Ο ΟΙΚΟΣ GUCCI (2021)
(HOUSE OF GUCCI)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Βιογραφία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρίντλεϊ Σκοτ
- ΚΑΣΤ: Lady Gaga, Άνταμ Ντράιβερ, Αλ Πατσίνο, Τζάρεντ Λέτο, Τζέρεμι Άιρονς, Τζακ Χιούστον, Σάλμα Χάγεκ, Καμίγ Κοτέν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 157'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TULIP
Τα γεγονότα που οδήγησαν στην πληρωμένη δολοφονία του Μαουρίτσιο Γκούτσι και η ανάμειξη της πρώην συζύγου του Πατρίτσια Ρετζιάνι σ’ αυτήν, με φόντο τα μοχθηρά, οικονομικά παρασκήνια του κόσμου της μόδας.
Ένας σκηνοθέτης δεν κάνει για όλες τις δουλειές. Δεν του «κάθονται» τα στυλ με τον ίδιο τρόπο. Όπως τα ρούχα πάνω μας, ένα πράμα… Ο Ρίντλεϊ Σκοτ ήταν ο λάθος σκηνοθέτης για τον «Οίκο Gucci» και αυτή η διαπίστωση δεν κρύβεται από τούτο το έργο, παρά την αξιοπρέπεια της παραγωγής και τις προσπάθειες του τόσο ονομαστού (και δελεαστικού) καστ να ταιριάξει και να σηκώσει στους ώμους του… δύο σχεδόν διαφορετικές ταινίες. Η πρώτη σχετίζεται με το όνομα μιας τεράστιας φίρμας που από πίσω της κουβαλά οικονομικά συμφέροντα, υποχρεώσεις, συναλλαγές, παρανομίες, απληστία και σκάνδαλα, ενώ η δεύτερη περιορίζεται στη φανταχτερή βιτρίνα του glam και του lifestyle. Και τα δύο στοιχεία μαζί είναι εκρηκτικά και στη μεγάλη οθόνη ζητάνε κάτι το ηχηρά φαντεζί, την υπερβολή του πρωτοσέλιδου μιας tabloid, αλλά κι ένα σύγχρονα σαρκαστικό ύφος άσκησης κριτικής προσώπων και καταστάσεων. Ο Άνταμ ΜακΚέι και το «Μεγάλο Σορτάρισμα» (χωρίς τη μόδα, προφανώς) είναι το ιδανικό φιλμικό παράδειγμα. Καμία σχέση με Σκοτ!
Χειριζόμενος το story με ματιά δράματος δυναστείας που μοιάζει να σκηνοθετήθηκε στα… ‘70s, ο Σκοτ προσεγγίζει την κεντρική του ηρωίδα με διάθεση πριγκίπισσας του παραμυθιού. Η Πατρίτσια Ρετζιάνι είναι το λαϊκό ιταλιάνικο κορίτσι, μια επίδοξη «party crasher» που δεν έχει και τόση επαφή με τον κόσμο του Μαουρίτσιο Γκούτσι. Θα γίνει η stalker του, θα τον φλερτάρει αφόρητα και θα κάνει «το κομμάτι» της, όχι όμως μ’ έναν ύπουλο αυτοσκοπό, για τα χρήματα και τη δόξα. Έτσι κι αλλιώς, ο πατέρας Ροντόλφο Γκούτσι, σοκαρισμένος από το επίπεδο της νύφης του, αποκλείει (προσωρινά) τον Μαουρίτσιο από την περιουσία της οικογένειας, σε μία απόπειρά του να τον κάνει να επιστρέψει στον οίκο σαν βρεγμένη γάτα (δίχως αποτέλεσμα). Σταδιακά, με τη βέρα στο χέρι πια, η Πατρίτσια θα συνηθίσει σ’ έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, θα οικειοποιηθεί του ονόματος των Γκούτσι περισσότερο κι από τα ίδια τα εκκεντρικά μέλη του σογιού τους (με πρώτο και καλύτερο τον ξάδελφο Πάολο, που μάχεται για να πείσει τον Ροντόλφο να κυκλοφορήσει μία γραμμή ρούχων βασισμένη στα λιγότερο παραδοσιακά σχέδιά του), και παίρνοντας όλο και περισσότερο αέρα από τον θείο Άλντο, θ’ αρχίσει να υποβιβάζει τον ρόλο του Μαουρίτσιο, ο οποίος δεν έχει την έντονη προσωπικότητα που θα του επιτρέψει να τα φέρει όλα βόλτα και θα καταλήξει ένα «ευνουχισμένο» παιδί σε αναζήτηση μιας έκρηξης φυγής.
