Η ΧΗΡΑ (2019)
(GRETA)
- ΕΙΔΟΣ: Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Νιλ Τζόρνταν
- ΚΑΣΤ: Ιζαμπέλ Ιπέρ, Κλόι Γκρέις Μορέτς, Μάικα Μονρόου, Κολμ Φιόρε
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 98'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Η νέα και αθώα Φράνσις βρίσκει μια γυναικεία τσάντα παρατημένη σε βαγόνι του subway στη Νέα Υόρκη. Θα επιχειρήσει να την επιστρέψει στην ιδιοκτήτριά της και έτσι θα γνωρίσει την κυρία Γκρέτα, μια μελαγχολική και μοναχική χήρα. Θα γίνουν φίλες. Πόσο λάθος μπορεί να είναι αυτό;
Όσο άνιση κι αν δείχνει η φιλμογραφία του Νιλ Τζόρνταν, υπάρχει μια λεπτομέρεια για την οποία του βγάζω το καπέλο και του συμπαραστέκομαι με σεβασμό: ο άνθρωπος απέχει εδώ και πολλά χρόνια (τουλάχιστον από το 2006) από τα μεγάλα ευρωπαϊκά φεστιβάλ. Και επιβιώνει. Γυρίζοντας ταινίες. Αντί να κυνηγάει βραβεία με πρότυπα «φεστιβαλικά», σκηνοθετεί ό,τι γουστάρει και υπηρετεί το σινεμά των ειδών. Από την «Αιωνιότητα» (2013) είχαμε να δούμε καινούργια δουλειά του και, ευτυχώς, η επιστροφή του με τη «Χήρα» τον βρίσκει σε καλή φόρμα, καθώς ανέκαθεν του ταίριαζε (και) η θεματική του θριλερικού genre.
Νεαρή Βοστονέζα που πρόσφατα μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και προσπαθεί να βρει την ανεξαρτησία της και να μάθει να ζει δίχως την προστασία του πατέρα της, πριν καν επουλώσει πλήρως το τραύμα τής απώλειας της μητέρας της, βρίσκει γυναικεία τσάντα στο τρένο του subway και αποφασίζει να αναζητήσει την ιδιοκτήτριά της. Θα την επισκεφτεί στο σπίτι της, θα μάθει την ιστορία της, θα την αισθανθεί λίγο σαν μάνα, η οποία (κατά τα λεγόμενά της) νοσταλγεί την επαφή με τη δική της κόρη που σπουδάζει μουσική στο Παρίσι. Η Γκρέτα είναι μια μελαγχολική και εντελώς μόνη στη ζωή χήρα, γαλλικής προέλευσης (πάντοτε κατά τα λεγόμενά της), η οποία ξεχειλίζει ευγένεια και δείχνει να μην μπορεί να κουμαντάρει τις συνθήκες της σύγχρονης καθημερινότητας (και της τεχνολογίας). Η Φράνσις θα της δείξει πώς να χειρίζεται καλύτερα το κινητό της τηλέφωνο, θα την ωθήσει στο να «υιοθετήσει» ένα αδέσποτο σκυλί για συντροφιά, όμως η Γκρέτα δείχνει να χρειάζεται κάτι πολύ περισσότερο απ’ αυτά. Και κάθε επόμενη μέρα γίνεται όλο και πιο απαιτητική…
Αν και δεν κρύβει μεγάλες εκπλήξεις το σενάριο του Τζόρνταν και του Ρέι Ράιτ, η «Χήρα» κατορθώνει να είναι ένα από εκείνα τα θρίλερ που σε κρατάνε σε διαρκή ένταση και σου τσιτώνουν τα νεύρα σε σχέση με την εξέλιξη της πλοκής. Νιώθεις εξαρχής πως η φιλική και απροστάτευτη Φράνσις έχει πέσει θύμα παγίδας, παρακολουθείς τις περιπέτειές της με ψυχολογικό ζόρισμα και καρδιοχτύπι, ταυτίζεσαι και συμπονάς την ηρωίδα που υποδύεται η (εμφανώς ωριμότερη ως κοπέλα εδώ, πια) Κλόι Γκρέις Μορέτς, ενώ η Ιζαμπέλ Ιπέρ χειραγωγεί το παραμικρό και σου προκαλεί ανατριχίλες επικείμενου κινδύνου έως και… θανατικού. Ο Τζόρνταν σκηνοθετεί με αρμόζουσα οικονομία, χωρίς να εκβιάζει το σασπένς, έχει μπροστά από την κάμερά του δύο πολύ καλές ηθοποιούς που στέκονται σωστά η μια δίπλα στην άλλη και, απλά, χτίζει… τη δική σου απόγνωση!
Το πιανιστικό θέμα του «Liebesträume» προσδίδει τον δραματικό τόνο που συνοδεύει την ηρωίδα της Γκρέτα, σκορπίζοντας έως και αμφιβολίες για το τι πραγματικά κρύβει ή για το αν πρόκειται για ένα (επίσης) θύμα κάποιου τραγικού (μάλλον οικογενειακού) παρελθόντος, όμως η συμπεριφορά της σταδιακά σε κάνει να συνειδητοποιείς πως τα πάντα πρόκειται να χειροτερέψουν, υπολογίζοντας στα επιπλέον πιόνια της συγκατοίκου (Μάικα Μονρόου) και του πατέρα (Κολμ Φιόρε) της Φράνσις, οι οποίοι ενδέχεται να μην βρίσκονται εν ζωή μέχρι να φτάσουμε στα end credits. Στο κλίμα αυτό και την προσμονή των εξελίξεων βασίζει την επιτυχία της «Η Χήρα», με τον έμπειρο Τζόρνταν να καθοδηγεί την αφήγηση στη γραμμή (και παράδοση) ταινιών όπως η «Ολέθρια Σχέση» (1987) ή το «Νέα Γυναίκα, Μόνη, Ψάχνει…» (1992), παραδίδοντας μια σειρά από αλλεπάλληλες μικρές κορυφώσεις που κρατούν το ενδιαφέρον του θεατή μέχρι το φινάλε.
Χωρίς να είναι ακριβώς «φάουλ» του σεναρίου, ο Τζόρνταν δεν επιχειρεί να ψυχαναλύσει ολοκληρωτικά τον χαρακτήρα της (προφανώς) παρανοϊκής Γκρέτα και να αιτιολογήσει βαθύτερα τα κίνητρα της συμπεριφοράς της, αφήνοντας ένα κάποιο αινιγματικό «κενό» στην ιστορία (το οποίο μας προβληματίζει ειδικά από τη στιγμή που κάποιες ντετεκτιβίστικες έρευνες φανερώνουν επιπλέον στοιχεία για το παρελθόν της), όμως, άπαξ και δεχθείς πως δεν υπάρχουν προθέσεις τέτοιου είδους προσέγγισης, απολαμβάνεις τη δράση και τις ανατροπές της. Φυσικά, η Ιπέρ είναι ο μέγας «μαγνήτης» του ενδιαφέροντος εδώ, με την ηθοποιό να δείχνει πως το διασκεδάζει εξίσου, ισορροπώντας με ρίσκο μεταξύ τρομακτικού, γαλήνιου ή και κωμικού ακόμη. Ένας… κακοθελητής θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί μια από τις ατάκες της Γκρέτα («υπόσχεται πολλά, αλλά μετά σε απογοητεύει») για να χαρακτηρίσει έτσι τη «Χήρα». Μπορεί να κάτσει σπίτι του και να δει (ξανά) κανέναν Σαμπρόλ, μπας και του περάσει. Εγώ στο σινεμά το ευχαριστήθηκα.