Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΟΥ DOWNTON (2019)
(DOWNTON ABBEY)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μάικλ Ένγκλερ
- ΚΑΣΤ: Χιου Μπόνβιλ, Μάγκι Σμιθ, Μισέλ Ντόκερι, Ελίζαμπεθ ΜακΓκόβερν, Λόρα Καρμάικλ, Ιμέλντα Στόντον, Άλεν Λιτς, Πενέλοπι Γουίλτον, Μπρένταν Κόιλ, Τζέραλντιν Τζέιμς, Τζιμ Κάρτερ, Σάιμον Τζόουνς, Μάθιου Γκουντ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 122'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TULIP
Επίσκεψη στο Ντάουντον του Βασιλιά Γεωργίου Ε’ της Αγγλίας διαταράσσει την ηρεμία στον Πύργο των Κρόουλι. Οι προετοιμασίες για το μεγάλο γεγονός είναι πυρετώδεις, το ίδιο όμως και οι διεργασίες για θέματα που άπτονται του παρόντος, αλλά και του μέλλοντος της οικογένειας.
Ήταν μια βαθιά συντηρητική σειρά το τηλεοπτικό «Downton Abbey». Δεν θα μπορούσε ίσως να είναι κι αλλιώς, αφού ένας εκ των ξεκάθαρων στόχων του υπήρξε η αξία της διατήρησης της βρετανικής αριστοκρατικής παράδοσης, σε μια εποχή που οι περισσότερες εξ αυτών έχουν για τα καλά πια ξεφτίσει. Κατάφερνε εν πολλοίς να «μακιγιάρει» την ενίοτε παρωχημένη για τα σημερινά δεδομένα λογική που τη χαρακτήριζε, χάρη στον υπό μανδύα σαπουνόπερας φλεγματικό σνομπισμό της, με το «μικρό» μέγεθος του Μέσου στο οποίο επί έξι ολόκληρες σεζόν (με τεράστια επιτυχία) προβαλλόταν, να λειτουργεί εύστοχα επίσης προς την ίδια κατεύθυνση. Οι απαιτήσεις της μεγάλης οθόνης, όμως, στην οποία τα μέλη της οικογένειας Κρόουλι δοκιμάζονται πλέον, είναι διαφορετικές, με τη μεταπήδησή τους αυτή να μην στέφεται από κάποια σπουδαία – ανάλογη της τηλεοπτικής τους πορείας – επιτυχία.
Η χρονική περίοδος του φιλμ ορίζεται στο 1927, δύο δηλαδή χρόνια έπειτα από το φινάλε του τελευταίου επεισοδίου της διάσημης σειράς. Στον Πύργο επικρατεί αναβρασμός ένεκα της αναγγελίας του Μπάκιγχαμ πως το βασιλικό ζεύγος, στο πλαίσιο της περιοδείας του στο Γιορκσάιρ, θα διανυκτερεύσει για μία νύχτα στο Ντάουντον. Ο Κόμης του Γκράνθαμ, η σύζυγός του Κόρα, καθώς και όλα σχεδόν τα μέλη των Κρόουλι βλέπουν την επίσκεψη ως κάτι το εξαιρετικά τιμητικό γι’ αυτούς, αλλά περισσότερο σαν μια υποχρέωση που πρέπει με άψογο τρόπο να βγει εις πέρας, με μονάχα την πρωτότοκη κόρη τους Μαίρη να αναλαμβάνει σχεδόν επί προσωπικού τις επίσημες προετοιμασίες. Παραδόξως, είναι το υπηρετικό προσωπικό εκείνο που δείχνει έναν υπέρ το δέον ενθουσιασμό στο άκουσμα της χαρμόσυνης είδησης, επιδιδόμενο σε έναν αγώνα προσήλωσης που συχνά αγγίζει (ή και ξεπερνά) τη δουλοπρέπεια, ώστε να επιτύχει ν’ αφήσει την Αυτού Εξοχότητα της Αγγλίας και τη σύζυγό του στο έπακρο ικανοποιημένους από το σύντομο της παραμονής τους στον Πύργο.
Όλα τα άνωθεν σε πολύ γενικές γραμμές όσον αφορά το στόρι, αφού εάν υπάρχει κάτι στο οποίο ο σεναριογράφος Τζούλιαν Φέλοουζ δεν δείχνει να τσιγκουνεύεται εδώ είναι τα αμέτρητα subplots, μέσω των οποίων φαίνεται η επιθυμία του να μοιράσει περίπου ισομερώς τον κινηματογραφικό χρόνο σε όλους τους γνωστούς από τη μικρή οθόνη χαρακτήρες, προς τέρψη των fans της σειράς. Οι περισσότερες εξ αυτών μοιάζουν σαν να έρχονται να δώσουν λύση σε κάτι που βασάνιζε τους ήρωες από τα… γνωστά προηγούμενα (επεισόδια), χωρίς όμως να επιτυγχάνουν κάτι αληθινά αξιόλογο από δραματικής πλευράς. Αν δεν καταλήγουν σε φιάσκο (όπως η υποπλοκή με τον Ιρλανδό γαμπρό των Κρόουλι, του οποίου η πίστη προς το στέμμα τίθεται εν αμφιβόλω εξαιτίας του παρελθόντος του), στέκουν ως αποκυήματα απέραντης φαντασίας, όπως δηλαδή μοιάζουν οι ομοφυλοφιλικές περιπέτειες του butler των Κρόουλι, Τόμας Μπάροου, που κάνουν το nightlife της αγγλικής επαρχίας της δεκαετίας του ’20 να μην έχει και πολλά να ζηλέψει από τη… Νέα Υόρκη των seventies (χώρια που ο περί ου ο λόγος απομακρύνεται από τη θέση του με έναν μάλλον άκομψο και αδικαιολόγητο τρόπο, μόνο και μόνο για να κάνει χώρο για την επιστροφή του συνταξιούχου πλέον κυρίου Κάρσον στα παλαιά του καθήκοντα).