Καθώς η ώρα περνά, ο θεατής (θα) αισθάνεται την απουσία δύο πραγμάτων: α) του τόνου, ενός ρυθμού με συνέπεια στη σκηνοθεσία, που ούτε το μοντάζ (εκ των υστέρων) ούτε και η (ανέμπνευστη χρήση) pop τραγουδιών μπορούν να «συνεφέρουν», και β) του σκηνικού ενός κόσμου όπου η λέξη fashion πρέπει να γράφεται με F κεφαλαίο (και η ηχώ του ομώνυμου άσματος του Ντέιβιντ Μπόουι να ηχεί από παντού…). Κάπως αναποφάσιστος σε σχέση με το πώς θέλει να παρουσιάσει τούτο τον «Οίκο», ο Σκοτ αισθάνεται μια έλξη προς την παρωδία (της οποίας το volume ανεβάζει καρικατουρίστικα ο Πάολο του Τζάρεντ Λέτο, απομονωμένος από το υπόλοιπο έργο!), στοιχείο που συγκρούεται με το γενικότερο κλίμα σοβαρότητας (τύπου κοπολικής saga!) και «αργών αντανακλαστικών» στα δρώμενα. Τα οποία δεν αγγίζουν καν πετυχημένα την εποχή, με εξαίρεση την ευφυή απεικόνιση της disco Studio 54 σε μαυρόασπρο, ακριβώς όπως οι περισσότεροι φωτογράφοι της original περιόδου είχαν αποτυπώσει το εσωτερικό της. Εδώ να τονίσω εντονότερα την αστοχία του soundtrack, που «φωνάζει» από νωρίς (γιατί δύο τραγούδια της Ντόνα Σάμερ στη σεκάνς του party, άλλα αυτού του είδους δεν γνώριζαν οι άνθρωποι που ανέλαβαν τη δουλειά;) και στη σκηνή του γάμου (με το εντελώς άκυρο χρονολογικά «Faith» του Τζορτζ Μάικλ) χάνει τη μπάλα…
Του φιλμικού «Οίκου Gucci» διασώζονται κυρίως η Lady Gaga (με μια λανθάνουσα «κατινιά», υπερτονισμένη προφορά και μελοδραματισμό… πατημένης ουράς γάτας) και ο Αλ Πατσίνο (πιο μετρημένος και υπεύθυνος υποκριτικά όσο ποτέ ξανά εδώ και… δεκαετίες!). Χωρίς να τολμώ να πω πως δεν παρακολουθείται ευχάριστα, σκέφτομαι πόσο χαμένη ευκαιρία είναι τούτη η ταινία χωρίς έναν εκτροχιασμό προς το camp, ένα αφηγηματικό στυλ που θα ζήλευε τις σαπουνόπερες της δεκαετίας του ’80, ακριβώς επειδή αυτό το υλικό… υπήρχε εδώ. Ο Σκοτ δεν κάνει καμία «επαφή» μ’ ένα τέτοιο σκεπτικό, κι ας προσθέτει στον όλο σχεδιασμό της δολοφονίας του Μαουρίτσιο Γκούτσι μια μπουφόνικη χροιά φαρσοκωμωδίας, σαν να χλευάζει όλο το υπόλοιπο φιλμ! Λάθος σκηνοθέτης. Τέλος.