ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ (2013)
(BYZANTIUM)
- ΕΙΔΟΣ: Θρίλερ Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Νιλ Τζόρνταν
- ΚΑΣΤ: Σίρσα Ρόναν, Τζέμα Άρτερτον, Κέιλεμπ Λάντρι Τζόουνς, Σαμ Ράιλι, Ντάνιελ Μέις, Τζόνι Λι Μίλερ, Τομ Χολάντερ, Τούρε Λίντχαρντ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 118’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: HOLLYWOOD ENTERTAINMENT
Δυο θηλυκά, υπεραιωνόβια βαμπίρ περιπλανιούνται στον σύγχρονο κόσμο. Η σκληρή, «ψημένη», αποφασιστική Κλάρα, σκοτώνει χωρίς δισταγμούς τα καθάρματα που μπαίνουν εμπόδιο στο δρόμο της, πουλάει το κορμί της για χρήματα και χρησιμοποιεί τις αδυναμίες των ανδρών για να διασφαλίσει τους όρους της επιβίωσής τους. Η ρομαντική, ειλικρινής, βασανιζόμενη από το βάρος ενός μυστικού που δεν μπορεί να μοιραστεί, Έλινορ, πασχίζει να αποδεχτεί μια αναπόδραστα μοναχική κατάσταση ύπαρξης. Όταν μυστηριώδεις διώκτες απ’ το παρελθόν, ανακαλύψουν τα ίχνη τους, θα αναγκαστούν να ξεπεράσουν τα όριά τους και να ξεσκεπάσουν την αλήθεια που έκρυβαν για καιρό.
Ο Νιλ Τζόρνταν δεν είναι κανένας τυχαίος σκηνοθέτης. Παρά τη δημιουργική κάμψη των τελευταίων ετών, παραμένει ο καλλιτέχνης που μας έδωσε, μεταξύ άλλων, φιλμικά κομψοτεχνήματα όπως η «Παρέα των Λύκων», η «Μόνα Λίζα», το «Παιχνίδι των Λυγμών», το «Τέλος μιας Σχέσης» και φυσικά το βαμπιρικό αριστούργημα «Συνέντευξη μ’ έναν Βρικόλακα». Η επιστροφή του σ’ ένα δημοφιλές genre που όχι μόνο κατέχει αλλά και επαναπροσδιόρισε μπολιάζοντάς το με στοιχεία υπαρξιακού δράματος και φιλοσοφικής αλληγορίας (κατευθύνσεις που ακολουθήθηκαν κι από άλλα φιλμ παρόμοιου ύφους και περιεχομένου, με πρώτο και καλύτερο το σουηδικό διαμάντι «Άσε το Κακό να Μπει»), δε θα έπρεπε να αφήνει αδιάφορο κανέναν σοβαρό κινηματογραφόφιλο. Ακόμα περισσότερο γιατί στο «Αιωνιότητα» μας παρουσιάζεται σε εξαιρετική φόρμα, υπογράφοντας μια καταπληκτική δουλειά που, ενώ αψηφά τις στενές κατηγοριοποιήσεις, αποτελεί ταυτόχρονα και μια πρώτης τάξεως συνεισφορά στο σινεμά είδους.
Είναι αλήθεια πως, εκ πρώτης όψεως, και για όσους αρνούνται να αναζητήσουν σημαινόμενα πίσω από την επιφάνεια, το «Αιωνιότητα» είναι ξεκάθαρα ένα έργο με βρικόλακες. Παρόλο που εδώ δε σκοτώνουν τους απέθαντους οι σταυροί, τα σκόρδα ή οι σφήνες, και το φως του ήλιου δεν τους κάνει να λιώνουν ή να αναφλέγονται. Υπάρχει, όμως (κι αυτό είναι το σημαντικό), ο θρήνος για την απροσμέτρητη μοναξιά που επιφυλάσσει η αιωνιότητα, η λαχτάρα για αίμα ως παραβολή πάνω στην αφύπνιση της επιθυμίας – με τη φροϋδική έννοια – κι η αμφισβήτηση ή, αν θέλετε, η «αναβάθμιση» της τρέχουσας ηθικής που αναπόφευκτα συνοδεύει το πέρασμα στη σφαίρα τής αθανασίας (ο Ντοστογέφσκι έλεγε, δια στόματος Ιβάν Καραμάζοφ, «αν δεν υπάρχει Θεός, τότε όλα επιτρέπονται», αλλά ο Τζόρνταν, ήδη από τη «Συνέντευξη μ’ έναν Βρικόλακα» τροποποιούσε αυτή τη ρήση, βάζοντας το Λεστάτ να κάνει πράξη ένα άρρητο «αν δεν υπάρχει Θάνατος, τότε όλα επιτρέπονται»). Γι’ αυτούς που αντιλαμβάνονται την ταινία τρόμου σαν το καταλληλότερο πεδίο άσκησης της κινηματογραφικής σημειολογίας, τούτα τα νυκτόβια πλάσματα θα αποκαλύψουν πολλά περισσότερα από δυο «σουβλερούς» κυνόδοντες.