Η πιο βασική από τις δευτερεύουσες πλοκές θέτει στο επίκεντρο της «δράσης» τη γιαγιά της οικογένειας, την περίφημη Βάιολετ, δίνοντας την ευκαιρία στον Φέλοουζ να γράψει ακόμη μερικές από τις φαρμακερές ατάκες – σήμα κατατεθέν του χαρακτήρα της Μάγκι Σμιθ. Η γηραιά Κόμισσα του Γκράνθαμ μπλέκει (κατά την προσφιλή της συνήθεια) σε μηχανορραφία που αφορά τον κληρονόμο της περιουσίας μίας εξαδέλφης της, η οποία ως μέλος της βασιλικής συνοδείας καταφθάνει στο Ντάουντον (η Ιμέλντα Στόντον σε έναν ρόλο που δεν υπήρχε στην τηλεοπτική σειρά), αφήνοντας όμως την εντύπωση πως υπάρχει ως χαρακτήρας / subplot για ν’ ανοίξει διάπλατα το παράθυρο για ένα πιθανό sequel (και μόνο). Με τους νέους χαρακτήρες να είναι συγκριτικά ελάχιστοι (και να μην έχουν δα και κάποιο σοβαρό πεδίο ανάπτυξης), η εμφάνιση όλων των (φυσικά) πασίγνωστων για τους φίλους του original TV series ηρώων, δεν γεννά στους μη γνώστες προσώπων και καταστάσεων απορίες για το ποια ακριβώς είναι η αναμεταξύ τους σχέση. Μικρή (και ασήμαντη, εντέλει) εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα αποτελεί η τρόπο τινά θριαμβευτική άφιξη στον Πύργο (ελάχιστα προ του φινάλε) του Μάθιου Γκουντ, που σε όσους δεν γνωρίζουν τι μέρος του (τηλεοπτικού) λόγου είναι, θα τους κάνει (μάλλον δικαιολογημένα) να αναρωτηθούν… «ποιος ήρθε;». Η δε απουσία από το καστ του χαρακτήρα της Λίλι Τζέιμς αφαιρεί αρκετή από τη ζωντάνια του εγχειρήματος, αφού το μπρίο και το έξω καρδιά ανοιχτό μυαλό της Ρόουζ τής νεαρής Αγγλίδας μάλλον δεν έχουν ισοδύναμο εδώ.
Εκείνο που πιθανότατα θα χτυπήσει κομματάκι άσχημα είτε στους παλιούς fans (μετρήστε με σε αυτούς) είτε στους νέους είναι η όλη φάση με το υπηρετικό προσωπικό των Κρόουλι, η συμπεριφορά τού οποίου μπροστά στην επικείμενη βασιλική επίσκεψη σε κάνει συχνά να σηκώνεις τα χέρια ψηλά. Από την προσπάθεια εκδίωξης των επισήμων ακολούθων του Βασιλιά Γεωργίου, ώστε να είναι εκείνοι που θα έχουν την τιμή να επιληφθούν του γεύματος και του σερβιρίσματός του (πετώντας μετά χαράς στα σκουπίδια ακόμη και το… ρεπό τους!), μέχρι την έντονη συγκινησιακή φόρτιση του τοπικού μπακάλη, στην ιδέα και μόνο πως το βασιλικό ζεύγος θα γεμίσει το στομάχι του με αγαθά που έχουν αγοραστεί από το κατάστημά του (!), η ερωτική (στα όρια του αυνανισμού) επιστολή προς την αριστοκρατία και το μεγαλείο της, κάπου ξενίζει άσχημα. Ακόμα περισσότερο όταν έχουμε δει από τον ίδιο σεναριογράφο μια πολύ πιο ουσιαστική και πνευματώδη περιγραφή των σχέσεων των «πάνω» και των «κάτω» της βρετανικής ιεραρχίας των μέσων του 20ου αιώνα στο «Έγκλημα στο Γκόσφορντ Παρκ» (2001), για το οποίο μάλιστα ο Φέλοουζ είχε κερδίσει και το σχετικό βραβείο Όσκαρ. Για να μην πιάσουμε την σχεδόν… αναρχική (σε σχέση με τούτο) προσέγγιση του ίδιου περίπου θέματος από τον Τζέιμς Άιβορι στα «Απομεινάρια μιας Μέρας» (1993). Ίσως, όμως, να ζητάμε πολλά από μια «κυριλέ σαπουνόπερα» εποχής, που έτυχε κινηματογραφικής μεταφοράς…