ΚΕΝΤΡΟ ΕΥΦΥΪΑΣ (2016)
(CENTRAL INTELLIGENCE)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμική Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρόσον Μάρσαλ Θέρμπερ
- ΚΑΣΤ: Ντουέιν Τζόνσον, Κέβιν Χαρτ, Ντανιέλ Νικολέτ, Έιμι Ράιαν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 114'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: UIP
Σφίχτης αποστάτης (στο στόχαστρο) της CIA, με μεγάλο χουνέρι από νταήδες στο λύκειο, ξαναβρίσκει απ’ το πουθενά και μπλέκει σε απόρρητο παράνομο σχέδιο παντρεμένο λογιστή, τότε αστέρι της τάξης τώρα αραγμένο. Mission impossible ή μαζί μπορούν;
Ίσως επειδή η παρθενική σχετική του απόπειρα, το «Be Cool», υπήρξε άκρως πετυχημένη, δεν είναι η πρώτη φορά που ο μοναδικός star της αμερικανικής επαγγελματικής πάλης που μεταπήδησε επιτυχημένα στο ring της μεγάλης οθόνης γίνεται εκούσια ρόμπα (όχι επειδή συμμετείχε σε μια κακή ταινία εννοείται, αλλά χλευάζοντας τον σωματότυπο και τον κινηματογραφικό τύπο του), αν και συνήθως οι ταινίες στις οποίες αυτό συμβαίνει είναι ακριβώς εκείνες που δεν βλέπουμε σε εγχώρια διανομή: τελευταία συνέβη στο «Pain & Gain» και στο «The Tooth Fairy». Είναι, όμως, η πρώτη φορά που ανατίθεται σε ό,τι κοντινότερο υπάρχει στον… Νίκο Ρίζο (αν μιλούσε σαν τον Κρις Τάκερ) της σύγχρονης black κωμωδίας, έναν δευτεραγωνιστή μοιρασμένο μεταξύ τηλεόρασης, σινεμά και stand-up, η αποστολή να κουβαλήσει στις πλάτες του μαζί με τον… Βράχο του «Fast & Furious» μια ταινία, και μάλιστα την πρώτη κατόπιν 20ετίας συμπαραγωγή Warner και Universal, υπό της οδηγίες τού δημιουργού του «Οικογένεια Μίλερ». Την έφεραν εις πέρας;
«Ναι» θα είναι η απάντηση μόνο στις… τάξεις των πυροβολημένων χαβαλεδιάρηδων των πολυσινεμά, και δη αυτών που παραδίνουν ψυχή στο είδος του πρακτορικού action χαχαχούχα, άφαντου στην ημεδαπή από την εποχή του «22 Jump Street». Και ένοχοι για το compromised του εγχειρήματος αποδεικνύονται από λίγο και οι τρεις partners in crime. Πρωτοεμφανιζόμενος ως ο bullied με δημόσιο τσιτσίδωμα πατσομπούλης 17χρονος εαυτός του (με το καλύτερο κοστούμι προσθετικής που θυμόμαστε στη σελιλόζη) στην άγρια φάρσα που σημάδεψε τον ψυχισμό του κατά την αποφοίτηση απ’ το σχολείο και τον έδεσε με τον prom king που του πρόσφερε μπουφάν… συκής προς βοήθεια, ο Τζόνσον προδίδεται καθώς είναι υποχρεωμένος από το σενάριο να διατηρεί σπασμωδικά τον σε βαθμό αμβλύνοιας παιδιάστικο θαυμασμό του για τον άλλοτε most likely to succeed νυν στάσιμο (στην επαγγελματική, προσωπική και γαμήλια ζωή του) συνομήλικό του και μετά το αναγκαστικό ξεμπρόστιασμα της ψευδοπερσόνας τού αφελούς φλώρου που έχει αρχικά υιοθετήσει για να εξασφαλίσει τη βοήθειά του.
