ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΑΝΔΡΕΣ (2014)
(THE MONUMENTS MEN)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζορτζ Κλούνεϊ
- ΚΑΣΤ: Τζορτζ Κλούνεϊ, Ματ Ντέιμον, Μπιλ Μάρεϊ, Τζον Γκούντμαν, Ζαν Ντιζαρντέν, Κέιτ Μπλάνσετ, Μπομπ Μπάλαμπαν, Ντιμίτρι Λεονίντας
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 118’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Προς το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Πρόεδρος Ρούζβελτ διατάσσει το σχηματισμό ενός τάγματος ειδικών, διευθυντών και επιμελητών μουσείων, με σκοπό τον εντοπισμό και την επιστροφή έργων Τέχνης που είχαν κλέψει οι Ναζί. Αμερικανοί, Γάλλοι και Βρετανοί ειδικοί στα έργα αυτά και προφανώς άσχετοι με τον πόλεμο, θα επιδοθούν στο μεγαλύτερο κυνήγι θησαυρών που έχει καταγραφεί στην ιστορία.
Πολεμική περιπέτεια, δράση, χιούμορ, αγάπη για την τέχνη, πλούσιο καστ, charm, charm, charm από τους πρωταγωνιστές, η – σε γενικές γραμμές – αξιοσέβαστη φιλμογραφία του Κλούνεϊ από τη θέση τού σκηνοθέτη. Τι θα μπορούσε να μη σου αρέσει σε μια τέτοια ταινία; Κι όμως, πολλά. Τα κακά μαντάτα τα έδειξαν τα trailer τής ταινίας, που προκαλούσαν σύγχυση για το ποιο είναι το κινηματογραφικό στίγμα των «Μνημείων Ανδρών». Στο ένα έδειχναν να παίζουν σε περιπέτεια, στο άλλο σε κωμωδία και σε καμία από τις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα δε φαινόταν ιδιαίτερα ελκυστικό.
Δυστυχώς, η ολοκληρωμένη ταινία, που άλλαξε και ημερομηνία εξόδου (άλλος κακός οιωνός), δε βελτίωσε την εντύπωση. Οι «Μνημείων Άνδρες» και ο Κλούνεϊ, μαζί με τον σταθερό του συνεργάτη στο σενάριο και την παραγωγή, Γκραντ Χέσλοβ, έχουν αγαθές προθέσεις. Θέλησαν να αφηγηθούν μια ιστορία για την αξία της τέχνης, τη σημασία να μάχεσαι για έναν ανώτερο σκοπό, το ότι η διάσωση ενός θησαυρού, μερικές φορές ίσως να αξίζει και την απώλεια μιας ανθρώπινης ζωής. Οι καλές προθέσεις, ωστόσο, δεν εξασφαλίζουν και το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Ο Κλούνεϊ έχει την αγωνία να μιλήσει για την τέχνη, όμως, η ταινία που έφτιαξε δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως σημαντικό έργο Τέχνης. Ούτε καν επαρκώς ψυχαγωγικό.
Το βασικό πρόβλημα είναι ότι ταΐζει ασταμάτητα το θεατή με τα highlights τού σκοπού της. Δεν μπορεί κανείς να μετρήσει τις φορές που ακούγεται στην ταινία – κυρίως από τον χαρακτήρα του Κλούνεϊ – πόσο σημαντική είναι η τέχνη, πόσο πρωταρχικής αξίας είναι η διατήρηση του πολιτισμού, πόσο δικαιώνεται από την ιστορία κάποιος που θυσιάζεται για να σώσει ένα έργο τού Μικελάντζελο. Σε τελική ανάλυση, μια ταινία που φιλοδοξεί να χαρακτηρίζεται έργο Τέχνης και απευθύνεται σε ένα κοινό με αυξημένη – έστω και επαρκή – αντίληψη, υποβαθμίζει τη νοημοσύνη του, υπεραπλουστεύοντας και επαναλαμβάνοντας κοινοτυπίες και γενικότητες.
Η ιστορία (που βασίζεται σε αληθινούς χαρακτήρες) είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και όχι γνωστή στο ευρύτερο κοινό, αν και δεν είναι η πρώτη φορά που φτάνει στη μεγάλη οθόνη. Σε μια περισσότερο μυθοπλαστική παραλλαγή, είχε γυριστεί το 1964 από τον Τζον Φρανκενχάιμερ στο πολύ συναρπαστικότερο «The Train», που έδινε έμφαση στα στοιχεία τού δράματος και του θρίλερ.
Ο Κλούνεϊ δείχνει να μην μπορεί να αποφασίσει ποιος είναι ο τόνος της ταινίας και αυτό την καταδικάζει στη μετριότητα. Λίγα αστεία με τα άθλια γαλλικά τού Αμερικανού επιμελητή που υποδύεται ο Ματ Ντέιμον, λίγο δράμα με δύο θανάτους – θυσία, λίγες σκηνές με την – εδώ Γαλλίδα – Κέιτ Μπλάνσετ που παίζει με ό,τι θυμάται από τον «Ιντιάνα Τζόουνς» του 2008, λίγη αμηχανία με τους Μπιλ Μάρεϊ και Μπομπ Μπάλαμπαν (που αντιλαμβάνονται ότι βρίσκονται εκεί για να κάνουν το κωμικό ντουέτο, αλλά δεν έχουν με τι να το καταφέρουν), λίγος Κλούνεϊ στο ρόλο τού γενικού αρχηγού, με το χαμόγελο που λέει «είμαι γαμάτος». Όλα από λίγο και όλα λίγα και μικρά, κάνοντας το αποτέλεσμα της ταινίας να φαίνεται ακόμη μικρότερο σε σχέση με τα μεγέθη, με τα οποία συγκρίνεται. Αν υπάρχει ένα στοιχείο που να δείχνει μια σαφή πρόθεση, είναι μόνο η μουσική τού Αλεξάντρ Ντεσπλά, χαριτωμένη, παλιομοδίτικη, με ένα σφύριγμα ταυτόχρονα στρατιωτικό και λίγο κωμικό.