FreeCinema

Follow us

ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (2024)

(CIVIL WAR)

  • ΕΙΔΟΣ: Κοινωνικό Περιπετειώδες Θρίλερ
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Άλεξ Γκάρλαντ
  • ΚΑΣΤ: Κίρστεν Ντανστ, Βάγκνερ Μούρα, Κέιλι Σπέινι, Στίβεν ΜακΚίνλεϊ Χέντερσον, Νέλσον Λι, Έβαν Λάι, Τζέφερσον Γουάιτ, Νικ Όφερμαν, Τζέσι Πλέμονς, Μελίσα Σεντ-Άμαντ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 109'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER

Σε ένα κοντινό, δυστοπικό μέλλον, η Αμερική σπαράσσεται από τον διχασμό ενός Εμφυλίου που έχει μετατρέψει τη χώρα σε αληθινή ζώνη πολέμου. Καθώς μία ισχυρή φατρία ανταρτών κατευθύνεται προς τον Λευκό Οίκο για να σκοτώσει τον Πρόεδρο, μία φωτορεπόρτερ και η ομάδα συνεργατών της αγωνίζεται να προλάβει να φτάσει στη Γουόσινγκτον πριν να είναι αργά.

Αυτό που κάνει σπουδαία ταινία τον «Εμφύλιο Πόλεμο» δεν είναι η προφανής πολιτική στόχευση απέναντι στην κατάσταση των πραγμάτων της Αμερικής του σήμερα. Δεν έχει καμία υποχρέωση (ή ανάγκη) ο Άλεξ Γκάρλαντ ν’ ακολουθήσει την «πολιτικά ορθή» αντι-τραμπική ρητορική και να σε βάλει να επιλέξεις πλευρά μέσα σ’ ένα εμφυλιοπολεμικό κλίμα το οποίο (φιλμικά) έχει ξεσπάσει για τα καλά κι έχει μετατρέψει τις ΗΠΑ σε πεδίο κανονικών μαχών, σαν εκείνες που οι ίδιοι οι πολίτες της χώρας «καταναλώνουν» με… απολιτική άγνοια μπροστά από τις τηλεοράσεις τους, στις στιγμές όπου μεταδίδονται οι διεθνείς ειδήσεις. Ο Γκάρλαντ δεν είναι ο κριτής εδώ. Ούτε και είναι ο φορέας ενός «ετοιμοπαράδοτου» μηνύματος. Αυτά στην προκειμένη είναι δουλειά του θεατή. Του ανθρώπου που καταναλώνει όλες αυτές τις εικόνες. Όχι από σκοπιά ιδεολογική. Αλλά… με ποιο αίτιο, τελικά;

Η (χάριν τίτλου) μεγάλη… «παρεξήγηση» που συνοδεύει την ύπαρξη τούτου του φιλμ είναι ότι το θέμα του αφορά μία πιθανή εκτροπή του διχασμού που επικρατεί εσχάτως στις ΗΠΑ. Σίγουρα είναι η πρώτη εντύπωση, όμως, δεν αποτελεί και την «καρδιά» του περιεχομένου ή του σκεπτικού της αφήγησης που ο Γκάρλαντ (ως σεναριογράφος επίσης) μας ξετυλίγει, με σκοπό να «δικάσουμε» πολιτικά και ιδεολογικά το έργο. Ο «Εμφύλιος Πόλεμος» κρίνει το ζήτημα της ηθικής των εικόνων, υπό το πρίσμα ενός συγκεκριμένου επαγγέλματος, το οποίο έχει το ελεύθερο να καταγράφει έως και τις πιο ακραίες βιαιότητες / βιαιοπραγίες του «πολιτισμένου» κόσμου μας, με το άλλοθι του ρεπορταζιακού ντοκουμέντου.

Είναι σωστή η τακτική των φωτορεπόρτερ, να πατάνε το «κλικ» απέναντι σε οποιαδήποτε εγκληματική μαρτυρία και να την αναπαράγουν με τελικό αποδέκτη την παγκόσμια κοινή γνώμη, ώστε να την «ευαισθητοποιούν»; Ο ρόλος της Λι (Κίρστεν Ντανστ) στην ταινία είναι αποστασιοποιημένος, κατόπιν μακρόχρονης πείρας και εσωτερικής επεξεργασίας που την αναγκάζει να παλεύει μέσα της με την ιδέα του ορισμού του επαγγέλματος και του γεγονότος πως ο κόσμος δεν μαθαίνει τίποτα, δεν λαμβάνει πια το μήνυμα. Από κανέναν πόλεμο, από άκρη σε άκρη, σε ολόκληρη τη Γη. Δεν τρομάζει, ούτε και αισθάνεται τύψεις γι’ αυτά που βλέπει. Και αυτό αποτελεί μια μάστιγα διαιώνισης τόσο παλιά, όσο και η ύπαρξη της ανθρωπότητας. Ή, έστω, η ύπαρξη του μέσου καταγραφής της ρεαλιστικής (φωτογραφικής, φιλμαρισμένης ή βιντεοσκοπημένης) απεικόνισης της βίας. Αρκετά ειρωνικά, σε μία σκηνή που ακολουθείται από τη βαναυσότητα της θέας δύο κρεμασμένων ανδρών που αργοπεθαίνουν (είτε επειδή επιχείρησαν να κλέψουν ένα βενζινάδικο, είτε επειδή ανήκουν στην πλευρά του «εχθρού», δεν έχει ουσιαστική σημασία!), η Λι λέει για το επάγγελμά της πως «δε ρωτάμε. Καταγράφουμε, για να ρωτήσουν άλλοι. Θες να γίνεις δημοσιογράφος; Αυτό είναι…»!

