INCEPTION (2010)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κρίστοφερ Νόλαν
- ΚΑΣΤ: Λεονάρντο ΝτιΚάπριο, Τζόζεφ Γκόρντον-Λέβιτ, Έλεν Πέιτζ, Τομ Χάρντι, Κεν Γουατανάμπε, Κίλιαν Μέρφι, Ντιλίπ Ράο, Μαριόν Κοτιγιάρ, Τομ Μπέρεντζερ, Λούκας Χάας, Μάικλ Κέιν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 148'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Ένας «ονειρο-κλέφτης», που αντλεί πληροφορίες από τα θύματά του ενώ κοιμούνται και κατόπιν τις πουλά στους πελάτες του έναντι αδράς αμοιβής, δέχεται την πρόκληση να αντιστρέψει τη συνήθη διαδικασία και να «φυτεύσει» μία ιδέα στο υποσυνείδητο ενός πολυεκατομμυριούχου CEO.
Δέκα χρόνια μετά την πρώτη του προβολή, το «Inception» του Κρίστοφερ Νόλαν επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη. Η κίνηση παρουσιάζεται ως «επετειακή» και ουχί ως «επανέκδοση» κλασικού τίτλου, αφού το χρονικό διάστημα που έχει περάσει είναι ελάχιστο. Προς τι, όμως, αυτό το «πείσμα» της Warner Bros. (και του Νόλαν, προφανώς) να επιστρέψουμε στο «Inception», λίγες μέρες πριν από την πρεμιέρα του πολυαναμενόμενου «Tenet» (από τις 26 Αυγούστου στην Ελλάδα, αν δεν έχει έρθει και το τέλος του κόσμου μέχρι τότε…); Γνωρίζουν κάτι που δεν ξέρουμε (σίγουρα); Σχετίζονται μεταξύ τους τα δυο φιλμ (που στοιχηματίζω;); Θα ανακαλύψουμε ότι πρόκειται περί sequel (ή prequel) τούτου εδώ; Εγείρει υποψίες το κάλεσμα (και το timing) να εισχωρήσουμε ξανά στο σύμπαν της ταινίας του 2010. Διότι εάν υπάρχει η οποιαδήποτε σύνδεση, τότε το να ξαναδεί κανείς το «Inception» στο σινεμά σήμερα είναι (σχεδόν) υποχρεωτικό. Κυρίως γιατί… ποιος θυμάται (ή κατάλαβε!) τι πραγματικά συνέβαινε τότε;
Εγώ, πάντως, δεν θυμόμουν σχεδόν τίποτα! Πέραν των πιο χαρακτηριστικών σεκάνς δράσης (που είχε και το trailer…), μαζί μ’ εκείνη τη μυστηριώδη, μικροσκοπική σβούρα. Η επανάληψη της θέασης προκάλεσε τα ίδια συμπεράσματα με την πρώτη φορά: ο Νόλαν είναι ένας δημιουργός εντυπωσιακών εικόνων, όμως το ανοικονόμητο μεγαλείο των προθέσεών του στο να παραγάγει θέαμα σκεπάζεται δυσάρεστα από το γεγονός ότι είναι ένας κάκιστος σεναριογράφος, ένας μυθοπλάστης του «McGuffin», που ξεκινά μία ιστορία από ένα ψήγμα ευρήματος και αναπτύσσει ένα ολόκληρο σενάριο γύρω από αυτό, αγωνιζόμενος να προστατεύσει την εκάστοτε ταινία του μέσω του «άλλοθι» του… σινεμά του φανταστικού. Εξαιρώντας από τη φιλμογραφία του τους τίτλους που έχουν να κάνουν με το franchise του «Batman», τα έργα του Νόλαν «επιβιώνουν» σεναριακά όποτε το «τιμόνι» μοιράζεται μαζί του ο αδελφός του, Τζόναθαν Νόλαν, ενώ διόλου τυχαία η καλύτερη ταινία που έχει σκηνοθετήσει (μέχρι σήμερα), το «The Prestige» του 2006 (μία τεράστια αλληγορία πάνω στην Τέχνη του κινηματογράφου και τις «ηδονές» της εξαπάτησης που παρέχει), βασίστηκε σε υλικό το οποίο προϋπήρχε (το βιβλίο του Κρίστοφερ Πριστ).
