FreeCinema

Follow us

ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΠΟΥ ΕΦΑΓΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ (2018)

(LA NUIT A DÉVORÉ LE MONDE)

  • ΕΙΔΟΣ: Τρόμου
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντομινίκ Ροσέ
  • ΚΑΣΤ: Άντερς Ντάνιελσεν Λίε, Ντενί Λαβάν, Γκολσιφτέ Φαραχανί
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 93'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON

Μετά το φονικό ξέσπασμα της Αποκάλυψης των ζόμπι, ένας άνδρας θα βρεθεί εγκλωβισμένος σε ένα κτήριο κάπου στο Παρίσι, σε μια προσπάθεια να επιβιώσει από τους αιμοδιψείς απέθαντους που έχουν κατακλύσει τους δρόμους.

Κινηματογραφική μεταφορά του ομότιτλου βιβλίου του συγγραφέα Πιτ Άγκαρμεν και μεγάλου μήκους ντεμπούτο για τον Ντομινίκ Ροσέ, «Το Βράδυ που Έφαγε τον Κόσμο» αποτελεί μια νέα προσθήκη στο πολυτάραχο σινεμά των ζωντανών νεκρών, κοντράροντας στα ίσα τους αρχετυπικούς του κακούς όχι για τους λόγους που ίσως φαντάζεσαι, αλλά γιατί γρήγορα θα καταλήξεις να αναρωτιέσαι: τι είναι τελικά πιο νεκρό, τα ζόμπι ή οι προσδοκίες σου για ένα καλό φιλμ είδους;

Τούτη η απόπειρα αποτελεί κλασική περίπτωση βιβλίου που μοιραία «χάνει» κατά την προσαρμογή του για τη μεγάλη οθόνη, πολύ απλά γιατί τέτοιες «one man show» περιπτώσεις συνήθως απαιτούν είτε ένα πληθωρικό ερμηνευτικό εκτόπισμα για να τις στηρίξει, είτε ένα κινηματογραφικό genre μέσα στο οποίο οι χαρακτήρες θα μπορέσουν να αναπτυχθούν και να εξελιχθούν, κάτι που εδώ δεν επιτυγχάνεται ούτε με την παρουσία του (κατά τα άλλα ταλαντούχου) Άντερς Ντάνιελσεν Λίε, ούτε και με το παραδοσιακό και ολίγον τι στερεοτυπικά αποδοσμένο σύμπαν των ζόμπι.

Επιστρέφοντας στο σπίτι της πρώην του προκειμένου να πάρει πίσω κάτι κασέτες, ο Σαμ (Λίε) θα έρθει αντιμέτωπος με ένα πολυπληθές party οργανωμένο από την ίδια και τον καινούργιο της γκόμενο. Εν μέσω φασαρίας και με τα συμπτώματα της αγοραφοβίας να καραδοκούν στη γωνία, ο Σαμ θα απομονωθεί σε ένα δωμάτιο κλειδώνοντας την πόρτα και, τελικά, θα τον πάρει ο… ύπνος (για εμάς είναι νωρίς ακόμη)! Το επόμενο πρωί θα βρει το σπίτι άνω-κάτω, γεμάτο αίματα, και τους καλεσμένους άφαντους, όμως μια ματιά από το παράθυρο του σαλονιού θα του λύσει κάθε απορία: κατά τη διάρκεια της νύχτας, ο κόσμος κατασπαράχθηκε από ζόμπι. Σε μια παρατεταμένη προσπάθεια να παραμείνει ζωντανός, ο Σαμ θα αμπαρωθεί στο κτήριο, συγκεντρώνοντας προμήθειες και εξοπλισμό από τα υπόλοιπα διαμερίσματα, περνώντας τον (άπλετο) ελεύθερο χρόνο του άλλοτε καταμετρώντας τις εναπομείνασες κονσέρβες του κι άλλοτε πιάνοντας ψιλή κουβέντα με έναν πρώην ένοικο και νυν ζόμπι (Λαβάν), τον οποίο κρατά σφαλισμένο στο ασανσέρ. Οι μέρες κυλούν βασανιστικά αργά (το έργο, επίσης) και ο Σαμ παραμένει μόνος. Άραγε, είναι πράγματι ο τελευταίος επιζών;

