ΤΟ ΟΡΑΜΑ (2018)
(L'APPARITION)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ξαβιέ Τζιανολί
- ΚΑΣΤ: Βενσάν Λαντόν, Γκαλατέα Μπελουγκί, Παντρίκ ντ’Ασουμσάο, Ανατόλ Τάουμπμαν, Ελίνα Λόουενσον
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 140'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Δημοσιογράφος ειδικός στις πολεμικές ανταποκρίσεις καλείται από το Βατικανό με σκοπό να μεταβεί σε χωριό της Γαλλίας για να ερευνήσει το αληθές του λόγου έφηβης κοπέλας, η οποία ισχυρίζεται πως επαναλαμβανόμενο όραμα της Παναγίας εμφανίζεται μπροστά της. Εκείνος δεν καταλαβαίνει γιατί τον θεωρούν κατάλληλο για μια τέτοια δουλειά, ωστόσο δεν θα πει όχι στην πρόταση.
Ο Ζακ Μεγιανό, ο κεντρικός ήρωας της ταινίας με την οποία ο Ξαβιέ Τζιανολί επιστρέφει στη σκηνοθεσία μετά την έξοχη «Μαργκερίτ» (2015), είναι ένας θλιμμένος άνθρωπος. Έχει υποστεί όχι μόνο το σοκ του πολέμου στη Μέση Ανατολή, αλλά έχει μόλις χάσει τον καλύτερό του φίλο, έναν διάσημο φωτορεπόρτερ με τον οποίο γύριζαν μαζί τις εμπόλεμες ζώνες αυτού του κόσμου. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του, αντιμετωπίζει πλέον σοβαρότατα προβλήματα προσαρμογής, τα οποία μαζί με την αϋπνία που αρχίζει να τον ταλαιπωρεί τον οδηγούν σε αποξένωση ακόμη και από την ίδια του τη γυναίκα. Το αναπάντεχο προσωπικό τηλεφώνημα που δέχεται από τη Ρώμη τον εκπλήσσει, μεν, δείχνει όμως να λειτουργεί σαν σανίδα σωτήριας η οποία θα μπορέσει με κάποιον τρόπο να φυγαδεύσει τις σκέψεις του μακριά από όσα πράγματα τον ταλαιπωρούν εσχάτως. Είναι άραγε δυνατόν τα οράματα της νεαρής Αννά να είναι αληθινά ή μήπως πρόκειται για ένα καλοστημένο κόλπο της τοπικής εκκλησίας ώστε να βγάλει κέρδος από τους πιστούς που συρρέουν κατά χιλιάδες, προκειμένου να δουν από κοντά το «θαύμα»;
Ο Τζιανολί δεν ακολουθεί τα χνάρια των συνωμοσιολογικών μυθιστορημάτων του Νταν Μπράουν και των αντίστοιχων ταινιών με ήρωα τον καθηγητή Ρόμπερτ Λάνγνκτον, αλλά προκρίνει την προσεκτική διερεύνηση της Καθολικής Εκκλησίας σχετικά με το φαινόμενο των οραμάτων. Τεκμηριώνει την πορεία των ερευνών (χωρίς η διήγηση να αποκτά ποτέ ντοκιμενταρίστικο ύφος), συστήνει τις κατά κάποιον τρόπο αντιμαχόμενες πλευρές άμα τη αφίξει του Ζακ στο απομονωμένο χωριό της νοτιοανατολικής Γαλλίας, χτίζει μια υπόγεια ένταση μεταξύ τους και ξετυλίγει σιγά-σιγά το κουβάρι των αποκαλύψεων. Τοποθετώντας στο επίκεντρο της υπόθεσης έναν μπαρουτοκαπνισμένο, σχεδόν άθεο πολεμικό ανταποκριτή, ο οποίος έχει «χορτάσει» θάνατο όλα τα χρόνια της επαγγελματικής του καριέρας, ο Τζιανολί δημιουργεί ένα δίπολο που φαίνεται να τον προβληματίζει σε όλη τη διάρκεια της ταινίας του. Οι προσκυνητές, που καταφθάνουν κατά εκατοντάδες για να δουν και να μιλήσουν στην Αννά, ελπίζουν σε ένα θαύμα που θα δώσει νόημα στις ζωές τους. Ο Ζακ, αντιθέτως, με όλα αυτά που έχει δει στους πολέμους τους οποίους έχει καλύψει, έχει μάλλον αποδεχθεί πως δεν υπάρχει πια καμιά ελπίδα, ποτέ και για κανέναν.
Από ένα σημείο και μετά, η έρευνα του Ζακ για τα οράματα της Αννά, τη γνησιότητα του γεμάτου αίμα υφάσματος που εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα, τον ρόλο του τοπικού ιερέα ο οποίος όλο αυτό το διάστημα της προσπάθειας «αγιοποίησης» του ορφανού κοριτσιού την έχει πάρει υπό την προστασία του, μοιάζει μια πρόφαση για εκείνον. Αυτό που ψάχνει είναι η δική του λύτρωση, χωρίς ασφαλώς να παραμερίζει την αναζήτηση της αλήθειας σε αυτό που του έχει ανατεθεί από την κεφαλή της Καθολικής Εκκλησίας, εξού και οι συνεχείς συζητήσεις με την Αννά, το ψάξιμο του παρελθόντος της εν είδει άτυπης αστυνομικής έρευνας, αλλά και η επιμονή του στην εξακρίβωση ενός στοιχείου στο οποίο ουδείς άλλος είχε δώσει την πρέπουσα σημασία.
Το πρόβλημα για «Το Όραμα» είναι πως όλα αυτά τραβάνε σε αδικαιολόγητο μάκρος, με το σενάριο να επαναλαμβάνεται συχνά-πυκνά στις δυόμισι περίπου ώρες της διάρκειας του φιλμ, φέρνοντας βόλτες γύρω από τον εαυτό του. Η διαίρεση της πλοκής σε έξι κεφάλαια, τα οποία φέρουν τον τίτλο της κάθε επιμέρους πλοκής, προδιαθέτουν για μια θριλερικού ύφους κλιμάκωση, η οποία παρά τις δύο-τρεις σχετικές ενδείξεις που φαίνεται να φτιάχνουν ένα τέτοιο κλίμα (ο άρτι αφιχθείς κληρικός με τα περίεργα μεγαλεπήβολα σχέδια, το μυστήριο της κομμένης στα δύο εικόνας της Παναγίας με το Θείο Βρέφος), δεν ολοκληρώνονται ως τέτοιες. Ο Τζιανολί δεν ενδιαφέρεται για κάτι ανάλογο, αφού προτιμά να παρατηρεί το φαινόμενο της εύκολης πίστης και της επακόλουθης εμπορευματοποίησής της. Υπαινίσσεται μεν πως ο σκεπτικισμός της επίσημης Εκκλησίας έναντι των απανταχού ανά τον κόσμο οραμάτων είναι πολύ πιο σοβαρός από αυτόν των πιστών της, δεν χειραγωγεί δε τον θεατή σχετικά με το αληθινό ή μη της ύπαρξης τέτοιων φαινομένων, αποφεύγοντας να μπει στα χωράφια μιας κάποιας επιστημονικής τεκμηρίωσης. Αυτό ίσως να απογοητεύσει μερίδα θεατών που (θα) θέλουν ξεκάθαρες απαντήσεις. Σε θέματα πίστης και θρησκείας, όμως, τέτοιες δεν υπάρχουν.