ΝΤΑΜΠΟ (2019)
(DUMBO)
- ΕΙΔΟΣ: Οικογενειακό Δράμα Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τιμ Μπέρτον
- ΚΑΣΤ: Κόλιν Φάρελ, Μάικλ Κίτον, Ντάνι ΝτεΒίτο, Εύα Γκριν, Νίκο Πάρκερ, Φίνλεϊ Χόμπινς, Άλαν Άρκιν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 112'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Ο κινηματογραφικός μύθος του μικρού ελέφαντα με τα τεράστια αυτιά περνά από τον animated κόσμο του ένδοξου παρελθόντος στο live action σύμπαν του Τιμ Μπέρτον και του… αδηφάγου studio της Disney. Πετάει, όμως;
Είναι τεράστια αγάπη μου ο Τιμ Μπέρτον. Είναι ένας παραμυθάς από τους λίγους. Με εντελώς δική του ματιά και αισθητικά guidelines που σχεδόν πάντα σε κάνουν να αναγνωρίζεις τις δουλειές του ακόμη και μέσα από λιγοστά πλάνα που θα δεις στη μεγάλη οθόνη. Επίσης, είναι ένας από τους ελάχιστους δημιουργούς στην ιστορία του σινεμά που δεν θα τολμούσες να πεις ότι έχει γυρίσει (πραγματικά) κακή ταινία. Του έχουν τύχει αποτυχημένα project, φιλμ με μέτριο αποτέλεσμα, αλλά ο Μπέρτον δεν έχει υπογράψει ποτέ κάτι που τον απαξιώνει φιλμικά, σε επίπεδο του να μην βλέπεται. Πέρα από το ξεχωριστό οπτικό του σύμπαν, βέβαια, υπάρχει και μια δόση ψυχισμού, που μερικές φορές φτάνει να συγκινεί μέχρι… λυγμών! Ο «Ψαλιδοχέρης», ο «Χριστουγεννιάτικος Εφιάλτης» (που μπορεί να σκηνοθέτησε ο Χένρι Σέλικ σε επίπεδο επίβλεψης του stop-motion animation αλλά είναι μπερτονικό έργο πέρα ώς πέρα) και το «Big Fish» είναι μερικά από τα καλύτερα παραδείγματα μιας φιλμογραφίας που, παρά τη σκοτεινιά, την goth «παραξενιά» και το ενίοτε μακάβριο κλίμα τους, κρύβουν στην ψυχή τους μια συναισθηματική εσωτερικότητα με την οποία άπαξ και μπορέσεις να «επικοινωνήσεις», γίνεται τόσο έντονα δική σου, σαν το… πένθος που κουβαλάς για τα πιο αγαπημένα πρόσωπα της ζωής σου.
Το «Dumbo» του 1941 είναι μια αρκετά ιδιαίτερη περίπτωση για το είδος των animated ταινιών και ήταν εκείνο που διέσωσε την εταιρεία του Γουόλτ Ντίσνεϊ από τη χρεοκοπία (εξαιτίας της τεράστιας δαπάνης που άκουγε στον τίτλο «Fantasia»), καταλήγοντας να γίνει η μεγαλύτερη επιτυχία του studio για τη δεκαετία του ‘40. Σχεδόν ωριαίο σε διάρκεια (η μικρότερη… μεγάλου μήκους ταινία της Disney!), με μικρό budget επίσης, το φιλμ άγγιξε τις καρδιές όλων των ανθρώπων, ασχέτως ηλικίας, σαν ένα «θεραπευτικό» ψυχολογικό στήριγμα στην περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, με τα πλήθη να ταυτίζονται με το δράμα τού σχεδόν ορφανού και βασανισμένου νεογέννητου ελέφαντα, τον οποίο όλοι αντιμετώπιζαν σαν ένα «τέρας της φύσης», όμως κατάφερνε στην τελική να απογειώσει συναισθήματα που το κοινό είχε ανάγκη να αναζητήσει μέσα του. Να νιώσει την εκτόνωση του κλάματος και να «φορτίσει» με τη δύναμη της κινηματογραφικής ψυχαγωγίας. Με λίγα λόγια, το «Dumbo» έγινε το ιδανικό παραμύθι μιας εποχής όταν ο άνθρωπος έψαχνε (να ξαναβρεί) τη χαμένη του παιδικότητα, για να διαγράψει τη φρίκη και τη δυστυχία τού κόσμου όλου.