Δύσκολα θα βρει κανείς εκεί έξω ένα πιο τίμιο κινηματογραφικό υπο-είδος τρόμου από αυτό των ζόμπι. Ξεκινώντας πάντα από την ίδια υποθεσιακή βάση, τα εν λόγω φιλμ υπόσχονται πρωτίστως μπόλικες δόσεις gore και αιμάτινης σάρκας, αφήνοντας στη διακριτική ευχέρεια του δημιουργού τους το κατά πόσο ευφάνταστα «φτηνό» ή ρεαλιστικά «σκεπτόμενο» θα είναι το αποτέλεσμα. Ένα από τα πιο κοινά γνωρίσματα των ταινιών αυτών είναι πως πάντοτε οι πρωταγωνιστές αποβλέπουν σε κάποιον ύστατο σκοπό που συνήθως σηματοδοτεί και το τέλος του φιλμ – την ανακάλυψη μιας θεραπείας, την εύρεση μιας αμόλυντης πόλης ή ακόμα και την αποδοχή του αναπόφευκτου θανάτου. Μετά το αρχετυπικό φιλμ του Τζορτζ Ρομέρο και τις κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις των απέθαντών του, τα ζόμπι εξακολουθούν να γοητεύουν εξαιτίας της ολοκληρωτικής απώλειας της ηθικής ευθύνης, μιας συνθήκης δηλαδή που τους επιτρέπει να σκοτώνουν και να κατακρεουργούν χωρίς έλεος και κυρίως χωρίς ίχνος προσωπικής συναίσθησης. Όταν ο επιδιωκόμενος σκοπός των ζωντανών έρχεται σε σύγκρουση με την τυφλή πείνα των νεκρών, τότε έχεις μια καλή πρώτη βάση για μια αξιοπρεπή zombie movie. Όταν στον αντίποδα έχεις από τη μια τους λυσσαλέους κακούς σου και από την άλλη έναν πρωταγωνιστή χωρίς το παραμικρό κίνητρο, τότε έχεις… το «Το Βράδυ που Έφαγε τον Κόσμο».

Για να το θέσουμε πιο απλά: δεν νοείται ταινία ζόμπι χωρίς πρωταγωνιστή που αποβλέπει σε κάτι. Τέλος. Η ταινία του Ροσέ χωλαίνει τρομερά σε επίπεδο χαρακτήρα, με αποτέλεσμα αυτό που ξεκινάει μέσα στα πρώτα δέκα λεπτά ως ένα χτίσιμο υπόθεσης γεμάτο άγριο σασπένς, να «ξεφουσκώνει» εξωφρενικά γρήγορα, προκαλώντας μέχρι και εκνευρισμό από το κακό – κινηματογραφικό – γράψιμο του χαρακτήρα που υποδύεται ο Λίε. Ενδεικτικός είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Σαμ αντιμετωπίζει την καταστροφή μέσα στις πρώτες ώρες, μαζεύοντας εξοπλισμό, τρόφιμα, καταλογογραφώντας τις προμήθειές του και φροντίζοντας να κρατά το κτήριο καθαρό από νεκροζώντανους λες και είχε διαβασμένο από καιρό το «Κεφάλαιο: Ζόμπι» από το εγχειρίδιο «Πώς να Επιβιώσετε από την Καταστροφή του Κόσμου». Το πρόβλημα δεν είναι στο πόσο έτοιμος είναι ο ήρωας (θα είχε δει πολλές ταινίες, φαίνεται), αλλά στο γεγονός πως αυτή ακριβώς η ετοιμότητά του δεν μετουσιώνεται σε τίποτε άλλο, με τον ίδιο να βολοδέρνει από διαμέρισμα σε διαμέρισμα κάνοντας γυμναστική, παίζοντας drums (φανταστική ιδέα, με όλο το κακό συναπάντημα εκεί έξω) και φροντίζοντας το σπίτι! Το ίδιο το σενάριο, δε, είναι τόσο βολεμένο μέσα σε όλη αυτή την προσποιητή meta-indie διάθεσή του ώστε εξαναγκάζει τον ίδιο του τον ήρωα σε ένα… μοιραίο λάθος (χτυπιέμαι από τα γέλια), προκειμένου να προωθηθεί η δράση και έτσι να δούμε (επιτέλους!) να συμβαίνει κάτι σε τούτο το φιλμ (διότι μέχρι ενός σημείου, η στιγμή του πιο έντονου σασπένς ήταν εκείνη που κοβόταν το νερό ενώ βρισκόταν στην ντουζιέρα…). Στην τελική, το μοναδικό ερώτημα που θα τριβελίζει το μυαλό σου για μιάμιση ώρα θα είναι το εξής: «Ποιος νοιάζεται;»! Σίγουρα όχι εσύ.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Ανέμπνευστο και χωρίς κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, το «Το Βράδυ που Έφαγε τον Κόσμο» ήθελε να αποτελέσει μια εναλλακτική προσθήκη στο σύμπαν των ζόμπι, σαν εγχείρημα όμως φάνηκε καταδικασμένο από την αρχή, εξαιτίας της αναποφασιστικότητας του ήρωά του αναφορικά με κάποιον σαφή προσανατολισμό (ακούς «The Walking Dead»;). Η αχρείαστη σεκάνς με την παρουσία της Φαραχανί τόνισε απλώς την απελπισμένη προσπάθεια των δημιουργών για ένα υποτυπώδες κλείσιμο, ενώ και η εμφάνιση του Λαβάν θα περάσει στη φιλμογραφία του ως μια από τις πιο αδιάφορες της καριέρας του.


