ΗΡΑΚΛΗΣ (2014)
(HERCULES)
- ΕΙΔΟΣ: Μυθολογική Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μπρετ Ράτνερ
- ΚΑΣΤ: Ντουέιν Τζόνσον, Τζον Χερτ, Ίαν ΜακΣέιν, Ρούφους Σιούελ, Άκσελ Χένιε, Ίνγκριντ Μπόλσο Μπέρνταλ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 98’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: UIP
Ο θρυλικός ημίθεος προσπαθεί ακόμα να ξεχάσει το χαμό γυναίκας και παιδιών, δίπλα σε μια παρέα… αρχαίων μισθοφόρων που αναλαμβάνει να «καθαρίσει» κάθε κακό μπελά, υποστηριζόμενη από το… marketing των 12 άθλων του Ηρακλή! Η νέα αποστολή τους, με χορηγό ένα βασιλιά των Αχαιών, δείχνει λιγότερο τίμια κι από τους ίδιους…
Σε τούτο το είδος, το άλλοθι της μεταφοράς ενός graphic novel στη μεγάλη οθόνη ενίοτε έχει επιτρέψει να ρίχνουμε… στάχτη στα μάτια τα δικά μας αλλά και των θεατών, με λαμπρό παράδειγμα το franchise των «300» (του 2007 και του 2014), στο οποίο τον πρώτο ρόλο είχε το κομιξικό σύμπαν και η αισθητική τού Φρανκ Μίλερ και ουχί η αληθοφάνεια στην αφήγηση και την «εικονογράφηση» ιστορικών συμβάντων (πόσω μάλλον από περιόδους κατά τις οποίες η καταγραφή των γεγονότων δε θα μπορούσε παρά να είναι… ασαφής). Στην προκειμένη έχουμε να κάνουμε με μυθολογικό ήρωα, το comic της Radical (με την υπογραφή του Στιβ Μουρ), «Hercules: The Thracian Wars», και ένα σενάριο τόσο φαντασιακό, που θα του ταίριαζε απόλυτα η κλασική κι αγαπημένη ατάκα… «γαμήθηκε ο Δίας»!
Αρχικά, δε μιλάμε για ένα φιλμ το οποίο παρουσιάζει τους άθλους του Ηρακλή. Αυτοί λειτουργούν μονάχα ως εισαγωγή… παραμυθιάσματος, πριν αποκαλυφθεί η «πραγματική» (και καλά) πλευρά του ήρωα. Παραδόξως, αυτά τα λίγα λεπτά της αρχής αποτελούν και το καλύτερο πράγμα που διαθέτει ολόκληρη η ταινία, κάνοντάς σε, αργότερα, να τα αναπολείς και να αναρωτιέσαι… γιατί δε γύριζαν αυτή την ταινία;
Η πλοκή, λοιπόν, κάνει μια απόπειρα αποδόμησης του μύθου του Ηρακλή, παρουσιάζοντας τον ομώνυμο ήρωα ως… αληταρά κι απατεώνα, αρχηγό συμμορίας «μισθοφόρων», το σύνολο των οποίων φέρνει εις πέρας τα ανδραγαθήματα εκείνου, έτσι ώστε η φήμη τού ονόματος και των κατορθωμάτων του να τους εξασφαλίζουν τους επόμενους πελάτες! Όλο αυτό θα μπορούσε να μας δώσει κάτι πραγματικά ενδιαφέρον και διασκεδαστικό, όμως, υπό δύο όρους: α) το σενάριο να ήταν ουσιαστικά χιουμοριστικό και β) η σκηνοθεσία να πρόσθετε λίγο παραπανίσιο σαρκασμό, παραπέμποντας στο ιταλικό peplum των τελών της δεκαετίας του ’50 (πριν αντικατασταθούν από τη μόδα των καουμπόικων spaghetti στα μέσα του ’60). Δυστυχώς, η πρώτη ατυχία έχει να κάνει με παντελή έλλειψη κωμικών στοιχείων και ευρημάτων (αν και η προδιάθεση είναι ορατή), ενώ στη δεύτερη περίπτωση, ο «παραγγελιάς» σκηνοθέτης Μπρετ Ράτνερ, μαζί με την υποστήριξη των ψηφιακών εφέ, νομίζει ότι επιτελεί κάτι… μάλλον σοβαρο(φανές).
Η ιστορία τής όλης σκευωρίας που φέρνει τη ζωή της ομάδας του Ηρακλή σε κίνδυνο είναι προφανής και προβλέψιμη ακόμη και από ανήλικο παιδάκι (ίσως το μοναδικό target group της ταινίας που δε θα περάσει άσχημα…), η αρχαιοελληνική πολεμομυθολογία βιώνει κανονικά τον ξεπεσμό ως τα έγκατα της γελοιοποίησης αλλά και της βαρεμάρας, ενώ ο κατά τα άλλα συμπαθής ως παρουσία Ντουέιν Τζόνσον, εδώ κυκλοφορεί ως η μοναδική ατραξιόν περιοδεύοντος «τσίρκου», περιστοιχισμένος από καλούς Βρετανούς (άντε, και δύο Νορβηγούς) ηθοποιούς, οι οποίοι κάνουν το ιδίας εθνικότητας καστ του «Καλιγούλα» (1979) να αισθάνεται λιγότερο ντροπιασμένο, πλέον! Μια – δύο σκηνές δράσης (ειδικά εκείνη με την «επί γης» στρατιά) προσπαθούν να φέρουν στο νου video game, έτσι ώστε να αναστενάξουν από χαρά μερικά teen fanboys, όμως, αυτός ο «Ηρακλής» μόνο ως κινηματογραφικός άθλος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Κρίμα, γιατί είχε κάποια φόντα να μας αρέσει για τους… λάθος λόγους.