Ακριβώς αυτό τηρεί και ο Γκάρλαντ. Δεν δειλιάζει καθόλου μπροστά στη θέα του αίματος και των διαμελισμένων κορμιών, το μετατρέπει (έως και) σε οφθαλμολάγνα ψυχαγωγία, διότι αυτό είναι το επαγγελματικό του καθήκον, και αφήνει τα ερωτήματα για το κοινό της ταινίας. Είναι ένα ρίσκο που παίρνει ο «Εμφύλιος Πόλεμος», το οποίο δεν μεταφράζεται σε απάθεια ή αποχή από τα τεκταινόμενα, μονάχα επειδή δεν ταυτίζεται με κάποια πλευρά στο αμφιλεγόμενο μέτωπο το οποίο έχει στήσει. Θα αναρωτηθούν κάποιοι, λοιπόν: γιατί, πως και ποιος ξεκίνησε αυτόν τον κινηματογραφικό Εμφύλιο και τι ρόλο «βαράει» στο έργο ο Γκάρλαντ; Με ποιους είναι, δηλαδή;

Τι νόημα έχει, όμως, να ταυτιστείς με κάποια πλευρά της… σχεδόν τωρινής αμερικανικής πραγματικότητας, όταν τα πάντα βρίσκονται σε βαθμό σύγχυσης απόλυτα σουρεαλιστικό; Μπορεί η πιθανή επανεκλογή μιας «μαριονέτας» – ραμολιμέντου, όπως είναι ο Μπάιντεν, ν’ αποτρέψει (στο κοντινό μέλλον) ένα παρόμοιο σκηνικό πολέμου εντός των Πολιτειών της Αμερικής; Το ίδιο ακριβώς ερώτημα αντιστοιχεί και σ’ ένα σενάριο επανεκλογής του Τραμπ! Αποτελούν αυτά τα δύο πρόσωπα άξια παραδείγματα ιδεολογικών, θεσμικών και κομματικών ηγετών;

Τοποθετώντας τη φρίκη του πολέμου, τους βομβαρδισμούς, τα λιντσαρίσματα, τις εκτελέσεις και τις πιο βίαιες εξεγέρσεις στο φόντο της… «διπλανής πόρτας» του δυτικού πολιτισμού, ο Γκάρλαντ θέτει ισχυρά διλήμματα και σκέψεις άβολες, και για τον κλάδο της δημοσιογραφίας και για τον… ανθρωποφάγο θεατή που κάνει πως αποστρέφει το βλέμμα του από εικόνες που «δεν τον αφορούν» γιατί συμβαίνουν μακριά από τη ζώνη ασφαλείας του. Και οι δύο πλευρές δέχονται πυρά κριτικής για την εκμετάλλευση του ανάλογου θεάματος, μέσω σκηνών εξαιρετικών αντιθέσεων με τη δυναμική να γίνουν all-time classic, ενίοτε «ντυμένες» και με τραγούδια που σαρκάζουν το ωμό περιεχόμενο βίας που η κάμερα τοποθετεί στο βλέμμα και τη μνήμη μας (όπως το «ντου» σε ένα κτήριο το οποίο ελέγχουν οι «αντίπαλοι», υπό τους ήχους του «Say No Go» των De La Soul).

«Τι είναι ανθρωπισμός;», μοιάζει να ερωτά ο «Εμφύλιος Πόλεμος» του Γκάρλαντ και που βρίσκονται τα όρια του δικαιώματος διάδοσης του υλικού από εμπόλεμες ζώνες, πόσω μάλλον και η αναπαραγωγή της art-ificial βίας ως μορφή Τέχνης προς μαζική κατανάλωση; Τελικά, τούτο το φιλμ είναι πιο προβοκατόρικο και σύνθετο από αυτό που (θα) φαντάζεται ακόμη και ο πλέον σκεπτόμενος θεατής. Μια πανέξυπνη παγίδα για έναν κόσμο που ζει τόσο επικίνδυνα κοντά στην απόλυτη έκρηξη.

«Gonna crash
Gonna die
And I don’t care»

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Έτυχε να δω μια δήλωση του Άλεξ Γκάρλαντ, στην οποία αποκαλεί ορισμό της αντιπολεμικής ταινίας το «Έλα να Δεις» (1985) του Έλεμ Κλίμοφ και όχι το «Αποκάλυψη Τώρα» (1979) του Φράνσις Φορντ Κόπολα. Τροφή για σκέψη. Όπως και η ίδια η ταινία εδώ. Θα προσθέσω μονάχα πως, παρακολουθώντας την, μου (υπεν)θύμισε την ύπαρξη ενός αρκετά παραγνωρισμένου φιλμ του Ρότζερ Σπότισγουντ, του «Αποστολή στη Νικαράγουα» (1983).


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.