MORE REVIEWS

ΜΠΑΣΤΑΡΔΑ

Δέκα νεαρά παιδιά το σκάνε από τα σπίτια τους και δίχως καμία επικοινωνία με γονείς ή τον έξω κόσμο, περνούν μερικές ανέμελες μέρες σε μια απομονωμένη εξοχική κατοικία. Πόσο θ’ αντέξουν μεταξύ τους αυτή την «ουτοπική» φυγή και πόσο μεγάλος είναι ο κίνδυνος να εντοπιστούν τα ίχνη τους από τους ενήλικες;

ΣΤΑ ΑΚΡΑ

Στη Μαδρίτη του σήμερα, μια σειρά από παράλληλες ιστορίες καθημερινών ανθρώπων συναντιούνται υπό τη φρικτή συνθήκη των εξώσεων από κατοικίες οι οποίες βγαίνουν σε πλειστηριασμούς.

Ο ΑΘΩΟΣ

Ιταλός αριστοκράτης του 19ου αιώνα με ζωή χλιδής, γυναίκα και ερωμένη, κλονίζεται όταν συνειδητοποιεί πως η σύζυγός του διαθέτει εραστή. Μία εγκυμοσύνη θα περιπλέξει ακόμα περισσότερο τα πράγματα για όλους.

ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ ΚΙ ΟΜΩΣ ΑΛΗΘΙΝΟ

Μεσίτης παρουσιάζει σε παντρεμένο ζευγάρι - πιθανούς αγοραστές το υπόγειο «μυστικό» μιας ονειρεμένης κατοικίας στα προάστεια: έναν αγωγό που τους δίνει πρόσβαση σε κάτι το οποίο μπορεί ν’ αλλάξει ριζικά τη ζωή τους και καταλήγει… ξανά στο ίδιο σπίτι! Αλλά έχοντας κάνει κι ένα άλμα δώδεκα ωρών μπροστά στο χρόνο!

Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΚΟΜΠΡΟΜΑΤ

Ο Ματιέ, ένας σαρανταπεντάρης επικεφαλής της Alliance Française, βρίσκεται με μετάθεση στο παγωμένο Ιρκούτσκ της Σιβηρίας, υπεύθυνος για τη διάδοση του γαλλικού πολιτισμού και τη σύσφιξη σχέσεων μεταξύ των χωρών Γαλλίας και Ρωσίας. Μετά από μία παράσταση μπαλέτου με ομοερωτικά στοιχεία, την οποία διοργανώνει, αλλά και τη γνωριμία του με μια Ρωσίδα, οι μυστικές υπηρεσίες της χώρας τον έχουν στο στόχαστρο και σύντομα βρίσκεται κατηγορούμενος για παιδική πορνογραφία.