FreeCinema

Follow us

ΤΑ ΠΑΡΑΠΟΝΑ ΣΑΣ ΣΤΟΝ ΕΦΟΡΟ (2019)

(JUSQU’ICI TOUT VA BIEN)

  • ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μοχαμέντ Χαμιντί
  • ΚΑΣΤ: Ζιλ Λελούς, Μαλίκ Μπενταλχά, Σαμπρινά Ουαζανί, Καμίλ Λου
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 90'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ

Ένεκα φορολογικών παραβάσεων, ιδιοκτήτης διαφημιστικής εταιρείας αναγκάζεται να μεταφέρει την επιχείρησή του από το χλιδάτο παρισινό κέντρο στα ποταπά περίχωρα της πόλης. Ένας ολοκαίνουργιος κόσμος ανοίγεται μπροστά του.

Με το (αδιανέμητο στη χώρα μας) ντεμπούτο του «Né Quelque Part» (2013), ο Γαλλοαλγερινός σκηνοθέτης Μοχαμέντ Χαμιντί επέστρεφε από τη Γαλλία στη χώρα των γονιών του, τονίζοντας με κωμικό τρόπο (και μέσω ενός εμιγκρέ που περισσότερο Γάλλος ένιωθε, αφού το Μαγκρέμπ ούτε που το είχε δει ποτέ του) τις πολιτισμικές διαφορές των δύο χωρών. Με τη δεύτερη ταινία του, «Μια Αγελάδα στο Παρίσι» (2016), ακολουθούσε αντίστροφη πορεία, καθώς francophile Αλγερινός αγρότης πραγματοποιούσε το όνειρο της ζωής του επισκεπτόμενος για πρώτη φορά την κάτι σαν δεύτερη, άγνωστη όμως πατρίδα του Γαλλία, ανακαλύπτοντας τις… πολιτισμικές διαφορές των δύο χωρών. Με τούτη την τρίτη του σκηνοθετική προσπάθεια και αφού έχει πραγματοποιήσει πλήρως το aller-retour Μωάμεθ – Διαφωτισμός, το πιάνει (ελαφρώς) αλλιώς, επισημαίνοντας τις πολιτισμικές διαφορές που απαντώνται μέσα στην ίδια τη Γαλλία και δη εντός Παρισιού! Στέκει ένα κλικ πιο πάνω από τις συνήθεις θερινές γαλλικουργιές, μιας και (εκ νέου) δεν προσβάλει (τουλάχιστον) την αισθητική τού θεατή, πλην όμως το εξαιρετικά απλοϊκό του σενάριο, το οποίο μάλιστα από τη μέση και μετά μοιάζει να έχει «σχεδόν» ολοκληρωθεί, δεν αφήνει περιθώρια για κάτι αληθινά αστείο.

Ο Ζιλ Λελούς (τρίτη του εμφάνιση στη σεζόν, εξελίσσεται πια κι αυτός σε… σταθερά του ελληνικού κινηματογραφικού καλοκαιριού) υποδύεται τον Φρεντ, έναν αετονύχη επιχειρηματία που έχει βρει το μεγάλο κόλπο ώστε να τυγχάνει σημαντικών φοροελαφρύνσεων. Δηλώνει ως έδρα της διαφημιστικής του την υποβαθμισμένη Κουρνέβ στα βόρεια του Παρισιού, εκμεταλλευόμενος τη σχετική ευνοϊκή φορολογική νομοθεσία, φροντίζει όμως να διατηρεί τα γραφεία της στο κατά τι πιο όμορφο κέντρο της Πόλης του Φωτός. Όταν η τσιμπίδα του Νόμου τον μαγκώσει και του ρίξει γερό πρόστιμο, το οποίο φυσικά αδυνατεί να πληρώσει, δεν έχει παρά μία επιλογή: να μετακομίσει στ’ αλήθεια στην Κουρνέβ, στο παρισινό «Φαρ Ουέστ» που εκτείνεται πέρα από τον περιφερειακό της πόλης, και να γνωρίσει αυτός και οι συνεργάτες του μια πτυχή της γαλλικής πρωτεύουσας που πιθανότατα αγνοούσαν.

