FRANTZ (2016)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα Εποχής
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Φρανσουά Οζόν
- ΚΑΣΤ: Πιερ Νινέ, Πάουλα Μπερ, Έρνστ Στέτσνερ, Μαρί Γκρούμπερ, Άντον φον Λούκε
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 113'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Στον απόηχο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ένας μυστηριώδης νεαρός Γάλλος επισκέπτεται ένα γερμανικό χωριό, φιλοδοξώντας να συναντήσει τους γονείς και την αρραβωνιαστικιά τού Φραντς, ενός νεκρού Γερμανού στρατιώτη.
Ο Φρανσουά Οζόν είναι τόσο… πολυάσχολος γυρίζοντας τη μια ταινία μετά την άλλη, ώστε τα αποτελέσματα είναι ή του ύψους ή του βάθους ή, αναπόφευκτα και κατά μέσον όρο, απλές μετριότητες. Φέτος, όμως, μας εξέπληξε ευχάριστα με αυτό το «αισθηματικό» δράμα εποχής, βασισμένο στο θεατρικό τού Μορίς Ροστάν, «L’ Homme que J’Ai Tué», το οποίο μεταφέρθηκε για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη το 1932 από τον μέγα Ερνστ Λιούμπιτς (ελληνικός τίτλος: «Ο Άνθρωπος που Σκότωσα»).
Ο Οζόν, θέλοντας να παρατείνει το αρχικό μυστήριο των κινήτρων της επίσκεψης του νεαρού Αντριάν, άλλαξε τον τίτλο δίνοντάς του το όνομα του νεκρού στρατιώτη, όμως ο πρωτότυπος τίτλος, καθώς και κάποιες μικρές λεπτομέρειες στην αρχή της αφήγησης, προδίδουν το μεγάλο μυστικό. Ο Γάλλος στρατιώτης και πρώην μουσικός «εισβάλλει» στις ζωές των ηλικιωμένων γονιών τού Φραντς, αλλά και της Άννα, της όμορφης και δυναμικής αρραβωνιαστικιάς του που μένει, ως κανονική «κόρη», μαζί με το ζευγάρι, ζώντας στη σκιά τού κοινού, σιωπηλού τους θρήνου. Πιστεύοντάς τον για φίλο τού Φραντς από την εποχή που πέρασε στο Παρίσι λίγο πριν τον πόλεμο, οι χαροκαμένοι συγγενείς ζητούν να μάθουν αναμνήσεις, πληροφορίες, χαρούμενες στιγμές, ανέκδοτα κι εντυπώσεις τού Αντριάν από τη στενή φιλία του με τον νεκρό – κι εκείνος τους τα παρέχει απλόχερα, «ανασταίνοντας» με τον τρόπο του το πνεύμα τού Φραντς και προσφέροντάς τους λιγοστές, αλλά πολύτιμες, στιγμές ευτυχίας. Ο Αντριάν, όμως, κρύβει την αλήθεια πίσω από τα αναπόφευκτα ψέματα και το «φάντασμα» του Φραντς βρίσκεται πάντοτε μαζί του.
Με την ιστορία κυρίως ιδωμένη μέσα από τα γερμανικά μάτια, ο Οζόν κάνει την τολμηρή και ασυνήθιστη για την καριέρα του κίνηση να σκηνοθετήσει μια πλειοψηφικά «ξενόγλωσση» ταινία, ενώ, πάλι εντελώς ασυνήθιστα για έναν σκηνοθέτη που αγαπά τόσο πολύ το χρώμα, τη γυρίζει ασπρόμαυρη, δίνοντάς της έτσι μια «αίγλη» παλαιότερων ευρωπαϊκών φιλμ, αν και δεν αντιστέκεται στη χρήση χρωματικών διαλειμμάτων όποτε αφηγείται μια όμορφη ανάμνηση μέσω flashback ή στις λιγοστές περιπτώσεις που οι ήρωές του έχουν εκλάμψεις ευτυχίας. Καθώς οι πληγές δεν έχουν ακόμα επουλωθεί, ο θρήνος για τους νεκρούς αγαπημένους δεν έχει ακόμα κοπάσει και η περηφάνια των «χαμένων» Γερμανών έχει πληγεί ανεπανόρθωτα, ο Οζόν προσθέτει κάποιες προφανείς αλλά δηκτικές στιγμές εθνικισμού και ξενοφοβίας (κάνοντας προφανείς παραλληλισμούς και με τη σημερινή κοινωνικο-ιστορική κατάσταση), τόσο στο μικρό γερμανικό χωριό όσο και στο Παρίσι του δεύτερου μέρους, όπου η Άννα ταξιδεύει στα ίχνη του Αντριάν, ενώ εισφέρει αποχρώσεις πικρής ειρωνείας για το μέλλον και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, κάτι που και ο Ροστάν και ο Λιούμπιτς μακαρίως αγνοούσαν στις αρχές των 30’s.
