ΟΔΥΣΣΕΙΑ (2016)
(L’ODYSSEE)
- ΕΙΔΟΣ: Βιογραφικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ζερόμ Σαλ
- ΚΑΣΤ: Λαμπέρ Γουίλσον, Πιερ Νινέ, Οντρέ Τοτού, Λοράν Λουκά, Βενσάν Εναΐν, Μπενζαμέν Λαβερνέ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 122'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ROSEBUD.21 / SEVEN FILMS
Ο Ζακ-Ιβ Κουστό από αξιωματικός του γαλλικού Ναυτικού μετατρέπεται σε ερευνητή και κινηματογραφιστή που ειδικεύεται στην υποβρύχια ζωή των θαλασσών ανά τον κόσμο, ταξιδεύοντας παντού με την αγαπημένη του «Καλυψώ».
Όσοι θυμούνται την τηλεοπτική σειρά ντοκιμαντέρ «The Undersea World of Jacques Cousteau», από την περίοδο 1966 – 1976, ή έστω τη μεταγενέστερη συνέχειά της, «The Cousteau Odyssey», που έπαιξε στο διάστημα 1977 – 1982, δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που μεγάλωσαν με το όνομα του Ζακ-Ιβ Κουστό και εξαιτίας αυτού τρέφουν ακόμη και σήμερα μεγάλη αγάπη για τη θάλασσα και τα μυστικά της. Φυσικά, έχουν επίσης περάσει πολλά χρόνια από τότε και υπάρχουν και εκείνοι οι οποίοι δεν έχουν ξανακούσει αυτό το όνομα! Περιέργως, η «Οδύσσεια» καταφέρνει να αφήσει μάλλον ανικανοποίητους τους πρώτους και ελάχιστα ενημερωμένους τους δεύτερους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μιλάμε για ένα αποτυχημένο φιλμ. Απλά, η επιλογή που κάνει ο Ζερόμ Σαλ στους σταθμούς μιας ζωής αρκετά πολυτάραχης ή συναρπαστικής (σε ένα μόλις δίωρο…) δεν καλύπτουν πραγματικά τη σημασία της ύπαρξης αυτού του μύθου.
Ο σεναριακός άξονας του Σαλ είναι που… μπάζει νερά, προσπαθώντας να εστιάσει περισσότερο στα ενδότερα της οικογενείας του Κουστό, του προσωπικού βίου του, δηλαδή, αντί της (ίσως;) αινιγματικής του προσωπικότητας, η οποία στην «Οδύσσεια» περνά σε δεύτερη μοίρα, με την πλοκή να καταγράφει φάσεις της ζωής, όχι όμως και να αναλύει τον ψυχισμό που ώθησε αυτόν τον άνθρωπο στο να αφιερωθεί με τέτοιο πείσμα στη θάλασσα και τον υποβρύχιο κόσμο της. Δείχνοντας ξεκάθαρα ότι το πλοίο «Καλυψώ» ήταν η ουσιαστική… σύζυγος και ερωμένη του, το φιλμ σχεδόν «ακυρώνει» τη δραματική φόρτιση που συνόδευε την καθημερινότητα του Κουστό, από τον συζυγικό του βίο (με μια πιστή και τόσο δοτική γυναίκα την οποία ποτέ δεν έπαψε να απατά, χωρίς ο Σαλ να αγγίζει κάποια εξήγηση εδώ) μέχρι τις κόντρες με τα παιδιά του και ειδικά με τον Φιλίπ, τον οποίο αποξένωσε κυριολεκτικά, στέλνοντάς τον από πολύ μικρή ηλικία σε οικοτροφείο, στερώντας από την ενηλικίωσή του το πρότυπο ενός πραγματικού πατέρα. Σε αυτή την περίοδο εντοπίζεται και ένα τεράστιο ατόπημα του έργου, που θυσιάζει σημαντικούς σταθμούς της καριέρας του Κουστό παγκοσμίως (από τη νίκη ενός Χρυσού Φοίνικα στις Κάννες, το 1956, μέχρι ιστορικές συναντήσεις του, ακόμη και με τον Πρόεδρο της Αμερικής). Όλα αυτά περνούν αδικαιολόγητα βιαστικά, μέσα από carte postale ή αποκόμματα του Τύπου που κρεμά ο Φιλίπ σε μια πόρτα της ντουλάπας του ως οικότροφος, στερώντας από τον θεατή ένα κομμάτι που θα συνδύαζε το glam με τη μαγεία της δημοσιότητας σε χρόνια τόσο νοσταλγικά και πιθανότατα δελεαστικά ως εικόνες, όμως και… πανάκριβα στο να οπτικοποιηθούν, λογικά.
Το production value, κατά τα άλλα, υφίσταται, και το κομμάτι των εξερευνήσεων των θαλασσών προσφέρει θέαμα (ελαφρώς παλαιομοδίτικο), χωρίς να εκμεταλλεύεται (ατυχώς) το απέραντο γαλάζιο που θα φανταζόταν να δει κανείς σε υποβρύχιες λήψεις. Η αγωνία του Κουστό να βρει χρηματοδότες για τα επόμενα ταξίδια – ντοκιμαντέρ του και η αδρανής συνύπαρξή του με τη σύζυγο, που στέκει σαν το δεξί του χέρι στο «Καλυψώ», σπαταλούν περισσότερο χρόνο, αναμένοντας κάποιες δραματικές εκρήξεις, όπως ένα τραγικό συμβάν (πασίγνωστο σε όσους γνωρίζουν την ιστορία του Ζακ-Ιβ, αλλά ας αποφύγουμε το όποιο spoiler) που συνταράσσει την οικογένεια, το 1979.
Αν και ψυχαγωγική, αυτή εδώ η «Οδύσσεια» λες και στέκει στην επιφάνεια της θάλασσας και δεν βουτά ποτέ βαθιά, από φόβο μήπως και… βραχεί! Ο θεατής δεν μαθαίνει ουσιαστικά ποιος ήταν ο άνθρωπος Κουστό (αν και επιχειρεί να εντρυφήσει στις πιο ιδιαίτερες στιγμές του ως οικογενειάρχη), αλλά για μένα η μεγάλη αδυναμία του Σαλ είναι το ότι δεν καταφέρνει να βρει το πάθος σε μια τόσο σημαντική πορεία, με στοιχειώδη επίδραση σε επιστήμες έως και, απλά, την pop κουλτούρα.
Συμπληρωματικά, το καστ στέκει με σεβασμό σε κάθε ρόλο, χωρίς να υπερβάλλει με γραφικότητες ή να τραβά την προσοχή και να καπελώνει ο ένας τον άλλον, η φωτογραφία του Ματιάς Μπουκάρ χαϊδεύει αδιάκοπα το βλέμμα και οι συνθέσεις του Αλεξάντρ Ντεσπλά δίνουν ένα κομψό φινίρισμα που ενίοτε προκαλεί και το συναίσθημα. Αλλά, προσωπικά, είχα πολύ μεγαλύτερες προσδοκίες από τούτη την «Οδύσσεια».