ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΙΛΕΡ (2013)
(WE'RE THE MILLERS)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρόσον Μάρσαλ Θέρμπερ
- ΚΑΣΤ: Τζέισον Σουντέικις, Τζένιφερ Άνιστον, Γουίλ Πόλτερ, Έμμα Ρόμπερτς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 110’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: VILLAGE FILMS
Κατόπιν ξαφρίσματος της καβάντζας και των εισπράξεών του υπόχρεος επί ποινή ζωής σε μεγιστάνα αφεντικό, 30φεύγα slacker διακινητής χασίς αναλαμβάνει να παραλάβει φορτίο μαριχουάνας από Μεξικό και να το μπάσει στις ΗΠΑ, με την επί πληρωμή βοήθεια υπεράνω υποψίας «οικογένειας» ρέστης στριπτιζούς και nerd (γειτόνων του), καθώς και μίας ξέμπαρκης έφηβης. Από πισωγλέντη Ζητά, συνοριακή περίπολο, jefe της πρέζας, κυκλώπειο τσιράκι του, στενή επαφή με on the road φαμίλια ενός της Δίωξης, δαγκανιάρα αραχνάρα και τη libido τους (πώς) θα καθαρίσουν;
Είσαι ο δημιουργός του «Dodgeball» και, ενώ χαλαρώνεις με «μαλακά», παρέα απ’ το σινάφι και σερί «Το Τρελό Θηριοτροφείο Πάει για Διακοπές» / «Μια Οικογένεια… Ψώνιο» / «Breaking Bad», σας έρχεται! Τι ψήνετε για τον αργιλέ μιας major που αποφασίζει να σπρώξει επιτέλους στις μάζες μια 00’s ποιότητα του «SNL» (Σουντέικις), με δώρο μια ξεθυμασμένη αλλά steady-seller τζιβάνα (Άνιστον); Το rated R χαρμάνι για τις μάζες του YouTube (προσέξτε πώς παίζει εδώ σε 2 σκηνές το νέο όπιο του λαού) τού ανωτέρω «σόι σε τρεχάματα» τρίφυλλου που, σε μια ποικιλία απ’ το ορθοφρόνως φαρσικό μέσω του περιπαικτικά δηκτικού ως το πολύπλαγκτα μικροεπικό, έχει αφήσει την οσμή του στην αγορά – μόνο που το δικό σας joint προκαλεί, σποραδικά μόνο, στιγμιαία ευφορία και κάνει μπαμ ως κακορολαρισμένο χρονικό «μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε» σούργελου παρενεργειών και η ισχύς εν τη ενώσει θριάμβου πλαστοπροσωπίας και παραβίασης των διατάξεων περί ουσιών.
Νέτα σκέτα, για το κακό τριπάκι εδώ φταίει η script καναβουριά. Και, ΟΚ, αναμενόμενο το σύνηθες φιξάκι στις κόνξες των μειζόνων χαρακτήρων που ντουμανιάζουν και αυτούς και τους ελάσσονες (τα φαιδρά «ήξεις αφήξεις» στο καμουφλάρισμα υδροπονίας προσωπείων «μαμάς» – «μπαμπά» ενώπιον των καλοσυνάτων yank συνταξιδιωτών, η περπατημένη άστεγη «κόρη» και το «no means no» στο flirt της). Κι η ελευθεροστομία πλάι στα (μου)τσουτσούνια που μαζεύουν τις γόπες του Τοντ Φίλιπς (η προσθετική της μαλαπέρδας τούμπανο, το μπινελίκι που πάει σύννεφο) μόνο και μόνο για να βγει χάχανο. Και το τελείωμα… πίπας καταστάσεων, που δε θα έπειθε ούτε μαστούρη στην κοσμάρα του (το τροχαίο ξεφόρτωμα του μωρού – μούφα, το παραλίγο swinging). Αυτό που δεν καταπίνεται, για μια ακόμα φορά σε US προϊόν, είναι τα ακούσια bloopers (ούτε τα ηθελημένα στα ζενερίκ τέλους εισπνέονται ως fun) της πλοκής, που 4 σεναριογράφοι, γιατί έτσι τους κάπνισε, και 8 παραγωγοί, γιατί θεωρούν ότι οι θεατές βρίσκονται σε μόνιμη ντάγκλα, σου πασάρουν: Ένα ακινητοποιημένο από βλάβη σε garage τροχόσπιτο γκαζώνει σωτήρια μακριά απ’ τους κακούς! Ο – με κηδεμόνα – «γιος» σπιτώνεται στην τελική ανέτως μαζί με τους «δικούς του» για 6μηνο! Fuck (που θα ’λεγαν κι οι Μίλερ)!
To γάρο κάνει το γύρο του, μολαταύτα. Χάρη στην προβοκατόρικη καύτρα US «θεσμών» (Όπρα, ρατσισμός, πουριτανισμός, ομοφοβία). Τις ατάκες που προμηθεύουν σταθερά και αρκετά συχνά ιλαρά (το γκαγκ του «You know I’m sayin’?» πάει για slogan). Τις κλεφτές ρουφηξιές αναφορών για εθισμένους στη σελιλόζη («Μαύρο Γεράκι: Η Κατάρριψη», «8 Mile», «Ο Μάγος του Οζ», «Annie», «La Bamba»). Κυρίως, τον αναμμένο λουλά ένιων μουρών (όχι της Ρόμπερτς τζούνιορ, που προσώρας δε φτάνει ούτε την άσπρη στο νυχάκι του πατέρα Έρικ και της θείας Τζούλια): Η Κάθριν Χαν κάνει διασκεδαστικά παρωδικά κεφάλι με το ρόλο της στο «Ο Δρόμος της Επανάστασης», ο Βρετανός «Γιος του Ράμπο» Πόλτερ ρίχνει υποκριτικό μπόι δενδρυλλίου ταχείας ανάπτυξης, και ο επόμενος «Έλληνας» star (ένας λιγνός, ξυρισμένος και preppy Γκαλιφιανάκις, νοθευμένος από αβρό σαρκασμό) εν πολλοίς αποδεικνύει ότι μπορεί να κάνει το αρχιβαποράκι των crowdpleaser των studio για την… πλάκα του.
Και στο φλέγον θέμα του έμπορα: με τα γραμμάρια γοητείας που έχει στην κατοχή της να κατάσχονται, πλέον, με ραγδαίους ρυθμούς και ερμηνευτικά εθισμένη μόνο στην πρόκληση τού να βγάλει αληθοφανώς δύο σκηνές χορού σε στύλο (στον ένα σε «φτιάχνει», στον άλλο γίνεται – κυρίως εξαιτίας του στόρι – μάλλον νούμερο), η «δικιά μας» πρώην κυρία Μπραντ Πιτ εξασφαλίζει ξανά το ταμειακό high απ’ το οποίο μοιάζει εξαρτημένη η καριέρα της αλλά, ταυτόχρονα, ψιλοχτυπάει cold turkey στις υπόλοιπες σεκάνς, όπου δείχνει… μπαφιασμένη. Κανένα πρόβλημα όσο μπορεί να πουλάει το stash τής παραφιλολογίας της (το κοκό του γάμου της και, εν προκειμένω, ακόμα και την προ τριετίας φωτογράφισή της ως Στράιζαντ – προσέξτε το inside joke του φιλμ με το όνομα «Μπάρμπρα»). Το δικό της, κινηματογραφικό, «Η Ρέιτσελ Παντρεύεται» δεν το βλέπω πουθενά στον ορίζοντα, ωστόσο. Όσο χορταράκι και αν χώσω…