Διόλου τυχαία, ο αυθεντικός τίτλος της ταινίας κλείνει το μάτι στον περίφημο εναρκτήριο μονόλογο του τύπου από «Το Μίσος» (1995), που υποτίθεται πως έπεφτε από ένα κτήριο ισχυριζόμενος ειρωνικά πως «μέχρι εδώ όλα πάνε καλά». Ομοιότητα ανάμεσα σε αυτά τα δύο φιλμ, ασφαλώς, ουδεμία υπάρχει (πλην του κοινού τόπου των κακόφημων και υποβαθμισμένων παρισινών προαστίων), καθώς η ένδεια της ζωής των Βορειοαφρικάνων (κυρίως) μεταναστών που ζουν στα banlieues εξετάζεται εδώ από μία κωμική σκοπιά που ελάχιστα αποφεύγει τα comme il faut γαλλικά στερεότυπα του είδους. Κάπως έτσι, όλοι οι ντόπιοι είναι είτε κλέφτες και απατεώνες (ακόμα και αν πρόκειται για αμούστακα παιδάκια), είτε δεν μπορούν με τίποτα να ενταχθούν στη γαλλική κοινωνία, όπως συμβαίνει με τους γονείς του καλόκαρδου φύλακα Σαμί, ο οποίος εξαρχής αναλαμβάνει να ξεναγήσει το υπαλληλικό προσωπικό του Φρεντ στις «ομορφιές» της Κουρνέβ. Από την άλλη, ακόμη και όλα τα πτυχία του κόσμου να έχει ένας άτυχος κάτοικος της περιοχής, είναι καταδικασμένος να δουλεύει το πολύ στα McDonald’s, μιας και ο κοινωνικός αποκλεισμός που υφίσταται είναι ασφυκτικός, μέχρι να έρθει η καλή διαφημιστική Happy Few και να δώσει αναγκαστικά μια ευκαιρία σε κάποιους εξ αυτών.

Προσπαθώντας να αναδείξει τη διαφορά κουλτούρας ανάμεσα στους κυριλέ πρωτευουσιάνους και τους παρακατιανούς εμιγκρέδες, ο Χαμιντί ρίχνει όλα τα κλισέ στην πίστα, καταφέρνοντας έστω και σε μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού περιπτώσεις να βρει στόχο. Το δείπνο σε πολυτελές εστιατόριο, που ο Σαμί παραθέτει στη νεοφερμένη κι εκτός κυβικών του γκόμενα την οποία ζαχαρώνει, κρύβει μια ατυχή αθωότητα, ενώ το tour με το λεωφορείο προκειμένου να γίνει αναγνώριση… εχθρικού εδάφους, έχει μια κάποια σουρεάλ τρέλα. Ο τοπικός έμπορος ναρκωτικών με τη χρυσή καρδιά που βοηθάει τον Φρεντ όταν αυτός έχει ανάγκη, αλλά πάνω απ’ όλα είναι businessman (κι ας του αρέσει τρελά ο… Μπάρι Γουάιτ), όμως, είναι καρικατούρα του κερατά, η δε heist τροπή τού φινάλε επιβεβαιώνει πως το σενάριο του μεσιέ Χαμιντί δεν ήταν και ό,τι πιο εμπνευσμένο. Σε αντίθεση με τον απίθανο ελληνικό τίτλο του φιλμ, που ξυπνά μνήμες από αναλόγως τρελά κινηματογραφικά βαφτίσια της δεκαετίας του ’80 (και ακόμα πιο πίσω!). Chapeau, που θα έλεγαν και οι βέροι Παριζιάνοι.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Είστε της κατηγορίας «Θεέ Μου»; Τούτο το πτωχό γαλλόφωνο είναι κατά τι ανώτερο εκείνου του sequel που τρέξατε να δείτε προ ολίγων εβδομάδων. Είστε της κατηγορίας «Όχι άλλη γαλλικουργιά το καλοκαίρι στην Ελλάδα»; Μείνετε όσο πιο μακριά μπορείτε και τα παράπονα σας όχι στον έφορο, αλλά στον έκαστο διανομέα.


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.