ΑΔΩΞΟΙ ΜΠΑΣΤΑΡΔΗ (2009)
(INGLOURIOUS BASTERDS)
- ΕΙΔΟΣ: Πολεμική Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κουέντιν Ταραντίνο
- ΚΑΣΤ: Μπραντ Πιτ, Κρίστοφ Βαλτς, Μελανί Λοράν, Μάικλ Φασμπέντερ, Ίλαϊ Ροθ, Τιλ Σβάιγκερ, Ντιάνε Κρούγκερ, Ντάνιελ Μπρουλ, Ντενί Μενοσέ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 153'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: UIP
Εβραίοι σύμμαχοι από τα States καταφθάνουν στην κατεχόμενη Γαλλία για να πάρουν από εκατό σκαλπ των Ναζί ο καθένας. Στο τέλος πάνε και σινεμά.
Θυμάσαι τι θα πει «love letter»; Ας δανειστούμε τα λόγια του Ντένις Χόπερ από το «Μπλε Βελούδο» του Ντέιβιντ Λιντς: «It’s a bullet from a fucking gun, fucker! You receive a love letter from me, and you’re fucked forever! You understand, fuck? I’ll send you straight to hell, fucker!». Αυτό ακριβώς. Με τη διαφορά ότι όταν ο αποστολέας είναι ο Κουέντιν Ταραντίνο, αυτό το γαμημένο γράμμα αγάπης σε μεταφέρει… όχι στην Κόλαση, αλλά στον κινηματογραφικό Παράδεισο.
Ήταν το πρώτο πράγμα που τον ρώτησα, όταν συναντηθήκαμε στις Κάννες φέτος: πως μπορείς και μεταδίδεις όλη αυτή την αγάπη για το σινεμά σε μία και μόνο ταινία; Ουσιαστικά, την απάντηση την είχα πάρει μερικές μέρες πριν, βλέποντας το «Άδωξοι Μπάσταρδη», ένα κεκαλυμμένο exploitation Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, με στοιχεία ή λογική spaghetti γουέστερν (τσέκαρε τη φορτωμένη με δανεικές συνθέσεις του Ένιο Μορικόνε track list του soundtrack ή την αριστουργηματική εναρκτήρια σκηνή), χαρακτήρες που ντύνουν στο χακί σχεδόν ολόκληρο το αμερικανικό noir του ’40, δίπλα σε άπειρες σινεφιλικές αναφορές (ξεκινώντας από τον «τσαλαπατημένο» τίτλο μιας τρελής b-movie-άς του Έντζο Καστελάρι, από τα 1978) που σε τεστάρουν λες και θα παραδόσεις πτυχιακή εργασία.
Οι «Μπάσταρδη» του Ταραντίνο επιτρέπουν (με έμφαση θράσους στον τόνο) στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο να υπάρχει μονάχα επειδή σε τούτο τον κόσμο, κάποια εποχή, γεννήθηκε και η 7η Τέχνη! Ο Γκέμπελς μοιάζει περισσότερο με μεγαλοπαραγωγός που θέλει να ξεπεράσει τη φήμη του Σέλζνικ, η super διπλή κατάσκοπος των συμμάχων είναι η μεγαλύτερη σταρ της UFA, ο σημαντικότερος πράκτορας των Βρετανών είναι ένας… κριτικός κινηματογράφου, το μεγαλύτερο τομάρι – ήρωας των Ναζί πρωταγωνιστεί σε προπαγανδιστικό αυτοβιογραφικό έπος μεγάλου μήκους και η σωτηρία από τη λαίλαπα της γερμανικής δύναμης βρίσκεται στα χέρια ενός μηχανικού προβολής και της ιδιοκτήτριας ενός παριζιάνικου art-house. Γιατί, πολύ απλά… «είμαστε Γάλλοι. Σεβόμαστε τους σκηνοθέτες στη χώρα μου.»!
Αν εξαιρέσεις την αμηχανία της κορύφωσης, που αφαιρεί σημαντικούς πόντους από το σύνολο, οι «Μπάσταρδη» προσφέρουν στον Ταραντίνο για ακόμη μια φορά (πόσο προβλέψιμο!) τα σκήπτρα του απόλυτου δημιουργού, ο οποίος αποτολμά να βρίσκεται και στο κάθισμα του θεατή, χαζογελώντας αυτάρεσκα με τα κατορθώματά του, ενθυμούμενος πως ο ουσιαστικός αποδέκτης μιας ταινίας δεν πρέπει απλά να κάθεται απέναντι από μία μεγάλη οθόνη αλλά και να αγαπά πιστά και αφοσιωμένα τούτη τη μορφή Τέχνης. Οι fans συγκεκριμένων τίτλων από τη φιλμογραφία του, αλλά κι εκείνοι που αρέσκονται στο είδος της πολεμικής περιπέτειας, ας είναι προετοιμασμένοι για γνήσιο και μαστορικό σασπένς… διαλόγου και τόσα παιχνιδίσματα με τις λέξεις και ένα κάρο γλώσσες, που κάνουν τις ριπές των πολυβόλων να ψιθυρίζουν από αστοχία. Κοινώς, θέλει μυαλό για να παρακολουθήσεις τη μαγεία αυτού του σεναρίου.
Αν δε μπορείς να δεχτείς τον κινηματογραφικό κόσμο του Κουέντιν Ταραντίνο σαν ένα σύμπαν γιορτής για αποβλακωμένους geeks και trivia nerds, μπορείς να γύρεις με άνεση πίσω στο κάθισμά σου και να το βουλώσεις, κάνοντας παρέα στην μπλαζέ άγνοιά σου. Οι υπόλοιποι θα… ματώσετε από χαρά!