Περίμενα πολλά από τον Μπέρτον εδώ και οι απαιτήσεις μου κάπως… προσγειώθηκαν, όταν στη σκηνή στην οποία ακούγεται το νανούρισμα του «Baby Mine» και οι προβοσκίδες της μαμάς Τζάμπο και του μικρού Ντάμπο ενώνονται με στοργική αγάπη, εγώ… δεν ένιωσα τίποτα! Είναι το σημείο στο οποίο ο Μπέρτον δείχνει ξεκάθαρα πως δεν μπόρεσε να μετατρέψει τούτον τον live action «Ντάμπο» σε μια από εκείνες τις πραγματικά δικές του ταινίες, που κανένας άλλος δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει με τον ίδιο τρόπο. Δεν φταίει που λείπει η «dark» διάθεσή του, δεν ήταν πραγματικά απαραίτητη εδώ, έτσι κι αλλιώς. Είναι η αίσθηση της απουσίας τής δικής του ταύτισης με αυτό που βλέπουμε. Ο Μπέρτον «βολεύεται» εύκολα στο (οπτικό) περιβάλλον του περιοδεύοντος τσίρκου του Μαξ Μέντιτσι (ΝτεΒίτο), διασκεδάζει με την οικειότητα που βρίσκει εκεί μέσα, παρέα με φίλους του από παλιότερες δουλειές στο καστ, με τη φαντασμαγορία των κοστουμιών της Κολίν Άτγουντ, (ξανά) με τις μουσικές του Ντάνι Έλφμαν (που μας κλείνει πονηρά το μάτι προς Νίνο Ρότα μεριά στο νούμερο – άνοιγμα της σκηνής της Dreamland). Ναι, σαν κατασκευή το «Ντάμπο» είναι πανέμορφο και τέλειο, μα μοιάζει με μια σκέτη βιτρίνα που ο θεατής θα χαζέψει με θαυμασμό, αλλά δεν θα απολαύσει βαθύτερα. Είναι σαν να κοιτάς κάτι που θέλεις να ψωνίσεις, αλλά δεν έχεις τα χρήματα για να το κάνεις δικό σου. Κάτι που μπορεί να ήταν και… αχρείαστο, αλλά εσύ το επιθυμούσες με… καταναλωτική μανία. Αυτή την αίσθηση βγάζει η ταινία.
Παραδόξως, το στοιχείο αυτό συναντά κάπου και μια τολμηρή διάθεση υπαινικτικής άσκησης κριτικής του Μπέρτον απέναντι στη «μαμά» Disney! Το γράμμα «D» είναι εκείνο που… καταρρέει με τόσο συμβολικό τρόπο σε τουλάχιστον δύο σκηνές του έργου (όταν η λέξη «DEAR» χάνει το αρχίγραμμά της που καταλήγει στο «UMBO» για να βαπτίσει… «ηλιθιωδώς» – #diplhs – το ομώνυμο ελεφαντάκι και όταν η Dreamland κοντεύει να γίνει παρανάλωμα του πυρός), αποκαλύπτοντας τη σχεδόν βέβηλη ειρωνεία του δημιουργού απέναντι στο χολιγουντιανό industry και ιδίως στο σπιτικό τού Μίκι Μάους (η μορφή της λοκομοτίβας του Κέισι Τζούνιορ εδώ μοιάζει περισσότερο με μια σαρδόνια evil φατσούλα που παραπέμπει στα πρώτα σκίτσα του περίφημου ποντικού – trademark). Ας μην γελιόμαστε. Η Dreamland είναι μια vintage «ρέπλικα» του Disney World Resort! Και η κατάληξή της σου φέρνει ένα ύπουλο χαμόγελο στο πρόσωπο. Ένα από εκείνα που ο Μπέρτον μας έχει δώσει απλόχερα όλες αυτές της δεκαετίες της καριέρας του.
Υποχρεωμένος να δώσει τον πρώτο ρόλο στο ανθρώπινο (σχεδόν «χάρτινο») δυναμικό του φιλμ, καθώς εδώ τα ζώα του τσίρκου δεν μιλούν μεταξύ τους ώστε να είναι οι ουσιαστικοί πρωταγωνιστές, το σενάριο του «Ντάμπο» αποδυναμώνει τη σημασία της σχέσης μεταξύ της μαμάς Τζάμπο και του ιπτάμενου παιδιού – θαύματος με τα γιγάντια αυτιά, στερώντας τους έτσι και το σχετικό συναίσθημα της animated ταινίας του ’41. Χωρίς αυτό το στοιχείο, τούτο το remake του Μπέρτον σε κάνει να νοσταλγείς και την αφέλεια του παλιομοδίτικου, απλοϊκού σκίτσου και τα παιδικά σου δάκρυα από το παρελθόν. Βγήκα στεγνός. Αυτό.