LADY BIRD (2017)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γκρέτα Γκέργουιγκ
- ΚΑΣΤ: Σίρσα Ρόναν, Λόρι Μέτκαλφ, Τρέισι Λετς, Λούκας Χέτζες, Μπίνι Φέλντσταϊν, Τιμοτέ Σαλαμέ, Οντέγια Ρας, Λόις Σμιθ, Στίβεν Χέντερσον
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 94'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: UIP
Η Κριστίν είναι 17 χρονών. Μισεί το Σακραμέντο. Θέλει να την αποκαλούν Lady Bird και θέλει να «πετάξει» μακριά, σε ένα κολέγιο της Νέας Υόρκης. Μακριά από τη μιζέρια της οικονομικής κρίσης που βιώνει η οικογένειά της, μακριά από μια μάνα που της στερεί την αγάπη, μακριά από καθετί που γεμίζει άδοξα την καθημερινότητά της.
Υπάρχουν ταινίες που δεν θέλουν κόπο για να τις καταλάβεις, αλλά χρειάζονται ψυχή για να τις παραδεχτείς. Τέτοια ταινία είναι το «Lady Bird». Φαινομενικά, αποτελεί ένα ακόμη δείγμα του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου, στερεότυπα καλό και ειλικρινές, στο θέμα και στην όψη. Σκηνοθετικό (solo) ντεμπούτο της ηθοποιού Γκρέτα Γκέργουιγκ, το φιλμ ξεκίνησε την καριέρα του με ένα δυνατό standing ovation στο Φεστιβάλ του Τορόντο και φτάνει σήμερα να διεκδικεί Όσκαρ καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, πρωτότυπου σεναρίου, πρώτου και δεύτερου γυναικείου ρόλου. Στο ενδιάμεσο αυτών; 90 διακρίσεις και 193 υποψηφιότητες! Με άλλα λόγια, κάτι θαυματουργό συμβαίνει σε τούτο το φιλμ.
Μαθήτρια ενός καθολικού γυμνασίου στο επαρχιώτικο Σακραμέντο της Καλιφόρνιας, η Κριστίν δεν αντέχει τίποτα από την καθημερινότητά της. Στο σπίτι της, τα πάντα είναι μετρημένα, ειδικά από την ημέρα που ο πατέρας της μένει άνεργος και η μάνα της υποχρεώνεται να σηκώσει τα βάρη μιας τετραμελούς οικογένειας, με το επιπλέον μέλος της γκόμενας του γιου της που συγκατοικεί μαζί τους γιατί δεν βγαίνει αλλιώς. Στο σχολείο, η Κριστίν είναι μια outcast, ένα «ιδιαίτερο» κορίτσι που δεν έχει πολλούς φίλους, δεν έχει αγόρι, δεν έχει ούτε και τους βαθμούς που πρέπει για να πάει στα κολέγια που ονειρεύεται, στη Νέα Υόρκη. Αυτή τη ζωή αφηγείται η Γκέργουιγκ, αφήνοντας την ηρωίδα της να «βαπτίζεται» εκ νέου ως Lady Bird, ένα παρατσούκλι με το οποίο απαιτεί να τη φωνάζουν ακόμη και στο ίδιο της το σπίτι, λες και δεν θέλει να θυμάται ποια είναι και πού γεννήθηκε. Η Κριστίν επιθυμεί μια «δεύτερη ευκαιρία» στη ζωή, μακριά από το μίζερο παρόν, αλλά δίχως ίχνος εμπειριών εκεί έξω. Έχει το θράσος, τα μυαλά της παίρνουν αέρα, νομίζει ότι μπορεί… τα πάντα, αλλά είναι μονάχα ένα μικρό ανθρωπάκι, κομμάτι ενός ασήμαντου βίου, σε μια κουκίδα του χάρτη.
Μέσα στα επόμενα λεπτά που διαρκεί το φιλμ, η Lady Bird θα δοκιμάσει να αγαπήσει, θα αποπειραθεί να χάσει την παρθενιά της, θα προδώσει την καλύτερή της φίλη για να μάθει τις χαρές του να είσαι «hip», θα πει ψέματα για το πού μένει, θ’ ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου της μάνας της… εν κινήσει γιατί έχει ξεπεράσει κάθε όριο έξαλλου θυμού μαζί της, καταλήγοντας με το ένα χέρι στον γύψο. Αλλά δεν θα σταματήσει ποτέ να ελπίζει, να έχει πίστη στο όνειρο της απόδρασης, λες και το Σακραμέντο είναι ένα τεράστιο Γκουαντάναμο που σου τρώει τα πιο αθώα χρόνια της εφηβείας σου.
