ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ (2004)
(DARE MO SHIRANAI)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Χιροκάζου Κόρε-Έντα
- ΚΑΣΤ: Γιούγια Γιαγκίρα, Άγιου Κιτάουρα, Χιέι Κιμούρα, Μόμοκο Σιμίζου, Γιου
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 141'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ
Για να αποφεύγει το επιπλέον κόστος στο νοίκι, μια μάνα κρύβει τα δύο μικρότερα εκ των τεσσάρων παιδιών της σε βαλίτσες (!) και τα «αιχμαλωτίζει» στην κάθε επόμενη κατοικία τους, ενώ εκείνη διασκεδάζει εκτός με επίδοξους «γαμπρούς». Ώσπου μια μέρα φεύγει από το σπίτι και δεν ξαναγυρνά…
Υπάρχει κάτι απίστευτα πληκτικό και, την ίδια στιγμή, υπέροχα ανατριχιαστικό στο νέο φιλμ του Ιάπωνα Χιροκάζου Κόρε-Έντα. Εμπνευσμένο από μια αληθινή ιστορία, το «Κανείς δεν Ξέρει» στοχεύει στην αδιαφορία του θεατή για το τι συμβαίνει (προφανώς) όχι μέσα στην αίθουσα, αλλά με τη φρίκη της ζωής εκεί έξω. Το σύμπαν της ταινίας είναι κατά βάση ένα διαμέρισμα – σπιρτόκουτο, που μερικές φορές θυμίζει τη σχέση του αδηφάγου κοινού με τις περιορισμένες ίντσες ζωής όπως αυτές προβάλλονται μέσα από την τηλεόραση. Και στις δύο περιπτώσεις, ο μέσος θεατής παραμένει ψυχρά αδιάφορος. Είτε πρόκειται περί βίας και κτηνωδίας σε δελτία ειδήσεων, είτε για τούτο το ρεαλιστικότατο δράμα που μοιάζει καταδικασμένο να κυλήσει προς την πιο φρικτή τραγωδία, εσείς εκεί έξω (στο μεγαλύτερο ποσοστό) δεν πρόκειται να δώσετε μία!
Μια μάνα μονάχη μετακομίζει με δυο παιδία σ’ ένα καινούργιο σπίτι. Όταν όλα τους τα πράγματα φτάνουν στο διαμέρισμα, ανακαλύπτουμε πως ακόμη δύο, μικρότερα παιδιά κρύβονταν μέσα σε βαλίτσες! Γίνεται αμέσως αντιληπτό πως οι κανονισμοί δεν θα επέτρεπαν σε αυτή την οικογένεια να στεριώσει… στο νοίκι. Επίσης, δεν περνά αρκετή ώρα για να καταλάβουμε πως η μάνα χαριεντίζεται με επίδοξους μελλοντικούς «πατεράδες», που την κρατάνε μακριά από το σπιτικό της μέχρι αργά τη νύχτα. Και τι κάνουν τα πιτσιρίκια; Δε βγαίνουν ούτε μέχρι το παράθυρο, μην τύχει και τα δει κανείς. Ούτε καν σχολείο δεν επιτρέπεται να πάνε. Ζουν μόνιμα σε αυτή τη μικρή «παιδική χαρά», με μια ανεξαρτησία που σε κάνει να ξεχνάς πως πρόκειται για ανήλικα, με τον Ακίρα να φτάνει το ανώτατο όριο των 12 ετών.
Κάποια στιγμή, η μάνα αφήνει λίγα χρήματα στο μεγάλο γιο και βγαίνει για μία από τις συνηθισμένες της εξόδους. Δε θα την ξαναδούμε ποτέ στην ταινία… Η εγκατάλειψη από πρόθεση δε θα γίνει αντιληπτή από τα παιδιά, που θα συνεχίσουν να ζουν ανέμελα στην εθελούσια αιχμαλωσία τους. Μονάχα ο Ακίρα θα συνειδητοποιήσει πως η μητέρα τους δεν έχει σκοπό να γυρίσει και, σταδιακά, θα επωμιστεί ευθύνες δυσβάσταχτες, καθώς τα λεφτά και τα τρόφιμα τελειώνουν, το ρεύμα και το νερό κόβονται, κι η καρδιά σου στο κάθισμα έχει παγώσει για το τι μπορεί να περιμένει ακόμη αυτά τα παιδιά.
Ο Κόρε-Έντα επιλέγει το δρόμο της αμεσότητας για να περιγράψει τα τεκταινόμενα εντός ολίγων τετραγωνικών μέτρων, ενίοτε ανοίγει ένα παράθυρο στον έξω κόσμο με πλάνα που σφύζουν από ζωή κι αισιοδοξία… μάταιη, για να μας γυρίσει πίσω στο δράμα και να μας προσγειώσει προς ένα ύστατο σχόλιο για την κοινωνική απάθεια του σύγχρονου πολιτισμού / ανθρώπου. Οι συμβολικές αιχμές περνάνε σε κλίμακα και αναλύονται με κόστος το δικαίωμα στη ζωή σήμερα. Η συνείδησή σου φτάνει στα άκρα σε κάποιες περιπτώσεις, αλλά τι τα θες; Η πιο μακάβρια ειρωνεία είναι πως αυτή την ταινία πάρα πολύ λίγοι θ’ αντέξουν να δουν, τελικά. Μέσα σε αίθουσες – φαντάσματα του πάλαι ποτέ καλλιτεχνικού κυκλώματος, ανάμεσα σε απομεινάρια θεατών μιας κατηγορίας που αρεσκόμαστε ν’ αποκαλούμε «σινεφίλ», τέσσερα παιδάκια θα παίζουν, θα ονειρεύονται, θα πονάνε ή και θα πεθαίνουν από πείνα, για να γίνουν κι αυτά κανονικά φαντάσματα, σε μια κοινωνία που δεν τα πήρε χαμπάρι… ποσοτικά. Κι εσύ, πνιγμένος από τη φρίκη, θα κοιτάς με απάθεια, θα ρίξεις ένα δάκρυ ή θα ψάχνεις να βρεις αν έχεις το remote control δίπλα σου. Αλλά, αυτό το «κανάλι» δεν αλλάζει. Πρέπει να μείνεις εκεί μέχρι τέλους. Για να μάθεις μια ιστορία που ήταν αληθινή. Και κάποιοι την έκαναν ταινία. Για να ξεχαστεί κι αυτή. Όπως όλα εκείνα τα δράματα που καταναλώνεις τηλεοπτικά, καθημερινά. Για ανθρώπους που δεν ξέρεις…