COPSHOP (2021)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Δράσης
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζο Κάρναχαν
- ΚΑΣΤ: Τζέραρντ Μπάτλερ, Φρανκ Γκρίλο, Αλέξις Λάουντερ, Τόμπι Χας
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 107'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Μια νεοσύλλεκτη αστυνομικός θα βρεθεί μπλεγμένη σε διασταυρούμενα πυρά, όταν ένας απατεώνας κι ένας πληρωμένος δολοφόνος αποφασίσουν να λύσουν τις διαφορές τους μέσα σ’ ένα αστυνομικό Τμήμα στη μέση του πουθενά.
Η καινούργια ταινία του Τζο Κάρναχαν («Άσσος στο Μανίκι», «The Grey») αποδεικνύει πως ο δημιουργός της παραμένει πιστός στην b-movie αισθητική του old school-άδικου φιλμ δράσης, προσφέροντας στον θεατή ακριβώς αυτό που περιμένει από έναν (ή τον πιο τίμιο, θα λέγαμε) «αντιγραφέα» των Γκάι Ρίτσι και Κουέντιν Ταραντίνο. Εκτελώντας χρέη σκηνοθέτη, σεναριογράφου και παραγωγού, ο Κάρναχαν κατασκευάζει εδώ μία αρκούντως κλειστοφοβική περιπέτεια δράσης, η οποία μπορεί να μη διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας σε επίπεδο πλοκής, όμως, καταφέρνει να ψυχαγωγεί, κυρίως γιατί δεν προσποιείται πως είναι κάτι καλύτερο απ’ αυτό που προσφέρει: μια «β΄ διαλογής» καλοκουρδισμένη crime ταινία παλαιάς κοπής.
Η Βάλερι (Λάουντερ) είναι καινούργια στο αστυνομικό κουρμπέτι. Όταν ένα βράδυ κληθεί να διαλύσει μια γαμήλια μάζωξη μετά τα έκτροπα των καλεσμένων, ένας άνδρας ονόματι Τέντι (Γκρίλο) θα της καταφέρει ένα γερό crochet που θα τον στείλει στο κρατητήριο του τοπικού αστυνομικού Τμήματος. Λίγο αργότερα, η άφιξη ενός μεθυσμένου αγνώστου που πρόκειται να περάσει με τη σειρά του τη νύχτα στην υπόγα του αστυνομικού κτηρίου, δεν προμηνύει τίποτα διαφορετικό, πέραν της βαρετής διανυκτέρευσης. Όταν οι πραγματικές ταυτότητες και η «σχέση» των δύο ανδρών αποκαλυφθούν, κανείς δεν θα είναι πλέον ασφαλής.
Από την αρχή κιόλας της ταινίας, τόσο τα opening credits, όσο και το funky μουσικό score που παίζει από πίσω, δίνουν το στίγμα της στιλιστικής ματιάς του Κάρναχαν που, εμφανώς, παραπέμπει σε παλαιότερες δουλειές του, οι οποίες με τη σειρά τους επιχειρούσαν μια εξισορρόπηση στιλιζαρίσματος και περιεχομένου, άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο επιτυχημένου. Η αλήθεια είναι πως η ατμοσφαιρική «ποζεριά» που επιχειρεί εδώ ο Καλιφορνέζος σκηνοθέτης δεν του «βγαίνει», όχι γιατί έχει κάνει μια κακή ταινία, αλλά διότι μοιάζει σαν να θέλει να υπερ-τονίσει τις b καταβολές του έργου… μόνο μέσω της χρήσης του γραφιστικού και της μουσικής, παραπέμποντας έτσι σε αλλοτινές εποχές που, όμως, δεν κάνουν και τόσο καλή παρέα με το θέμα εδώ. Ακόμη κι έτσι, βέβαια, ο Κάρναχαν έχει καταφέρει να σκηνοθετήσει ένα τιμιότατο (αν μη τι άλλο) θρίλερ δράσης που αποτελεσματικά (και σοφά), στο μεγαλύτερο μέρος του, εκτυλίσσεται εντός του αστυνομικού Τμήματος, παρέχοντας έτσι τη δυνατότητα πλήρους εκμετάλλευσης των διαφορετικών χώρων του κτηρίου, (ευτυχώς) χωρίς να κάνει τον θεατή να βαριέται, γεγονός στο οποίο συμβάλλουν τόσο οι «δευτερεύοντες» χαρακτήρες, όσο και το λουτρό αίματος που απλόχερα προσφέρει το σενάριο.
Μπορεί η ταινία να διαφημίζεται ως ένα μπιτάτο action με πρωταγωνιστή τον Τζέραρντ Μπάτλερ (ο οποίος αντικατέστησε την πρώτη επιλογή, που ήταν – μαντέψτε – ο Λίαμ Νίσον), αλλά η αλήθεια είναι πως την παράσταση κλέβει με τεράστια άνεση η Αλέξις Λάουντερ σε «συμπρωταγωνιστικό» ρόλο… ξεκάθαρα πρωταγωνιστικό. Γενικά, αυτό που δεν περιμένεις από μια τέτοια ταινία (τις καλές ερμηνείες, δηλαδή), συμβαίνει με μπροστάρισσα την Λάουντερ, ακολουθούμενη από τον καρατερίστα Τόμπι Χας (υποδύεται έναν σαλεμένο δολοφόνο που τα κάνει όλα ρημαδιό). Η μεταξύ τους σκηνή, με την Λάουντερ να προσπαθεί ν’ αλλάξει έναν κωδικό σε συνθήκες τεράστιας πίεσης, πρέπει να μνημονευτεί ως μία από τις πιο αυθεντικά αγχωτικές στιγμές σε φιλμ εδώ και καιρό! Από την άλλη, τούτη εδώ είναι μια ταινία στην οποία ο Μπάτλερ είναι (όντως!) καλός σ’ αυτό που κάνει! Εντάξει, μεταξύ μας, δεν είναι και κάποια τρομερή διαπίστωση όλο αυτό, αλλά σίγουρα πείθει περισσότερο από τον Φρανκ Γκρίλο, ο οποίος μοιάζει κουρασμένος κι εντελώς «ξύλινος», υποδυόμενος έναν χαρακτήρα που, κατά τα άλλα, θα έπρεπε ν’ αποτελεί… βούτυρο στο ψωμί του.