Με έναν περίεργο τρόπο, το «Lady Bird» μοιάζει με μια μετεξέλιξη του σινεμά του Τζον Χιουζ, που έχει αποχαιρετίσει αυτό το είδος, ενός ουτοπικού «παλιμπαιδισμού», της άρνησης στο πέρασμα της ενήλικης ζωής των γονιών όλων εκείνων των ηρώων που αγαπήσαμε στα 80’s, μιας Αμερικής που χρεοκόπησε σε όλα και χλομιάζει από ντροπή για την καταγωγή της. Αν και τοποθετημένη στο 2002, η δράση της ταινίας μιλάει για πράγματα τόσο σημερινά που είναι να σε πιάνει… κρίση πανικού για το πώς έχουν παγιωθεί οι ζωές των ανθρώπων σε αυτή την ατονία, το αδιέξοδο, την απουσία. Η Lady Bird αισθάνεται πως είναι η δυνατή, η καπάτσα που θα βρει τον τρόπο, που θα βγάλει από πάνω της αυτό το «κουκούλι» της Κριστίν, για να μεταμορφωθεί σε ένα καλλιτεχνικής φύσης ον, μια συγγραφέας που θα διδάξει μια κάποια νέα κουλτούρα, από τη Νέα Υόρκη, το Κονέτικατ ή το Νιου Χάμσαϊρ. Θα σταματήσει να είναι αυτό που η μητέρα της ήλπιζε να γίνει. Μα, θα πρέπει να αποχωριστεί όσα πράγματα γνώρισε μέχρι σήμερα, για να ξανοιχτεί προς αυτόν τον ονειρεμένα φιλόξενο, «φανταστικό» τόπο. Και η Κριστίν δεν την ξέρει ακόμα αυτή τη λέξη, πόσω μάλλον στην πράξη…
Κωμωδία για teenagers, manual διαβίωσης για γονείς που μεγαλώνουν παιδιά, διατριβή επάνω στα «δεν πρέπει» για την ιδανική μητρότητα, μια κοινωνική «τοιχογραφία» συμπεριφορών (έως και σεξουαλικότητας ακόμη), το «Lady Bird» είναι φτιαγμένο από τα καλύτερα συστατικά μιας indie παραγωγής. Διαθέτει εξυπνάδα στη ματιά της Γκέργουιγκ, αξιοζήλευτη πένα ρεαλισμού, ατάκες που θα θυμάσαι για καιρό και δύο ερμηνείες γυναικών που δεν θα πιστεύεις ότι «παίζουν» στο σινεμά. Η Σίρσα Ρόναν γίνεται αυτό το πλάσμα που θέλεις να «σώσεις», να αγκαλιάσεις, να βοηθήσεις να ωριμάσει, να βρει τον εαυτό του, να φάει όμως και μερικές σφαλιάρες «διδακτικές», γιατί ενίοτε καταφέρνει και να σε τσατίσει με τις επιλογές της. Όλη αυτή η δύναμη ενέργειας, που ξεσπά με φυσικότητα στην οθόνη και σε πετυχαίνει σε ένα σωρό συναισθήματα, κάνει ένα φοβερό γκελ «ντουέτου» με τη Λόρι Μέτκαλφ, τη μάνα που δεν ευτυχεί ούτε με την παραμικρή αληθινή λάμψη της ζωής, πέραν της σκηνής όπου μαζί με την κόρη της επισκέπτονται σπίτια του «αμερικάνικου ονείρου» που έχουν μείνει στα αζήτητα, σπάζοντας πλάκα με κάτι ευκολόπιστους μεσίτες και τριγυρνώντας σε ευρύχωρα δωμάτια μιας ζωής που δεν μπορούν να απολαύσουν γιατί δεν έχουν τα χρήματα.
Λίγο συνηθισμένα όλα αυτά σε τούτο το «είδος» του αμερικανικού σινεμά, θα μου πεις; Καλό αλλά… «κάτι λείπει»; Ή πολύ «μικρό» για τόσο ντόρο; Περίμενε να φτάσεις στη σεκάνς του αεροδρομίου, εκεί όπου η Μέτκαλφ παίζει για ένα Όσκαρ που χαράσσεται στη μνήμη άσχετα από το αν πάρει ή όχι το αγαλματάκι του δεύτερου γυναικείου ρόλου, κι άφησε τη συνέχεια να σε απογειώσει όντως θαυματουργά. Με ένα μικρό τρικ στο μοντάζ, λες και ανοιγόκλεισες τα μάτια σου για ένα δευτερόλεπτο και δεν πρόσεξες αν αυτό που πέρασε από μπροστά σου ήταν κάτι που όντως συνέβη, μια σκηνή του φινάλε σε μετατρέπει σε αιφνίδιο μάρτυρα μιας αλήθειας που με μεγαλόπρεπη… απλότητα και δίχως περιττές λέξεις σού έχει μιλήσει μέχρι τα βάθη της καρδιάς σου. Σχεδόν όπως το 2013, όταν η Γκρέτα Γκέργουιγκ έφτιαχνε το κουδούνι της εξώπορτας του διαμερίσματός της, χαρίζοντάς μας ένα στιγμιότυπο τόσο ευρηματικό που έφερνε αβίαστα δάκρυα στα μάτια. Δάκρυα χαράς. Από αυτά που σε βουρκώνουν όταν συνειδητοποιείς ότι μόλις είδες μια σπουδαία ταινία.