Βλέπετε, ο θεαματικά μεταμορφωμένος σε «ντουλάπα» μπόγος, που ξαναμπαίνει σαν ταύρος σε υαλοπωλείο μέσω Facebook στη ζωή τού με τεχνοκρατικές γνώσεις και άκρες συμμαθητή του και μάλιστα ενόψει της επανένωσης της class of 1996, είναι στην πραγματικότητα καταδιωκόμενος από την υπηρεσία του μυστικός, #1 ύποπτος για υποκλοπή των κωδικών ελέγχου απάντων των δορυφόρων των ΗΠΑ και την επικείμενη επικερδέστατη εκμετάλλευσή τους από τον μυστηριώδη «Μαύρο Ασβό», εγχείρημα στο οποίο εμπλέκει τον απονήρευτο χαρτογιακά. Ο άλλοτε υποσχόμενος έφηβος, πρώτος σε όλα (δύο sports, μαθήματα, θέατρο), που 20 χρόνια μετά αισθάνεται διαψευσμένος στην τελμάτωσή του και μπριζώνεται σε μια εντελώς έξω απ’ τα νερά του περιπέτεια επανάνδρωσης, καθίσταται το δεύτερο κάρφωμα της ταινίας, καθώς τα συμπεριφορικά και βοκαλιστικά γνωρίσματα τού Χαρτ προτάσσουν συχνά, έστω με σιγαστήρα, την κάννη της προσωπικής περσόνας του ως entertainment homeboy παρά εκείνη τού σπουδαγμένου και αστού bro.
Το εκ των πραγμάτων κολλητό όσο ποτέ πριν δίδυμο, ενώ… πλακώνεται να ξεφύγει απ’ τα νύχια των Αρχών και να βρει την άκρη με την πώληση του υφαρπαγέντος intel (ποιος είναι, όμως, ο αρχικακός: ο κυνηγημένος «επιστήθιος» μουσαφίρης, κάποιος εκ των διωκτών του, κάποιος απ’ το παρελθόν των ηρώων; Θα το ψιλοψυλλιαστείς κι αυτό, δυστυχώς, πρώιμα, αμέσως μόλις – κυριολεκτικά – σκάσει αιματηρά σε μια αναδρομική υποπλοκή on the job), αποδύεται σ’ ένα Survivor που, μέσα στο με κάτι από τις spy φάρσες τού Τζάκι Τσαν ξαναγέμισμα της θαλάμης τού «Αληθινά Ψέματα» (η πιο ξεχασμένη κι ανυπόληπτη δουλειά του Τζέιμς Κάμερον) με βολίδες «εμείς μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε» buddy movie και κλου ένα reunion, στήνεται καταγέλαστα εύκολα στον τοίχο, αφού το απυρόβλητο εκατέρωθεν των στρατοπέδων το παρατραβάει υπερθεματίζοντας για το PG-13, ακόμη και τη στιγμή που η πυρίτιδα πέφτει σαν χαλάζι σχεδόν εξ επαφής από εκπαιδευμένους στη σκοποβολή επαγγελματίες.
