ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΔΥΟ (2023)
(L'AMOUR ET LES FORÊTS)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Βαλερί Ντονζελί
- ΚΑΣΤ: Βιρζινί Εφιρά, Μελβίλ Πουπό, Ντομινίκ Ρεϊμόν, Ρομάν Μπορινζέ, Βιρζινί Λεντουαγιέν, Μαρί Ριβιέρ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 105'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Ώριμη γυναίκα γνωρίζει γοητευτικό άνδρα, ερωτεύεται, παντρεύεται, κάνει οικογένεια. Με τον καιρό, όμως, συνειδητοποιεί πως έχει μπλέξει μ’ έναν ζηλόφθονο και κακοποιητικό τύπο, από τον οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει.
Δεν ξέρω πόσοι διαφορετικοί τύποι γυναίκας με (εν γένει) προβληματικό αισθηματικό κόσμο υπάρχουν, η Βιρζινί Εφιρά, πάντως, έχει βαλθεί να τους υποδυθεί όλους! Με το «Εμείς οι Δύο» όχι μόνο επεκτείνει το σερί των συνεργασιών της με γυναίκες auteur (φτάνοντας αισίως τον αριθμό τέσσερα), αλλά (κυρίως) εμπλουτίζει την πινακοθήκη των ηρωίδων που από τον έρωτα έχουν πληγωθεί, εδώ με μία η οποία της είχε ξεφύγει: την κακοποιημένη σύζυγο. Πετυχαίνει έτσι κάτι σαν jackpot στην φεμινιστικού τύπου «κουλτούρα» του σύγχρονου κινηματογράφου, εν τούτοις, πέφτει θύμα ενός κάκιστου σεναρίου, καθώς και μιας σκηνοθετικής προσέγγισης που μπερδεύει την ενδοοικογενειακή βία με τα… Άρλεκιν, δημιουργώντας επιπροσθέτως μια ψευδή αίσθηση επικείμενου ψυχολογικού θρίλερ. Διότι η Εφιρά εμφανίζεται (δίχως λόγο κι αφορμή!) σε διπλό ρόλο δίδυμων αδελφών, παραπέμποντας σε κάτι το αόρατα μυστηριώδες, που… ουδέποτε έρχεται, μιας και αυτή η πτυχή διόλου αφορά το στόρι. Εκτός κι αν το έκανε για να γλυτώσει κάτι από το budget του φιλμ, οπότε πάω πάσο. Αν και ομολογώ πως αν έπρεπε να ποντάρω σε κάτι, τη ματαιοδοξία θα επέλεγα ως αιτία.
Η Μπλανς και ο Γκρεγκουάρ, παλιοί συμμαθητές που είχαν χαθεί με τα χρόνια, ξανασυναντιούνται σ’ ένα party, στο οποίο εκείνη πηγαίνει έπειτα από προτροπή της αδελφής της. Έχοντας περάσει ένα σημαντικό διάστημα αισθηματικής ανομβρίας, πιστεύει πως στο πρόσωπο του γλυκομίλητου και χιουμορίστα μορφονιού βρήκε το ερωτικό στήριγμα που τόσο της έλειπε. Εγκαταλείπει για χάρη του μάνα, αδελφή και Νορμανδία, ακολουθώντας τον στη νέα του επαγγελματική θέση στα ανατολικά της χώρας, αποδεχόμενη παράλληλα διδασκαλική θέση σε σχολείο της περιοχής. Από την πρώτη στιγμή της μετεγκατάστασής της εκεί, όμως, αρχίζει να υποπτεύεται πως ο άνδρας που ερωτεύτηκε δεν είναι ακριβώς εκείνος που νόμιζε. Ψεύτης, κυριαρχικός, ζηλόφθων στα όρια της παράνοιας και πάνω απ’ όλα βίαιος, ο Γκρεγκουάρ έχει παγιδεύσει την Μπλανς σε «λευκό κελί» από το οποίο μοιάζει αδύνατον να αποδράσει.
Επιλέγοντας ως μορφή αφήγησης το flashback, με την Μπλανς καθισμένη στην καρέκλα ενός δικηγορικού γραφείου να διηγείται τα όσα έχει περάσει, η Ντονζελί καίει με το «καλημέρα σας» το χαρτί του θρίλερ μυστηρίου, αφού προσφέρει στο πιάτο την κατάληξη της ιστορίας, από το πρώτο κιόλας λεπτό! Σε τέτοιες περιπτώσεις, το ενδιαφέρον εύλογα μετατοπίζεται στο πως φτάσαμε ώς εκεί, όμως, η Γαλλίδα auteur στην προκειμένη δείχνει πως έχει παγιδευτεί σε μια συγκεκριμένη οπτική από την οποία ουδόλως την ενδιαφέρει να ξεφύγει. Επιγραμματικά, αυτή έχει να κάνει με το κοινώς λεγόμενο «η καημένη η γυναίκα, κοίτα που πήγε κι έμπλεξε», περιγράφοντας σε επαναλαμβανόμενη κυκλική πορεία μια τοξική σχέση ανδρικής επιβολής, η οποία ακολουθεί την προβλεπόμενη πορεία φθόνου, χειροδικίας, συγχώρεσης και… φτου κι απ’ την αρχή, με δόλωμα σε όλα αυτά το σεξ, τα παιδιά και την αναπόφευκτη συγκατάβαση.
Μοναδική παρέκκλιση από τη συγκεκριμένη πορεία (που απλώνεται σε μια χρονική περίοδο αρκετών ετών), αποτελεί η σύντομη φυγή της Μπλανς προς αναζήτηση του «αγνού έρωτα» σε… blind date μέσω app, με γοητευτικό αρσενικό που διαμένει σε απομονωμένη καλύβα στην καρδιά του δάσους (εξ ου και η σχετική αναφορά στον γαλλικό τίτλο)! Πρόκειται για σεκάνς που μοιάζει να έχει βγει από όνειρο γραφικότητας (ειδικότερα σε ό,τι αφορά στους διαλόγους) και που ουδέν λόγο ύπαρξης έχει, πέραν από την αφορμή για ακόμη ένα βίαιο ξέσπασμα του Γκρεγκουάρ. Ο μηχανισμός της ενδοοικογενειακής βίας, άλλωστε, είναι ο μοναδικός στόχος του φιλμ, που ναι μεν πετυχαίνει ν’ αναδειχθεί (χάρη και στην επιτηδευμένα ναρκισσιστική εμφάνιση του Μελβίλ Πουπό ως Γκρεγκουάρ), πέραν τούτου, όμως, δεν υπάρχει σχεδόν τίποτε άλλο ικανό να διατηρήσει το ενδιαφέρον του θεατή. Άπαξ και από το στόμα του μέλλοντος συζύγου ακούγεται η δήθεν αθώα ατάκα «Σε θέλω μόνο για εμένα», οποιαδήποτε τυχόν απορία για το πως θα εξελιχθεί η σχέση των δύο ηρώων διαλύεται. Στα θετικά της ταινίας, ας προσμετρήσουμε το γεγονός πως μέσα σε όλη του την καρικατουρίστικη υπερβολή, ο Γκρεγκουάρ εξελίσσεται σε μία αληθινά αντιπαθητική και βίαιη φιγούρα, σε αντίθεση με τον πρόσφατο «αντίπαλο» αρσενικού δέους του απερίγραπτου «Άλις, Αγάπη μου» (2023). Κατά τα λοιπά, θα μου επιτρέψετε να αναφέρω μόνο τούτο: έλεος, όχι άλλη Βιρζινί Εφιρά!