ΚΛΕΦΤΕΣ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΩΝ (2018)
(MANBIKI KAZOKU)
- ΕΙΔΟΣ: Κοινωνικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Χιροκάζου Κόρε-Έντα
- ΚΑΣΤ: Λίλι Φράνκι, Σακούρα Άντο, Κίριν Κίκι, Μάγιου Ματσουόκα, Τζίο Κάιρι, Μίγιου Σασάκι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 121'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ONE FROM THE HEART
Μια φτωχική οικογένεια αποφασίζει να κρατήσει ένα μικρό κοριτσάκι που το κακομεταχειρίζονται οι γονείς του, όμως η αληθινή σχέση τούτης της πολυμελούς φαμίλιας δεν είναι αυτό που αρχικά φαίνεται.
Η πρωταρχική «ταμπέλα» που εισπράττει εδώ και χρόνια ο Χιροκάζου Κόρε-Έντα για τη φιλμογραφία του είναι «ουμανιστής» και, ενώ αποτελεί έναν άκρως δίκαιο και κολακευτικό χαρακτηρισμό που τον φέρνει σε άμεση σύγκριση με τον «πρόγονό» του, τον Γιασουτζίρο Όζου, ενδέχεται κατά καιρούς να αποτελεί δίκοπο μαχαίρι για την καριέρα ενός πολύπλευρου και χαρισματικού σκηνοθέτη, καθώς κρίνεται κυρίως από την επιτυχημένη ή μη χρήση αυτού του (θαρρείς αναπόφευκτου) «σήματος κατατεθέντος». Ο καθολικός θρίαμβος του συγκεκριμένου δημιουργού είναι πως δεν μας απογοητεύει ποτέ, λοιπόν. Ενώ, όμως, το πρώιμο αριστούργημά του «Κανείς δεν Ξέρει» (2004) αγαπήθηκε παντού, η ελληνική διανομή κάπου τον ξέχασε στο ενδιάμεσο, με υπέροχες πρόσφατες δουλειές του όπως το «Umimachi Diary» (2015) και το «Umi Yori mo Mada Fukaku» (2016) να μην φτάνουν ποτέ στα μέρη μας. Η φετινή του ταινία, ωστόσο, δεν μπορούσε να αγνοηθεί τόσο εύκολα. Κερδίζοντας κάπως αναπάντεχα (αλλά σκορπίζοντας χαρά και δικαίωση σε εμάς τους φανατικούς του, χρόνιους υποστηρικτές) τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών και αναρίθμητες άλλες δάφνες ανά τον κόσμο, βρήκε τον δρόμο της προς τις ντόπιες αίθουσες, με απώτερο κερδισμένο το ελληνικό κοινό, για αρκετούς εκ των οποίων αυτή θα είναι και η πρώτη επαφή με το σινεμά ενός δημιουργού που «γιορτάζει» τις μικρές, μα τόσο σημαντικές στιγμές της ανθρώπινης ύπαρξης και τις ανάγει σε πανανθρώπινο επίπεδο. Και τι εισαγωγή στο σινεμά του (θα) είναι αυτή!
Εκ πρώτης όψεως, τα γνώριμα χαρακτηριστικά των ταινιών τού Κόρε-Έντα βρίσκονται όλα εδώ: μια φτωχική ιαπωνική φαμίλια που μοιάζει να βρίσκεται δεκαετίες μακριά από την τεχνολογική εξέλιξη της χώρας της, με τρεις διαφορετικές γενιές σε ένα μικρό παραδοσιακό σπίτι, όπου η γηραιά γιαγιά αποτελεί ξεκάθαρα τον οικογενειακό πυρήνα και τα νεότερα μέλη πασχίζουν να βγάλουν τα προς το ζην, έστω και με μικροκλοπές. Επίσης, οι γνώριμες σκηνές οικογενειακής αρμονίας και ισχυρών συναισθηματικών δεσμών, με έδρα σχεδόν πάντα την εστία και συνήθως κατά τη διάρκεια του λιτού δείπνου, μας κάνουν να αισθανθούμε κι εμείς «οικεία», σαν να βρισκόμαστε σε άλλη μια «συνήθη» ιστορία του Κόρε-Έντα, με δοκιμασίες σχέσεων καθώς κάποια μυστικά βγαίνουν στην επιφάνεια. Εδώ, πάντως, ο δημιουργός μάς επιφυλάσσει πολυεπίπεδες εκπλήξεις, τόσο σεναριακές όσο και σε σκηνοθετικό ύφος.