Το «Αιωνιότητα» άλλοτε παίζει με τους κώδικες του βαμπιρικού μύθου, άλλοτε ακολουθεί τα πιο γενικά μοτίβα μιας μακάβριας ιστορίας απογαλακτισμού (με σαφείς επιρροές απ’ τη λογοτεχνία του φανταστικού), στιγμές-στιγμές σε βυθίζει στην ατμόσφαιρα μιας ατμοσφαιρικής ταινίας εποχής αλλά, παρά τις ξεκάθαρες ομοιότητες με το γοτθικό opus magnum σκοτεινού ρομαντισμού που ήταν η «Συνέντευξη», αυτό εδώ είναι ένα, ξεκάθαρα, πιο «μικρό» φιλμ, σε φιλοδοξίες και διαστάσεις. Αυτό δεν το κάνει ασήμαντο. Αντιθέτως, του επιτρέπει να λειτουργεί ταυτόχρονα στο επίπεδο της μεταμεσονύκτιας, αιματηρής απόλαυσης για μυημένους και σ’ εκείνο της παραβολής, χωρίς να υστερεί σε κανένα από τα δύο. Όλα χάρη στο ταλέντο τού Τζόρνταν, που ούτε το gore τσιγκουνεύεται (λαιμοί σχίζονται, εκτοξεύοντας πίδακες αίματος, κεφάλια κόβονται, καταρράκτες κοκκινίζουν σε μια τρομερή σεκάνς ανθολογίας), ούτε ξεχνά πως παραείναι auteur για να αρκεστεί σε μια απλή εξιστόρηση κι ένα απάνθισμα ευφάνταστων φονικών. Είναι η ενηλικίωση μια ιδιότυπη εκπόρνευση, η ωριμότητα μια κτηνώδης μετάλλαξη που επιβάλλεται έξωθεν, ο αγώνας για επιβίωση μια σταδιακή απονέκρωση που συμβαίνει ερήμην μας; Στο περιθώριο της αφήγησης αναπτύσσονται ερωτήματα, προτείνονται τρόποι να κοιτάξεις τον εαυτό σου μέσα στη συνθήκη της θνητότητας που σε περικλείει από παντού ασφυκτικά. Κι όλα αυτά κάτω από ένα πέπλο μελαγχολίας που δε σηκώνεται ποτέ, προσδίδοντας σε κάθε σκηνή έναν απελπισμένο λυρισμό (η κινηματογράφηση των χώρων και της νύχτας είναι υπέροχη, ενώ το πολύχρωμο των κάδρων δημιουργεί ωραίες αντιστίξεις με τον «γκρίζο» ψυχισμό των προσώπων) , απόλυτα ταιριαστό με το δράμα των ηρώων της.
Κι όταν μιλάμε για μελαγχολία, δεν εννοούμε ότι το «Αιωνιότητα» φτιάχτηκε για να χαρίσει στιγμές ηδονής σε αυτοκτονικούς γκοθάδες ή δεκαπεντάχρονα που τη βρίσκουν με teen αηδίες, τύπου «Twilight». Καθώς κορυφώνεται, γίνεται ξεκάθαρο πως αυτό που είχε στο μυαλό του ο Τζόρνταν, δε θα μπορούσε, σε καμιά περίπτωση, να σχετίζεται με τον βαρετό σωρό των ανορθόδοξων love stories μεταξύ ανθρώπων και βαμπίρ ή με την οποιαδήποτε μελό σαβούρα. Δεν υπάρχει χώρος για νερόβραστα κλισέ σε μια ταινία που έχει σκοπό να γιορτάσει τον γυναικείο δυναμισμό με τέτοιο φεμινιστικό πάθος. Στον συμβολικό τρόπο αποτύπωσης μιας σειράς διαδοχικών εξεγέρσεων απέναντι σε πατριαρχικές δομές που υποτιμούν και καταπιέζουν το «αδύναμο φύλο», επιφυλάσσοντάς του το ρόλο κομπάρσου, το «Αιωνιότητα» δεν έχει αντίστοιχο.
Δεν είναι τέλειο: τα άλματα ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν δε γίνονται πάντα με επιτυχία, ο ρυθμός διαταράσσεται από περίεργες αυξομειώσεις και οι «κοιλιές» δεν αποφεύγονται. Υπάρχουν χαρακτήρες – καρικατούρες και πολλές απ’ τις ιδέες του τις έχουμε συναντήσει, καλύτερα διατυπωμένες στη «Συνέντευξη μ’ έναν Βρικόλακα». Αυτό, όμως, δε σημαίνει πως δε διαθέτει αρκετές αρετές για να θες να το απολαύσεις στη μεγάλη οθόνη. Είτε σε αφορά, ως θεατή, το ταλέντο του Νιλ Τζόρνταν, είτε όχι.