ΜΠΛΕ ΦΕΓΓΑΡΙ (2022)
(CRAI NOU)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αλίνα Γκριγκόρε
- ΚΑΣΤ: Ιοάνα Κίτου, Μιρτσέα Ποστέλνικου, Μιρτσέα Σιλάγκι, Βλαντ Ιβάνοφ, Ιλίνκα Νεάκσου
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 85'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Η έφηβη Ιρίνα θέλει να φύγει στο Βουκουρέστι για σπουδές, μακριά από την δυσλειτουργική οικογένειά της. Η επιθυμία, όμως, είναι ένα πράγμα και η πραγματικότητα κάτι εντελώς διαφορετικό.
Δεκαπέντε χρόνια έχουν περάσει από την ταινία ορόσημο του σύγχρονου ρουμάνικου κινηματογράφου, το «4 Μήνες, 3 Εβδομάδες και 2 Μέρες» (2007), και το «φαινόμενο» δεν λέει να κοπάσει. Η φεστιβαλική παρουσία της πλούσιας (κατά τα φαινόμενα) παραγωγής της χώρας είναι αδιάκοπη, με τα κάθε λογής διαγωνιστικά τμήματα να λειτουργούν ως «πασαρέλα» αναζήτησης του επόμενου μεγάλου σκηνοθετικού ταλέντου. Τούτο το «Μπλε Φεγγάρι» μας συστήνει ως σκηνοθέτιδα την ηθοποιό Αλίνα Γκριγκόρε, η οποία δίχως να διαθέτει κάποια πλούσια φιλμογραφία στο βιογραφικό της, αποφάσισε πως ήρθε η ώρα να διαβεί την μεγάλη πόρτα των auteur. Από πλευράς φεστιβαλικής αναγνώρισης και σχετικής «παρακαταθήκης» για το μέλλον, δεν τα πήγε και άσχημα, αφού η ταινία της απέσπασε το βραβείο καλύτερου φιλμ στο προπέρσινο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν. Τιμητική η διάκριση, όμως, έπειτα από την παρακολούθηση του ντεμπούτου της, άρχισα ν’ αναρωτιέμαι τι μέρους του λόγου ήταν οι υπόλοιπες συμμετοχές του διαγωνιστικού, οι οποίες κρίθηκαν κατώτερες τούτης! Εκτός κι αν μέτρησε ο συνδυασμός που κερδίζει εσχάτως, ήτοι auteur θηλυκού γένους με φεμινιστική σεναριακή θεματολογία. Ελαφρού τύπου η δεύτερη ως προς την ουσία της, όμως, εντελώς ακατανόητη ως προς την πλοκή της.
Το πρώτο πράγμα με το οποίο θα βρεθεί αντιμέτωπος ο θεατής που θα το επιχειρήσει, είναι να δει ένα τσούρμο μελών μιας οικογένειας, οι οποίοι δεν μιλάνε αλλά… γκαρίζουν, καθώς για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο είναι μονίμως εκνευρισμένοι. Το δεύτερο πρόβλημα θα είναι να καταφέρει να αντιληφθεί ποιοι είναι όλοι αυτοί, ποια η συγγενική αναμεταξύ τους σχέση και (πάνω απ’ όλα) τι ζόρι τραβάνε. Για τα δύο πρώτα, σταδιακά, κάποια άκρη θα βγει. Για το τελευταίο, που είναι ίσως και το πιο σημαντικό από σεναριακής άποψης, μιας και στη γενικότερη τσαντίλα βασίζονται οι χαρακτήρες και οι πράξεις τους, η Γκριγκόρε δεν δίνει καμία απολύτως απάντηση, εκλαμβάνοντας το δικαίωμα στη ζοχάδα ως θέσφατο της ρουμάνικης επαρχίας. Εξαίρεση στον κανόνα αποτελεί η χαμηλών τόνων Ιρίνα, η οποία, σε αντίθεση με την πιο ξεπεταγμένη αδελφή της, μοιάζει άβγαλτη και συνεσταλμένη. Έχοντας βαρεθεί από την καθημερινή κατάσταση που βιώνει στην ορεινή ξενοδοχειακή επιχείρηση, όπου εργάζονται άπαντες οι συγγενείς, εκφράζει την επιθυμία «να την κάνει» για σπουδές στο Βουκουρέστι. Η πρότασή της δεν γίνεται δεκτή με επευφημίες, γεγονός που θ’ ανοίξει νέο κύκλο αντιδικιών. Η γνωριμία της, εν τούτοις, με παντρεμένο τυπά, και η σεξουαλική σχέση που αποκτά μαζί του, θέτει τα πάντα υπό νέα βάση.
Από τα διάφορα περίεργα και ακατανόητα που συμβαίνουν στο «Μπλε Φεγγάρι», το πλέον παράξενο είναι το γεγονός πως η Ιρίνα αν και πέφτει επί της ουσίας θύμα βιασμού, χάνοντας την παρθενιά της έπειτα από μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ σε party, επιδιώκει να δεθεί αισθηματικά με τον τύπο που εκμεταλλεύτηκε τη μέθη της! Αν υπάρχει κάποιος απώτερος στόχος στην τακτική της αυτή, ουδέποτε ξεκαθαρίζεται, μιας και το σενάριο της Γκριγκόρε είναι παντελώς ασυνάρτητο, με το μόνο που δείχνει να την ενδιαφέρει να είναι η καταγραφή των ενδοοικογενειακών σχέσεων εξουσίας. Οι μυημένοι στο genre ίσως αντιληφθούν την ομοιότητα της «αποκαλυπτικής», εναρκτήριας και μεγάλης σε διάρκεια σεκάνς οικογενειακού γεύματος, με την αντίστοιχη της «Σονάτας σε Κλειστό Δωμάτιο» (2016), ταινίας όπου η Γκριγκόρε κατά σύμπτωση (χιούμορ) κρατούσε τον πρωταγωνιστικό γυναικείο ρόλο.
Αν κάπου μέσα στο στόρι του φιλμ κρύβεται σχόλιο για την τοξικότητα που πηγάζει από την ηγετική τάση των ανδρών της οικογένειας, έναντι της αδυναμίας των γυναικών να προασπίσουν εαυτούς και συμφέροντα, αυτό εξαφανίζεται από την ασαφή δραματουργία και τη σπασμωδική αφήγηση, η οποία αδυνατεί να αρθρώσει μια κατανοητή (έστω) εξέλιξη. Για να αντιπαρέλθει τούτων, η Γκριγκόρε προτάσσει τα τυπικά κόλπα του νεορεαλισμού της εποχής (βλέπε και αδελφούς Νταρντέν…), δηλαδή κάμερα στο χέρι και συνεχές «κυνήγι» των ηθοποιών. Με τον ίδιο τυπικό τρόπο κι έπειτα από σκάρτα ενενήντα λεπτά της ώρας (η σύντομη διάρκεια αποτελεί τεράστιο προτέρημα), αποδεικνύεται για πολλοστή φορά πως οι έννοιες σύγχρονο «art-house» και φινάλε είναι μάλλον ασύμβατες, μιας και όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν για την βουτηγμένη στην αοριστία των πράξεών της Ιρίνα.