ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΕΧΘΡΟ ΜΟΥ (2017)
(HOSTILES)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματικό Γουέστερν
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σκοτ Κούπερ
- ΚΑΣΤ: Κρίστιαν Μπέιλ, Γουές Στούντι, Ρόζαμουντ Πάικ, Μπεν Φόστερ, Άνταμ Μπιτς, Τζέσι Πλέμονς, Ρόρι Κοχρέιν, Τζόναθαν Μέιτζορς, Τιμοτέ Σαλαμέ, Σκοτ Σέπερντ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 134'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Στην Αμερική του 1892, βετεράνος του Αμερικανικού Στρατού υποχρεώνεται να οδηγήσει έναν ετοιμοθάνατο και για πολλά χρόνια κρατούμενο πολέμαρχο των Σεγιέν πίσω στη γη του, έτσι ώστε τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του να τιμήσουν τη μνήμη του όπως του πρέπει, κατά τα δικά τους έθιμα. Το ταξίδι τους θα είναι επικίνδυνο και γεμάτο… τάφους.
Αυτά τα ταξίδια αποτελούν ένα στερεότυπο του genre, από την εποχή της «Αιχμαλώτου της Ερήμου» (1956) μέχρι σήμερα. Είτε μεταφέρεται άνθρωπος είτε ένας κάποιος θησαυρός, το γουέστερν μας δίδαξε πως οι ήρωες των αντίστοιχων ιστοριών ξεκινούν με μίση και έχθρες, για να καταλήξουν σε μια πιο ανθρώπινη συμφιλίωση, ένα δέσιμο σεβασμού και αποδοχής, όπως ακριβώς το ορίζει ένα ηθικό δίδαγμα. Γεμάτο από τέτοια είναι και το «Ταξιδεύοντας με τον Εχθρό μου», το οποίο αποτολμά να εμπεριέχει και μια διαχρονικότητα στα μηνύματα περί ρατσισμού της αμερικανικής κοινωνίας. Δυστυχώς, αν και οι προθέσεις είναι καλές, το αποτέλεσμα δεν καταφέρνει να σε συναρπάσει ως κινηματογραφική εμπειρία.
Ο λοχαγός Μπλόκερ έχει την κάκιστη φήμη ενός ανθρώπου που μισεί θανάσιμα τους Ινδιάνους. Προερχόμενος από μια φυλή η οποία έζησε τη χειρότερη μορφή διχασμού, με έναν εμφύλιο πόλεμο που κόστισε αμέτρητες ανθρώπινες ζωές, βλέπει στο πρόσωπο των ερυθροδέρμων μονάχα έναν κοινό εχθρό, ανίκανος να ξεχωρίσει και τα δικά τους προβλήματα, έναν παρόμοιο σπαραγμό που ακόμη αφήνει πίσω του θύματα, αντί να οδηγεί στο μόνιασμα που θα αντιμετωπίσει τον επεκτατισμό των λευκών οι οποίοι οικειοποιούνται τη γη τους. Βαθύτατα ρατσιστής και στυγνός δολοφόνος όποτε του δοθεί η ευκαιρία, ο Μπλόκερ υπακούει στις απειλές των ανωτέρων του και για λογαριασμό της Κυβέρνησης εκτελεί την εντολή μεταφοράς ενός κρατούμενου πολέμαρχου των Σεγιέν και της οικογένειάς του μέχρι τον τόπο καταγωγής τους, έτσι ώστε ο ετοιμοθάνατος Ινδιάνος να «κοιμηθεί» εν ειρήνη. Η όλη αποστολή θα βρει στον δρόμο της και τη Ρόζαλι, μια (αρχικώς) σαλεμένη χήρα που προσπαθεί να ξεπεράσει τη σφαγή της δικής της οικογένειας από μια άλλη, πιο εχθρική φυλή Ινδιάνων.
Από το Νέο Μεξικό μέχρι τη Μοντάνα, το φιλμικό ταξίδι είναι σχεδιασμένο με προβλεψιμότητα, καθώς σε κάθε στάση των ηρώων του θα γινόμαστε μάρτυρες εκρήξεων θυμού, συγκρούσεων κουλτούρας, συναντήσεων με ανεπιθύμητους εχθρούς και, προφανώς, ανθρώπινες απώλειες (κοινώς, πολλά σκαψίματα λάκκων…). Η συνειδητοποίηση και η ευθύνη, η αλλαγή των χαρακτήρων και η προσγείωση σε διαπιστώσεις περισσότερο «politically correct» θα διαμορφώσουν τους πάντες σε ένα πρότυπο ανθρώπινης ύπαρξης που θα θέσει τα θεμέλια μιας «νέας» Αμερικής. Ευγενικά όλα αυτά στα λόγια, όμως, ο Σκοτ Κούπερ δεν διαχειρίζεται ρυθμό και φιλμικό είδος με ιδιαίτερη έμπνευση ή κατανόηση των κωδίκων του, τοποθετώντας μέσα του τα συνήθη χαρακτηριστικά των αντιθέσεων ενός buddy movie, χωρίς να καταφέρνει να στήσει μια πρέπουσα ισορροπία ανάμεσα στον Μπλόκερ και τον Ινδιάνο που ακούει στο όνομα Κίτρινο Γεράκι. Η πληθώρα των γύρω χαρακτήρων, δε, ακυρώνει την όποια προσπάθεια ανάπτυξής τους, μέχρι τη στιγμή που θα μας αποχαιρετίσουν… εντός λάκκου.
Στο δεύτερο μέρος του φιλμ, η επιπρόσθετη υποπλοκή ενός Αμερικανού λιποτάκτη (που μεταφέρεται μάλλον προς εκτέλεση) δημιουργεί κάποιους ενδιαφέροντες παραλληλισμούς με τη συμπεριφορά που είχαν μέχρι πρότινος οι αιχμάλωτοι Σεγιέν και βοηθά στο να επαναπροσδιορίσει πιο ανοιχτόμυαλα τη στάση ζωής του ο Μπλόκερ, όμως ο θεατής συνειδητοποιεί ότι πλέον το στοιχείο της δράσης έχει σχεδόν εξαφανιστεί (μαζί με τους εχθρικούς Ινδιάνους των «κακών» φυλών, οι οποίοι γίνονται μια… μακρινή ανάμνηση!). Άπαξ και πήραμε όλοι το μάθημά μας, οι λευκοί γίνονται οι ουσιαστικοί κακοί της υπόθεσης, οι οποίοι δεν διστάζουν να εγκληματούν και να καταπατούν τη γη των ερυθρόδερμων.
Η κορύφωση ολοκληρώνει τα μηνύματα του έργου με έντονα δραματικό και μοιραίο τρόπο, αλλά εκείνο το στοιχείο που μου «έκλεισε το μάτι» περισσότερο θετικά ήταν η τελευταία σκηνή του «Ταξιδεύοντας με τον Εχθρό μου», η οποία δικαιολογεί με τιμιότητα και απλότητα την απουσία του ρομάντζου μεταξύ του Μπλόκερ και της χήρας. Είναι και η πρώτη φορά που το συναίσθημα λειτουργεί (οποία ειρωνεία). Κι ας άργησε (βλέπε συνολική διάρκεια του φιλμ)…