Κι ενώ το θεατρικό και η παλαιότερη ταινία έχουν στο επίκεντρό τους τον Αντριάν, ο Γάλλος σκηνοθέτης, γνώριμος για την προσήλωσή του στους γυναικείους χαρακτήρες, επιλέγει τη νεαρή Άννα για κεντρικό του χαρακτήρα. Την όμορφη Άννα, που ακόμα θρηνεί σιωπηρά τον έρωτα της ζωής της, που αποφεύγει διακριτικά τους «μνηστήρες» του χωριού, που στέκεται καλύτερα και από κόρη στα γηραιά παραλίγο πεθερικά και πλέον ανεπίσημους γονείς της, και που ερωτεύεται παρά τη θέλησή της τον μυστηριώδη «φίλο» του Φραντς, τον γοητευτικό Αντριάν, δημιουργώντας μια σειρά από «λευκά ψέματα» όταν αποκαλύπτεται η τρομερή αλήθεια. Αλλάζοντας το δεύτερο μισό τού πρωτότυπου έργου, ο Οζόν μετατρέπει την Άννα σε… ντετέκτιβ όταν ο Αντριάν επιστρέφει στο Παρίσι κι εξαφανίζεται, ενώ το γλυκόπικρο (αλλά τελικά ελπιδοφόρο) φινάλε δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για το ποιός είναι ο στιβαρότερος χαρακτήρας αυτής της συγκινητικής, νοσταλγικής αλλά και τρομερά επίκαιρης ιστορίας. Σύσσωμο το καστ δίνει αξιόλογες ερμηνείες: ο Πιερ Νινέ ως Αντριάν σφραγίζει το status του ως ο πιο φέρελπις Γάλλος star της γενιάς του, όμως η μεγάλη αποκάλυψη της ταινίας είναι η 21χρονη Γερμανίδα Πάουλα Μπερ που ερμηνεύει τον ρόλο τής Άννα με τέτοια χάρη, αξιοπρέπεια, συναισθηματικό βάθος και ευαισθησία, ώστε θαρρείς πως παρακολουθείς μια ήδη καθιερωμένη diva, μια κινηματογραφική μούσα που εντελώς επάξια βάζει στο προσκήνιο ο δημιουργός και που σίγουρα θα μας απασχολήσει στα επόμενα χρόνια.
Οι εναλλαγές μεταξύ ασπρόμαυρου και χρώματος διαταράσσουν κάπως ενοχλητικά την καθηλωτική εμπειρία της κινηματογραφικής αφήγησης, καθώς αναιρούν τον στόχο του σκηνοθέτη να μεταφέρει αισθητικά και νοσταλγικά το κοινό σε εκείνη την εποχή. Ξεπερνώντας αυτό το αρνητικό (που άλλωστε μπορεί να μην ενοχλήσει καν μια μεγάλη μερίδα του κοινού), αυτό το μεγάλο και διαφορετικό ρίσκο της καριέρας τού Οζόν ανταμείβεται στο έπακρον, καθώς πρόκειται σίγουρα για την καλύτερή του ταινία εδώ και πολλά, πολλά χρόνια, και μια από τις καλύτερες που θα έχει ποτέ στη συνολική φιλμογραφία του.