Σε μία απόπειρα να δημιουργήσει μία λαβυρινθώδη πλοκή που θα καλύψει (όχι, αν ρωτάς κι εμένα) τις σεναριακές του «τρύπες», το «Inception» σνομπάρει όχι μόνο την αφηγηματική γραμμικότητα, αλλά θεωρεί ότι τα πολλαπλά layers… ύπνου και ονείρων που οπτικοποιεί μπορούν να συνθέσουν τα θεμέλια ενός φουτουριστικού κινηματογραφικού κατασκευάσματος, το οποίο μπερδεύει χωροχρόνο, υποσυνείδητο, συμπαντικό υπαρξισμό και… μία σβούρα! Ένα κάποιο παραλήρημα, δηλαδή. Από τις πρώτες σκηνές, ο θεατής βρίσκεται αμέτοχος μπροστά στα τεκταινόμενα, δίχως το δικαίωμα να κατανοήσει (ποτέ) αυτό το συνεχές μπρος-πίσω μιας βασικής plotline, που ταυτίζεται ευκολότερα με την απόκριση του (από το μακιγιάζ) γερασμένου Σάιτο (Γουατανάμπε) προς τον Κομπ (ΝτιΚάπριο), γυρίζοντας εκείνη την αινιγματική σβούρα: «Ανήκε σ’ έναν άνδρα που είχα γνωρίσει σε ένα όνειρο που μισοθυμάμαι». Μοιραία, εξαιτίας της επιπολαιότητας του Νόλαν στη γραφή, η ίδια η ταινία γίνεται (πολύ γρήγορα) κάτι που (θα) μισοθυμάσαι.
Λίγα λεπτά αργότερα, ο Κομπ θα μας πει πως «μόλις καταλάβει τον εγκέφαλο μια ιδέα, είναι σχεδόν αδύνατον να βγει (από εκεί)». Ο Νόλαν εδώ γίνεται αυτοαναφορικός. Ειρωνικά, όμως, η συνέχεια του λόγου του μοιάζει με… αυτο-τρολάρισμα: «Μια ιδέα πλήρως δομημένη, πλήρως κατανοητή, αυτή μένει. Κάπου εκεί μέσα.»! Ατυχώς, το «Inception», παρά τις φιοριτούρες του, δεν έχει δομή. Μονάχα καταρρέει (ειρωνικά, ξανά), ακριβώς όπως ο περιβάλλων χώρος των ονείρων που… κινδυνεύουν να έχουν ένα άδοξο τέλος. Φυσικά, όλες αυτές οι σεκάνς (πόσω μάλλον όταν υπάρχει και… όνειρο μέσα στο όνειρο!) είναι στημένες με μοναδική μαεστρία, μα μονάχα σαν κατασκευές. Πίσω από αυτές, η ίδια η ιδέα απογυμνώνεται ακόμη και στην ανάμνηση του μικρομηκάδικου «La Jetée» (1962) του Κρις Μαρκέρ, στο οποίο (ίσως άθελά του) κάνει μία οπτική αναφορά ο Νόλαν, μέσω των συσκευών και της όλης καλωδίωσης που οδηγούν τους ήρωες του φιλμ στην αγκαλιά του Μορφέως.
Το τελευταίο μέρος του «Inception» είναι ένα συνονθύλευμα από σκηνές δράσης που λες και βγήκαν μέσα από τζεϊμσμποντική περιπέτεια, σε συνδυασμό με το άψυχα συναισθηματικό κομμάτι της σχέσης του κεντρικού ήρωα με τη σύζυγό του (Κοτιγιάρ), η οποία σε άλλη στιγμή του έργου κατοικεί στην πραγματικότητα, σε άλλη εντός ονείρου, σε άλλη βρίσκεται αιχμάλωτη (μαζί του) για δεκαετίες σε κάποιο «κρησφύγετο» του εγκεφάλου, σε άλλη είναι νεκρή (και ξανά και ξανά και ξανά) ή… πίστευε και μη ερεύνα. «Αυτοσχεδιάζω», λέει η «αρχιτέκτονας» των ονείρων Αριάδνη (Πέιτζ), πετώντας τον… μίτο της ολούθε, σ’ έναν κόσμο όπου ο θνητό βίος, μία (όποια) «άλλη» ζωή ή τα όνειρά μας στριφογυρίζουν σαν… σβούρα για να βρουν τόπο, χρόνο και αλήθεια. Πού στο διάβολο το πάει ο Νόλαν; Ανάθεμα κι αν ήξερε ποτέ και ο ίδιος!