CREEPY (2016)
(KURIPI: ITSUWARI NO RINJIN)
- ΕΙΔΟΣ: Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κιγιόσι Κουροσάουα
- ΚΑΣΤ: Χιντετόσι Νισιζίμα, Γιούκο Τακέουτσι, Τερουγιούκι Καγκάουα
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 130'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Με τις μνήμες ενός τραυματικού συμβάντος ακόμη νωπές, ένας πρώην ντετέκτιβ και νυν καθηγητής Εγκληματολογικής Ψυχολογίας μετακομίζει με τη σύζυγό του σε ιαπωνικό προάστιο, προς αναζήτηση οικογενειακής γαλήνης. Η ηρεμία του, όμως, θα διασαλευτεί ολοκληρωτικά από την έλευση ενός πρώην συναδέλφου που θα ζητήσει τη βοήθειά του για μια παλιά υπόθεση, αλλά και από την περίεργη συμπεριφορά ενός αινιγματικού γείτονα.
Βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Ιάπωνα συγγραφέα Γιουτάκα Μαεκάουα, το «Creepy» σηματοδοτεί την επαναφορά του Κιγιόσι Κουροσάουα στο είδος που ξέρει να υπηρετεί πιο πιστά και πιο αποτελεσματικά από όλα τα υπόλοιπα, με την απουσία του μεταφυσικού τρόμου (αδιαπραγμάτευτα του πιο ευφυώς χειραγωγούμενου, δημιουργικού «χαρτιού» της καριέρας του) να δίνει πάσα σε μια κατά τα άλλα φυσιολογική καθημερινότητα κοινών, θνητών όντων, που πίσω από το ρεαλιστικό τους προσωπείο ίσως και να μην είναι τόσο άνθρωποι, τελικά. Αυτή, λοιπόν, είναι η… creepy πραγματικότητα της διπλανής πόρτας.
Μεγάλοι μάστορες στην απεικόνιση της εκδικητικότητας ως μοιραίας και συνάμα τραγικής ανταπάντησης στην ύστατα εκδηλωμένη παθογένεια μιας συχνά λανθάνουσας, συσσωρευμένης βίας που μοιάζει να χαρακτηρίζει την τεράστια γκάμα των ηρώων τους, οι Ασιάτες δημιουργοί στην πλειοψηφία τους αντιλαμβάνονται με τρόπο μοναδικό το σκότος και την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ψυχής, εκφράζοντας την εν λόγω συνθήκη με όρους ταιριαστά κινηματογραφικούς, σε ταινίες – αιματηρούς ύμνους της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Υποβοηθούμενος εδώ από τη σεναριακή προσαρμογή του Τσιχίρο Ικέντα σε ένα προϋπάρχον υλικό, ο Κουροσάουα συνεχίζει την παράδοση που θέλει το ασιατικό σινεμά να καταπιάνεται με θέματα taboo, χωρίς διάθεση για συναισθηματική ωραιοποίηση και καλλωπισμό χαρακτήρων. Παρά το γεγονός πως το μοτίβο της κοινωνικής απομόνωσης (ηθελημένης ή μη) αποτελεί μια θεματική που παραδοσιακά διαπνέει ποικίλες εθνικές κινηματογραφίες, τις περισσότερες μάλιστα φορές χωρίς να χρησιμοποιείται καν ως πρωτεύον σεναριακό υλικό, αλλά ως παρασκηνιακή νόρμα (επιστροφή στην ατομική εσωτερικότητα), στο ασιατικό σινεμά η αποξένωση και η περιθωριοποίηση των ατόμων διαθέτει διαφορετική βαρύτητα, σε μεγάλο βαθμό λόγω της υπαρκτής πληθυσμιακής πραγματικότητας: μόνος ανάμεσα σε πάρα πολλούς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το ενδιαφέρον μετατοπίζεται από το πολύβουο αστικό κέντρο στα – φαινομενικά – ήσυχα προάστια. Όπως, όμως, μας έχει διδάξει ο κινηματογράφος, τα μεγαλύτερα εγκλήματα γίνονται ακριβώς εκεί και ο Κουροσάουα ξέρει πώς να εκμεταλλευτεί στο έπακρο την απατηλή αταραξία τους.