Το κρίμα στον λαιμό τους (ένας τέτοιος γυρνάει σπάζοντας στο μοναδικό ημιαληθοφανές κρούσμα βίας μόλις προ του φινάλε), καθώς η δράση κάνει σε τακτά διαστήματα τα αδύνατα δυνατά για να παραλλάξει προς χάριν τού fun, αλλά έξυπνα και όχι εξωφρενικά, τα «σκηνικά» κατασκοπικής και crime αδρεναλίνης. Ακαριαίες ως δια μαγείας εξαφανίσεις του καταζητούμενου, τζαμάτες πτώσεις από πολυώροφα κτήρια, toner και γραβάτες ως μηχανισμοί δολιοφθοράς και αντιπερισπασμού, φίδια μέσα σε καλάθια, γυρισμένα από βασανιστήρια δάχτυλα, μια βουτιά αεροπλάνου και μια επώδυνα ανεπιτυχής δις εναέρια τούμπα προς τα πίσω, ωστόσο, απλώς λαδώνουν τα όπλα του genre εν μέσω του πιστολιδιού και των λαβών τού The Rock, ενώ ο αναπροσδιορισμός στο… τρέξιμο της σχέσης τού ψηλού και του κοντού και καθενός με το προσωπικό «Πού είσαι νιότη που ‘δειχνες πως θα γινόμουν άλλος» του βάζουν στην υπόθεση, εν μέσω μιας mini ωδής στις μόδες (το λεξιλόγιο, τα τραγούδια) των 90’s, και ένα μήνυμα κατά της σχολικής κακομεταχείρισης (και τον Τζέισον Μπέιτμαν σ’ έναν απ’ τους ελάχιστους αμοραλιστικούς ρόλους του).
Πιο άσφαιρη και τραυματική κι απ’ τις γενικά λίγες ιλαρές αφλογιστίες τού Χαρτ (συνήθως σε αυτοσχεδιασμούς, όπως το γκαγκ με τους ήχους των πουλιών) αποδεικνύεται η καταφυγή τού καλού καρικατουρίστα κι ατακαδόρου (προσέξτε τον χλιμίντζουρα στο γραφείο) Θέρμπερ σ’ έναν ορυμαγδό λεκτικών κινηματογραφοφιλικών αναφορών – κι αυτό αφήνει ακαμουφλάριστο τον πανικό του να καλαμπουρίσει. Το «Sixteen Candles» του Τζον Χιουζ έχει χαριτωμένα (και δραματουργική) θέση και οι νύξεις στην καριέρα των δύο stars («Ηρακλής», το «Απέραντο Σκοτάδι» του Βιν Ντίζελ, το «Barbershop» της TV) νόημα, αλλά οι ριπές παίρνουν διαδοχικά ασταμάτητα, αχρείαστα την Τέιλορ Σουίφτ, το «Χαραυγή», τον Ντενζέλ Γουόσινγκτον, τον Ρέι Λιότα στο «Καλά Παιδιά», το «Ant-Man», τον Τζέικ Τζίλενχολ, τον Πάτρικ Σουέιζι στο «Ο Μπράβος», τον Μίστερ Τι και τον Στινγκ.
Επιβιώνει, πάντως, μια γενναία μπηχτή στο χρώμα του Γουίλ Σμιθ κι ένα ρητό fuck you στον Μαρκ Ζάκερμπεργκ, και εκτός του διακειμενικού διαμετρήματος το αστείο για τα κορεάτικα τσουτσούνια, όπως και μία σκηνή «ντιβανιού» όπου το «Ο Κύριος και η Κυρία Σμιθ» ξεφεύγει φροϋδικά στα όρια του camp. Μετά απ’ αυτή, βέβαια, η έρμη η προκομμένη δικηγόρος mrs. του κυρίου ναρκώνεται απ’ το στόρι και σπρώχνεται στην άκρη προτού ανασυρθεί ξανά για την τίγκα στα σούργελα στέψη bonding, συνειδητοποίησης κι αλληλοπραγμάτωσης που επουλώνει το χθες του ενός και το σήμερα του άλλου των παιδαράδων μας, ενώ «Οι Συμμαθητές» του ΑΝΤ1 παίζουν στάκαμαν με το «Romy and Michelle’s Highschool Reunion» σε… αρσενικό. Η Έιμι Ράιαν ως σκληρή operative είδε casting φως και μπήκε – και δεν βγαίνει αλώβητη απ’ αυτό το όχι για σκότωμα crowd-pleaser, που όμως πέφτει στο καθήκον τής αντι-top secret αμερικανιάς με εξακολουθητική καραμπίνα comic relief. Σηκώνω τα χέρια ψηλά…