτά μαλλιά και αέρινα ρούχα (το ατίθασο αγοροκόριτσο που ήταν έως τότε), έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την αυστηρή ρουτίνα του σπιτιού του συζύγου της. Εκείνος, πάντοτε απών ή μεθυσμένος, με (σχεδόν) μηδενικό ερωτικό ενδιαφέρον απέναντί της, την αφήνει στο έλεος του τυραννικού πατέρα του, ο οποίος τη βλέπει σαν το νέο διακοσμητικό που αγόρασε για το σπίτι του και προσπαθεί να της επιβάλει το τυφλό της καθήκον να είναι η κυρία (πόσο ειρωνικά ασήμαντο ακούγεται αυτό στην προκειμένη) του σπιτιού. Η πιστή αλλά όχι ιδιαίτερα έξυπνη καμαριέρα Άννα ακολουθεί κατά γράμμα τις προσταγές του αφέντη της και λειτουργεί ως το χέρι του νόμου, υπηρετώντας / παρακολουθώντας την Κάθριν εκ μέρους του ηλικιωμένου γαιοκτήμονα. Ακόμα και χωρίς επισκέπτες, η Κάθριν υποχρεώνεται να ντύνεται καθημερινά στην εντέλεια και να περνά ώρες ατέλειωτες στον καναπέ του καθιστικού μόνη της, εθιμοτυπική συμπεριφορά πλήρους εξευτελισμού αλλά και ασυναίσθητη άσκηση εξουσίας επάνω στη νεαρή νύφη. Η Κάθριν, όμως, δεν είναι το σύνηθες άβγαλτο, ευαίσθητο κοριτσάκι. Ανέχεται τα πάντα με επιμονή και ένα αγριεμένο πείσμα που κάνει τους «φύλακές» της να αισθάνονται άβολα, καθώς η παθιασμένη της φύση ξεπροβάλλει έστω και στιγμιαία, όταν η μοναξιά, η απομόνωση, η κλεισούρα και οι αυστηροί κανόνες δοκιμάζουν τα όριά της. Όταν της δίνεται η σπάνια ευκαιρία για λίγες στιγμές ελευθερίας, την αρπάζει με πάθος.
Ωστόσο, οι διαφορετικές πτυχές της προσωπικότητάς της δεν σταματούν εκεί. Η Κάθριν μοιάζει να απολαμβάνει τη δύναμη που της παρέχει η θέση της, ειδικά όταν οι άνδρες δεν βρίσκονται στο σπίτι. Δεν φοβάται να αντιμετωπίσει κατά μέτωπο τους τραχείς εργάτες και, σύντομα, ερωτεύεται παθιασμένα έναν από αυτούς, τον γοητευτικό και τυχοδιωκτικό Σεμπάστιαν. Εδώ και πάλι υπάρχουν αρκετές ψυχολογικές εναλλαγές, ειδικά στην κατανομή των ρόλων και της δυναμικής του νέου ζευγαριού, σε έναν συνεχή αγώνα εξουσίας, στον οποίο η Κάθριν φαίνεται διαρκώς να κερδίζει. Το ερωτικό πάθος γίνεται αρχικά εκδήλωση ελευθερίας και μετέπειτα ψύχωση, και καθώς η ιστορία κρύβει άλλη μια τελική ανατροπή, σύντομα γίνεται κατανοητό πως δεν οδεύει προς ένα κάποιο «happy end»…
H ιστορία της «Λαίδης Μακμπέθ» έχει ξαναειπωθεί με το έναν ή τον άλλον τρόπο, τόσο λογοτεχνικά όσο και κινηματογραφικά. Κυριότερες επιρροές (και της νουβέλας του Λεσκόφ) είναι ασφαλώς η συνονόματή της Λαίδη που μαζί με τον σύζυγό της ξεκινούν έναν άγριο κύκλο αίματος στη «σκωτσέζικη τραγωδία» του Σαίξπηρ, αλλά και η «Μαντάμ Μποβαρί» του Φλομπέρ, που επικεντρώνεται στην ομώνυμη ηρωίδα, τον βαρετό γάμο και την παθιασμένη εξωσυζυγική σχέση της που έχει τραγικές συνέπειες. Πολλά από τα στοιχεία του χαρακτήρα της, όμως, θυμίζουν ακόμη μια κλασική λογοτεχνική ηρωίδα, μια άλλη Κάθριν, εκείνη από τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» της Έμιλι Μπροντέ. Αυτό που καταφέρνει πολύ επιτυχημένα η σκηνοθεσία του Όλντροϊντ, έστω και με μια κάποια θεατρικότητα που «επιβάλλεται» τόσο από τις αρκετές εσωτερικές σκηνές όσο και από την πρότερη εμπειρία του ιδίου στο θέατρο, είναι να κάνει μια ιστορία εποχής τόσο σύγχρονη, κυρίως στον τρόπο με τον οποίο η Κάθριν μετατρέπεται τόσο αγέρωχα σε έναν πολύπλευρο χαρακτήρα, έστω και αν οι συνέπειες των ακραίων πράξεών της την οδηγούν σε μια μορφή θανάσιμης παράνοιας. Εκεί είναι που η ταινία εξαπολύει το πιο ενδιαφέρον της όπλο, την πρωταγωνίστριά της, Φλόρενς Πιου. Η (τότε) 20χρονη ηθοποιός, με μια ήδη πλούσια φιλμογραφία για τα χρόνια της, προκύπτει μια αληθινή αποκάλυψη στον ρόλο τής Κάθριν, δίνοντας μια άφοβη, προκλητική, αυθάδη και πολυεπίπεδη ερμηνεία, που την εκτινάσσει στις πρώτες θέσεις των περισσότερο υποσχόμενων νεαρών ηθοποιών. Καταφέρνει και εκφράζει με απόλυτη πειστικότητα τον θυμό, τη βαρεμάρα, τον φυσικό και σωματικό πόνο, την ταπείνωση, το ελεύθερο πνεύμα, την παθιασμένη φύση και την τρέλα του χαρακτήρα της, πολλές φορές με φαινομενικά ανέκφραστο πρόσωπο (όπως «έπρεπε» σε γυναίκες της θέσης της), άλλες με τεράστιο υποκριτικά θάρρος, καθώς προ(σ)καλεί τον θεατή να τη συμπονέσει αλλά και να τη λυπηθεί, να την ερωτευθεί αλλά και να τη μισήσει, ασφαλώς κερδίζοντάς μας σε κάθε της πρόκληση.
Η αλήθεια είναι πως η τελική σεναριακή ανατροπή με το παιδί, ενώ έχει λογική να υπάρχει αφηγηματικά, ώστε να δείξει πόσο βουτηγμένη στην (παντός είδους) αμαρτία βρίσκεται πια η ηρωίδα, δημιουργεί μια κάποια «κοιλιά» στην έως τότε συναρπαστική – αν και χαμηλότονα ειπωμένη – υπόθεση. Ωστόσο, πρόκειται για μια τολμηρή σε περιεχόμενο αλλά και (κυρίως) σε κινηματογραφική ματιά ταινία, που οφείλει το μεγαλύτερο μέρος της επιτυχίας της στην ατρόμητη ερμηνεία της νεαρής πρωταγωνίστριάς της.