Το «Creepy» πλασάρεται ως μια ταινία που στερείται ιδιαίτερης σεναριακής πρωτοτυπίας, ακολουθώντας την crime πεπατημένη πολλών ανάλογου στιλ και ύφους φιλμ, με τη μόνη διαφορά πως από την πρώτη κιόλας στιγμή φέρνει τον θεατή σε θέση «άμυνας», πριν καλά-καλά συνειδητοποιήσει το γιατί. Υπάρχει διαρκώς μια αδιόρατη απειλή, μια υποδόρια ανατριχίλα που δεν μπορείς να προσδιορίσεις, ξέρεις όμως πως βρίσκεται εκεί: στις γεμάτες σαβούρα γωνιές του σπιτιού, στο θρόισμα των κουρτινών μπροστά από τα ανοιχτά παράθυρα και στην ανθρώπινη απουσία που σύντομα μετουσιώνεται σε παρουσία διαβολική, γεμάτη έχθρα και θανατηφόρα κακία. Με μια φιντσερική χρωματική παλέτα και μια πρώτη σεκάνς – ξεπατικωτούρα από το «Se7en», το «Creepy» δεν απαρνείται τις θριλερικές καταβολές και επιρροές του, προσαρμόζοντας, εντούτοις, το δυτικό εγκληματικό μοντέλο στον ανατολικό τρόπο ζωής, με τους καταπράσινους ορυζώνες, τις παραδοσιακές σχολικές στολές και τη ράθυμη καθημερινότητα μίας ανά στιγμές στερεοτυπικής, αλλά λειτουργικά απεικονιζόμενης πραγματικότητας που υπηρετεί αποτελεσματικά το σασπένς και την κλιμακούμενη ένταση. Προς αυτή την κατεύθυνση συμβάλλουν τα μέγιστα και τα σεναριογραφικά καθήκοντα του Ικέντα, με την ιστορία να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο ολοκληρωτικά διαφορετικές πλοκές, μόνο για να αποκαλυφθεί σταδιακά πως οι δύο υποθέσεις μοιράζονται περισσότερα κοινά απ’ ότι αφήνεται να εννοηθεί σε πρώτη φάση.
Η ταινία έχει τα θέματά της, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη ρεαλιστική πρόσληψη μεμονωμένων συμβάντων, όπως η δράση της αστυνομίας και η παντελής έλλειψη πρωτοβουλίας από μεριάς της για την ορθή εξιχνίαση της στυγερής δολοφονίας μιας οικογένειας (η παλιά υπόθεση την οποία αναλαμβάνει να «σκαλίσει» εκ νέου ο ήρωας Τακάκουρα με τον συνάδελφό του). Παρ’ όλα αυτά, ο Κουροσάουα καταφέρνει να συγκεντρώσει την προσοχή στα σημεία εκείνα που αποκαλύπτουν λίγα μεν, σημαντικά δε στοιχεία για τα κίνητρα των χαρακτήρων, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα τις όποιες σεναριακές αστοχίες, που έτσι κι αλλιώς απαρτίζουν τμήμα ενός γενικότερου πλαισίου δράσης. Εκτός από τη σκηνοθετική προσήλωση και ικανότητα του Κουροσάουα, πάντως, το φιλμ ενισχύεται και από την παρουσία του Τερουγιούκι Καγκάουα στον ρόλο του μυστικοπαθούς γείτονα, σε ρεσιτάλ… γλοιώδους ερμηνείας, φάση «εάν τον είχα αυτόν γείτονα, θα είχα φύγει τρέχοντας». Εντούτοις, ο Τακάκουρα δεν φεύγει, ούτε και η γυναίκα του, γεγονός που φέρνει και πάλι στο τραπέζι την ιδέα πίσω από την ατομική περιθωριοποίηση στον μικρόκοσμο της γειτονιάς, κάτι που σε ευρύτερη ανάγνωση παραπέμπει και στη συνειδητή (ή και ασυνείδητη πολλές φορές) απομόνωση μιας ολόκληρης κοινωνίας. Γίνεται πιο ανατριχιαστικό από αυτό;