ΜΙΑ ΑΓΕΛΑΔΑ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ (2016)
(LA VACHE)
- ΕΙΔΟΣ: Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μοχαμέντ Χαμιντί
- ΚΑΣΤ: Φατσά Μπουγιαχμέντ, Λαμπέρ Γουίλσον, Τζαμέλ Ντεμπούζ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 91'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Αφήνοντας πίσω γυναίκα, δύο παιδιά και τα πειράγματα της ακαλλιέργητης ρούγας, francophile αγρότης στην Αλγερία και η αγελάδα που έχει στα ώπα ώπα, δεκτοί μετά από προσπάθειες χρόνων στη Γεωργική Έκθεση του Παρισιού, το βάζουν αμέτι μουχαμέτι να εκπροσωπήσουν επάξια την κοινότητά τους – και στην… πορεία διατρανώνουν τις αξίες της έννοιας «κοινότητα», γενικώς. Το κέρατό τους μέσα;
Οι δεσμοί αλληλεξάρτησης των τριτοκοσμικών παιδιών του Μωάμεθ με το αποικιοκρατικό έθνος που τους μεταλαμπάδευσε (;) τον Διαφωτισμό. Η εγκατάλειψη των ανθρώπων της γης απ’ το κράτος. Η αποκοπή των εμιγκρέδων του Μαγκρέμπ απ’ τις ρίζες τους. Γι’ αυτά θα άξιζε και θα ήθελε να έχει μιλήσει (και ερωτηθείς, σίγουρα αυτό θα υποστήριζε ότι έκανε)… ουσιαστικά ο Μοχαμέντ Χαμιντί, «Ο Θύμιος τα ‘Κανε Θάλασσα» σε κτηνοφιλική version (που δεν προσβάλλει νοημοσύνη κι αισθητική, μεν παραμιλάει στο κοπάδι, όμως) του βγήκε. Η κεντρική ιδέα είναι μαρκαρισμένη έκπαλαι: η ονειροκαταδίωξη ενός απόλυτου outsider, που άβγαλτο στα salons θα πάθει, θα μάθει και – το κυριότερο, ώστε να επιτευχθεί η ταύτιση του νοματαίου στην πλατεία -, καθώς δεν το βάζει κάτω (και όταν θέλεις κάτι πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το πετύχεις, που λέει κι ο Κοέλιο), ανυπόκριτος και θυμόσοφος, θα κατακτήσει τον κόσμο.
Εφόδιο, συνοδοιπόρος και καμάρι του, η μπιρμπιλομάτα Ζακλίν, το πιο φωτογενές και δεκτικό στη διδασκαλία βοοειδές τού film francais από το 1959, όταν ο Φερναντέλ πορεύτηκε με ένα άλλο αξιαγάπητο του είδους στο «Η Αγελάδα και ο Αιχμάλωτος». Έμπνευση της τρόικας των σεναριογράφων (μεταξύ των οποίων κι ο πρωταγωνιστής Φατσά Μπουγιαχμέντ), το ασπρόμαυρο classic του Ανρί Βερνέιγ γίνεται και πεδίο αναφοράς, καθώς κάποια πλάνα του παίζουν προς τέρψη μας, όταν ο ήρωας Φατάχ το βλέπει για πρώτη φορά από DVD δακρυσμένος. Είναι μια παραπομπή πολύ πιο εύστοχη στη διακριτικότητά της απ’ ό,τι όχι τόσο εκείνες στην tricolore κουλτούρα μιας άλλης εποχής (Φρανσουά Φελντμάν, Niagara) που γαλούχησε τον παρωχημένα fan Βορειοαφρικανό «βλάχο», όσο οι ύστερες στις… φιγούρες των media (Μισέλ Ντρουκέρ κ.ο.κ.) που κάνουν βούτυρο στο ψωμί τους την περιπέτεια του οδοιπορικού της περιπτωσάρας με το κουγκανίζον pet, που έχουν ήδη γίνει viral.