Όπως και σε προηγούμενες ταινίες του, η εισαγωγή ενός χαρακτήρα – καταλύτη συμβαίνει πολύ νωρίς. Εδώ, ένα επτάχρονο κοριτσάκι θα γίνει το νέο μέλος της οικογένειας, καθώς το πρωταγωνιστικό ζευγάρι το «σώζει» από ένα βίαιο σκηνικό στο διαμέρισμα των γονιών του, όπου περνά μοναχικά τις περισσότερες ώρες της ημέρας στο μπαλκόνι, σαν ανεπιθύμητο «κατοικίδιο» για τους νεαρούς γονείς του (τους οποίους βλέπουμε ελάχιστα και σποραδικά). Η «διάσωση» καταλήγει (νομικά μιλώντας) σε απαγωγή, όμως καθώς η χώρα μαθαίνει για την εξαφάνιση του κοριτσιού από τα δελτία ειδήσεων και τους δακρύβρεχτους γονείς του, εκείνο βιώνει για πρώτη φορά τη στοργή και την ουσιαστική επικοινωνία με μια «οικογένεια». Την ίδια στιγμή που παρακολουθούμε την ιστορία του κοριτσιού, ο Κόρε-Έντα μας κάνει να καταλάβουμε πως βρισκόμαστε μπροστά σε σκόρπια κομμάτια ενός puzzle, το οποίο δεν έχει καμία πρόθεση να ολοκληρώσει μέχρι το τελευταίο 20λεπτο. Επιλέγει αφηγηματικά τη σταδιακή αποκάλυψη στοιχείων που θα μας οδηγήσουν, από την ανάλαφρη, παιχνιδιάρικη και συνάμα βαθιά συγκινητική πρώτη (και ελλιπή) εικόνα, στην τραγική και αβάσταχτα μελαγχολική ολοκληρωμένη σύνθεση, όταν πια θα έχει φανερώσει (τόσο αριστοτεχνικά) τις πλήρεις προθέσεις του για την ταινία.
Στους «Κλέφτες Καταστημάτων», ο Κόρε-Έντα κάνει μια ειλικρινή κοινωνική ταινία (ο ελληνικός τίτλος παραπέμπει έξυπνα κι επιτυχημένα στο 70χρονο κλασικό παράδειγμα του εν λόγω κινηματογραφικού είδους, τον «Κλέφτη Ποδηλάτων» του Βιτόριο Ντε Σίκα), χωρίς να επιτίθεται και να κουνά πατροναριστικά το δάχτυλο σε καμία κοινωνική ομάδα αλλά ούτε και στις δημόσιες υπηρεσίες και την Πρόνοια. Δημιουργεί, ωστόσο, πιο μεστά απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη προηγούμενη ταινία του, τις ερωτήσεις και τα κοινωνικά / ηθικά διλήμματα που καλείται να απαντήσει το ίδιο το κοινό, με την ίδια ειλικρίνεια με την οποία το αντιμετωπίζει και το ρωτά: τι σημαίνει η έννοια της «οικογένειας» και κατά πόσον ισχύει η παγκόσμια έκφραση «δεν μπορείς να επιλέξεις την οικογένειά σου»; Ο δημιουργός αποδομεί και ταυτόχρονα επανασυνθέτει αυτή τη θεμελιώδη ιδέα / ορολογία, και μας βάζει σε σκέψεις επαναπροσδιορισμού, καθώς μας προσκαλεί στο φτωχόσπιτο αυτής της εναλλακτικής, βαθιά ελαττωματικής και νομικά παράνομης «οικογένειας», καλώντας μας να αποφασίσουμε το «σωστό», χωρίς να μας δίνει ο ίδιος διδακτικές απαντήσεις. Ούτε δίνει συγχωροχάρτι στις παρανομίες (που έχουν και πολύ σοβαρότερο ηθικό και νομικό αντίκτυπο στην ιαπωνική κοινωνία) των ενηλίκων, ούτε επικρίνει τόσο πολεμικά (τύπου Κεν Λόουτς) την επίσημη στάση των κρατικών υπευθύνων, οι οποίοι συχνά βλέπουν το δέντρο και χάνουν το δάσος, ιδιαίτερα όταν αντιμετωπίζουν τις φτωχότερες κοινωνικές τάξεις. Ωστόσο, ο συναισθηματικός και ηθικός αντίκτυπος στον θεατή μετά τους τίτλους τέλους είναι ο σημαντικότερος στόχος αυτού του απατηλά πολυεπίπεδου οικογενειακού δράματος, που ενδιαφέρεται περισσότερο για την ανθρώπινη ευσπλαχνία και την ενσυναίσθηση παρά για την αυτοματοποιημένη αποδοχή ηθικών κανόνων και απρόσωπων νόμων, που έτσι κι αλλιώς αδυνατούν ν’ ακούσουν έστω και τη φωνή των αδυνάτων (σας προκαλώ να μην «λυγίσετε» με το σιωπηλό «Ευχαριστώ» της «γιαγιάς», της πάντα υπέροχης βετεράνου ηθοποιού Κίριν Κίκι, στην τελευταία της σκηνή στην αντιπροτελευταία ταινία της ζωής της, καθώς έμελλε να «φύγει» στα 75 της χρόνια εφέτος).
Ορισμένες από τις τελικές σεναριακές επεξηγήσεις που έρχονται μαζεμένες σε διάστημα λίγων λεπτών ίσως μπερδέψουν αρκετούς από τους θεατές (προσωπικά, έχω ακόμα μια απορία σχετικά με το κίνητρο ενός εκ των χαρακτήρων), όμως οι δύο τελικές σκηνές συνοψίζουν άκρως συγκινητικά την πλοκή και το συναισθηματικό επίκεντρο του φιλμ και, ασφαλώς, αποδεικνύουν για άλλη μια φορά, θριαμβευτικά, αυτό που μάλλον αναπόφευκτα περιμένετε να επιβεβαιώσουμε: ο Χιροκάζου Κόρε-Έντα είναι ο μέγας κινηματογραφικός ουμανιστής της εποχής μας.