FURY (2014)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Πολεμική Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντέιβιντ Έιγερ
- ΚΑΣΤ: Μπραντ Πιτ, Σάια ΛαΜπαφ, Λόγκαν Λέρμαν, Μάικλ Πένια, Τζον Μπέρνθαλ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 134'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Τον Απρίλιο του 1945, οι συμμαχικές δυνάμεις προχωρούν στο εσωτερικό μιας ναζιστικής Γερμανίας που αρνείται να παραδοθεί και αντιστέκεται με φανατισμό. Ένα αμερικανικό tank, ο ατρόμητος λοχίας και το πλήρωμά του θα βιώσουν τη φρίκη τού… τέλους του πολέμου σε κάθε πόλη από την οποία περνούν.
Μέγα ρίσκο το να θέλεις να κάνεις πολεμική περιπέτεια Δευτέρου Παγκοσμίου με δραματικά μηνύματα ιδεαλισμού (πόσω μάλλον δίχως αναφορές στο προσφιλές για βραβεία και ταμεία εβραϊκό ζήτημα…) και ουσιαστικούς χαρακτήρες. Και με όχημα ένα tank, να κινδυνεύεις να συγκριθείς με το «Κτήνος του Πολέμου» (1988) και το «Lebanon» (2009). Παραδόξως, ο Ντέιβιντ Έιγερ βγαίνει από το μέτωπο… του είδους χωρίς σοβαρές απώλειες, αν και ως τρωτό του σημείο προκύπτει ο τομέας στον οποίο έχει τη μεγαλύτερη κινηματογραφική πείρα: το σενάριο.
Αρχικά, η ιστορία δεν παρουσιάζει κάποια ιδιαίτερη πλοκή, αλλά απλά ακολουθεί την αμερικανική ομάδα τού ομώνυμου τεθωρακισμένου (η λέξη fury κοσμεί την κάνη τού τανκ) καθώς εισχωρεί όλο και πιο βαθιά στο γερμανικό έδαφος, για να πιστοποιήσει την παράδοση των πόλεων που βρίσκει στο δρόμο του και να συγκεντρώσει όλο και περισσότερους Ναζί αιχμαλώτους. Δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη αποστολή (όπως για παράδειγμα στο φετινό – χασμουρητό, τελικά – του «Μνημείων Άνδρες») που να κρατά το ενδιαφέρον του θεατή, πέρα από το στόχο να γλιτώσει το θάνατο ως τα end credits το πλήρωμα του «Wardaddy» (ο Μπραντ Πιτ σε μια από τις πιο σεβαστές ερμηνείες της καριέρας του).
Η δεύτερη αδυναμία τού σεναρίου εντοπίζεται στους διαλόγους και ειδικότερα σε μεγάλες σκηνές στις οποίες ο κάθε χαρακτήρας αφηγείται ένα δικό του «solo» ψυχαναλυτικού background, έτσι ώστε να ολοκληρώσει στη συνείδησή μας τη σημασία του ρόλου του στο φιλμ. Σε κάποιες από αυτές τις σκηνές, το «Fury» κάνει κοιλιά (βλέπε το τραπέζωμα στο σπίτι των δύο γυναικών) και οι χαρακτήρες εξακολουθούν να μένουν σχηματικοί και ασαφείς.
Εδώ, όμως, τελειώνουν οι αδυναμίες και κάνει κουμάντο ο σκηνοθέτης Έιγερ, ο οποίος χτίζει σασπένς από το πουθενά σε πληθώρα στιγμών τού φιλμ, μεταφέρει ιδεώδη ανθρωπισμού που αμέσως μετά τσαλαπατάει μέσα στην τυφλή βία του πολέμου, κρίνει τους κρυφούς φόβους των ηρώων του με αφορμές που αρπάζει από σκηνές έντονης δράσης, δε λυπάται καθόλου να προβάλει το αίμα ή διαμελισμένα κορμιά (πιο κοντά στη φανταρίσια αγριότητα του «Σιδηρού Σταυρού» του Σαμ Πέκινπα παρά στη σκόπιμα gore φιγούρα του «… Στρατιώτη Ράιαν» του Στίβεν Σπίλμπεργκ) για να πει αυτά που θέλει και ταυτόχρονα υπηρετεί με πρώτης γραμμής θέαμα το σινεμά της διασκέδασης.
Οι σκηνές μάχης βρίσκουν συχνά παραδείγματα ανθολογίας, είτε βασίζονται σε προθέσεις ρεαλιστικής απόδοσης της περιόδου και του παραλογισμού ήττας (από κάθε πλευρά) που είναι στην πραγματικότητα ένας πόλεμος είτε μειώνουν συναισθηματικά την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ύπαρξη. Ο Έιγερ δε «δικάζει» κανένα μέτωπο, δε δικαιώνει ανδραγαθήματα, δε δίνει πουθενά άφεση εις το όνομα της πατρίδας. Οι Γερμανοί είναι κτήνη, όμως ο χώρος δράσης είναι η δική τους γη και σε αυτά τα χώματα οι σύμμαχοι μετατρέπονται σε παρόμοια κτήνη! Ο θάνατος είναι η κατάρα όλων τους μέσα σε αυτό το βίαιο πλαίσιο της Ιστορίας και η σκηνή με τον φλεγόμενο στρατιώτη που προλαβαίνει να βγάλει το όπλο του και να αυτοκτονήσει ώστε να μην υποφέρει περισσότερο μέχρι να… σβήσει ολοκληρωτικά, δίνει το πιο δραματικό στίγμα των προθέσεων του Έιγερ ως προς την οπτικοποίηση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Τέλος, πέρα από την προσοχή και το άρτιο επίπεδο της παραγωγής σε σχέση με την ανασύσταση εποχής και τα ίδια τα tanks που σχεδόν πρωταγωνιστούν στο φιλμ, αξίζει να επαινεθεί η χρήση της πρωτότυπης γλώσσας για κάθε ρόλο που υπάρχει στο «Fury». Οι Γερμανοί μιλάνε γερμανικά, ο Μπραντ Πιτ μιλά επίσης τη γλώσσα των ντόπιων, όπου χρειάζεται να υπάρξει διάλογος ή επικοινωνία μαζί τους, και κανείς δεν υποχρεώνεται να πλασάρει… «σπασμένες» αγγλικές προφορές! Πόσο ανακουφιστικό, πραγματικά.