Η μυθοπλασία δεν μηρυκάζει (αν και τα ατελέσφορα σκετς του μουστακαλή «μνηστήρα» της Πηνελόπης του Οδυσσέα μας θυμίζουν το «Timbuktu» του Αμπντεραχμάν Σισακό) αλλά δεν έχει τη δύναμη να αρμέξει το θέμα της, ταΐζοντας το… κοινό το σανό τής humanité, που ανοίγει πόρτες παντού, του αλτρουισμού που μας φέρνει πιο κοντά ανεξαρτήτων από που εκκινεί καθείς και της πίστης που κάνει το αδύνατο δυνατό. Το βόσκεις; Στα αφηγηματικά γυρίσματα στην Αλγερία, όπου οι φτωχοδιάβολοι συγχωριανοί πληροφορούνται μέσω Skype και του ντόρου στο διαδίκτυο για την πορεία του Φατάχ, πιο ανόρεκτα και σίγουρα αρκετά (ηθο)γραφικά. Στο κυρίως κομμάτι επί γαλλικού εδάφους, κάτι από νατουραλισμό στους διακόσμους και τις σιλουέτες αρχικά κατεβάζει γάλα, καθώς ο αθώος ατακαδόρος μας γνωρίζει (και μπλέκει ή ξεμπλέκει) με θίασο θαυματοποιού, κτηνοτρόφο madame, κτηματία κόμη, ζευγάρι τουριστών, γεωργικό συνεταιρισμό σε απεργία και τους μπάτσους.
Αλλά, ακόμη κι αν ο ρυθμός ευτυχώς δεν είναι ποτέ «τα ζώα μου αργά»… Ακόμη κι αν η ασυνήθιστη αλλά όχι παράταιρη επιλογή τού Ιμπραΐμ Μααλούφ και των χάλκινών του δεν κρεμάνε κουδούνια στο OST… Ακόμη κι αν οι αντιπαραβολές του εθιμικού ιερού δικαίου του Ισλάμ με τον κόσμο της Δύσης (ένα μεθύσι με μηλίτη που γίνεται slogan, ένας «ακάθαρτος» σκύλος του καναπέ, μια καθωσπρέπει ερωτική επιστολή του Φατάχ στο γυναικάκι) είναι έξυπνες… Ακόμη κι αν ο Χαμιντί κλιμακορυφώνει με την υγρή μουσούδα του επιχειρούμενου θριάμβου και τη γλώσσα του joie de vivre να κολλάνε στη μούρη σου α λα Τολεντανό και Νακάς ως εάν γύριζαν κάτι μεταξύ talent show και «Το Μεγάλο Φαβορί» με θηλυκά μοσχάρια… το τετράποδο αυτό να πετάξει δεν γίνεται.
Cowboy-λίκια στη φόρμα μην περιμένεις, απ’ τα μαστάρια των καταστάσεων βγαίνει και μπαναλιτέ, το στάβλισμα ευτραπέλων απ’ τη σιλουέτα τού καλοκάγαθου Μπουγιαχμέντ στριμώχνει. Κυρίως, η ουρά δεν διώχνει τις μύγες: μια κοινωνικών vibes σκοτούρα του αριστοκράτη copain ξεχνιέται στο φινάλε κι η επανεμφάνιση & μεταστροφή του κακότροπου κουνιάδου δικαιολογείται εκ του προχείρου μ’ ένα συγγενικό τηλεφώνημα. Πατήσαμε και μια μεταφραστική κοπριά (ο Κολόμπο, ο επιθεωρητής του serial βεβαίως, Κολόμβος!), αλλά το κουσούρι αυτού του με ψαχνό créature είναι πως είναι ανθρώπινο εκεί που δεν πρέπει και όχι αρκετά… γελαδερό. Δεν είδα και τη σφραγίδα της PETA στους τίτλους τέλους. Inshallah, το ζωντανό δεν θα «έφαγε» τις οπλές του στα boulevards…