CORPUS CHRISTI (2019)
(BOZE CIALO)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γιαν Κομάσα
- ΚΑΣΤ: Μπάρτος Μπιελένια, Αλεκσάντρα Κονιέζνα, Ελίζα Ρίσεμπελ, Μπάρμπαρα Κούρσατζ, Λέζεκ Λιτσότα
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 115'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΤΡΙΑΝΟΝ
20χρονος τρόφιμος αναμορφωτηρίου παίρνει άδεια «μετάθεσης» από τον ιερέα του που θέλει να τον προστατεύσει από τον αδελφό ενός θύματος του πρώτου. Η αποστολή του είναι να πιάσει δουλειά στο ξυλουργείο μιας κωμόπολης, όμως ο Ντάνιελ προτιμά να εκμεταλλευτεί τους κατοίκους της περιοχής παριστάνοντας έναν περαστικό ιερέα που η ενορία θα αγκαλιάσει.
Εάν γνωρίζεις και έχεις δει το «Αριστερό Χέρι του Θεού» (1955) του Έντουαρντ Ντμίτρικ, δεν αξίζει να μπεις στον κόπο. Εκεί, ο δραπέτης Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ έκανε ακριβώς το ίδιο πράγμα, παριστάνοντας τον άνθρωπο του Θεού σε μία ιεραποστολή Καθολικών στην Κίνα. Παρά το χολιγουντιανό του λούστρο και το απαραίτητο ρομάντζο, η πλοκή του μάλλον έθιγε με πιο ουσιαστικό τρόπο τα ζητήματα θρησκείας και πίστης, με φόντο το περίφημο motto «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Το «Corpus Christi» (που συζητιέται κυρίως επειδή βρίσκεται στη shortlist των δέκα ξενόγλωσσων φιλμ που επιδιώκουν να μπουν στη φετινή αντίστοιχη κατηγορία των Όσκαρ) είναι ένα μικρό δράμα από την Πολωνία που στέκει ανάμεσα στην «art-house» πρόταση και το καθαρά mainstream melo, ενημερώνοντάς μας εξαρχής ότι αυτό που πρόκειται να παρακολουθήσουμε έχει εμπνευστεί από μία αληθινή ιστορία.
Ο νεαρός Ντάνιελ βρίσκεται έγκλειστος σε αναμορφωτήριο για κάποιες βίαιες ή εγκληματικές πράξεις τις οποίες δεν γνωρίζουμε με το ξεκίνημα του φιλμ. Γρήγορα κατανοούμε ότι είναι βαθιά θρησκευόμενος και ότι το όνειρό του ήταν να γίνει ιερέας. Το βεβαρημένο ποινικό του μητρώο δεν θα του επιτρέψει ποτέ να πραγματοποιήσει αυτό το όνειρο. Όταν ένας κληρικός που τον προστατεύει στο αναμορφωτήριο καταλάβει ότι ο ερχομός του αδελφού ενός θύματος του Ντάνιελ τον θέτει σε σοβαρό κίνδυνο, του επιτρέπει εξαιτίας της καλής του διαγωγής να «κρυφτεί» για λίγο καιρό, μετακομίζοντας σε κωμόπολη χαμένη στην άκρη του πουθενά, με το άλλοθι της συνεισφοράς σε τοπικό ξυλουργείο.
Ο Ντάνιελ θα εμφανιστεί εκεί, θα παραγνωρίσει αμέσως την ύπαρξη του ξυλουργείου και θα επισκεφθεί την εκκλησία της κωμόπολης… ντυμένος ιερέας! Για καλή του τύχη, θα χρειαστεί να αντικαταστήσει για μερικές μέρες τον παπά της ενορίας και με το κήρυγμά του θα καταφέρει να γίνει συμπαθής σε όλο και περισσότερους κατοίκους / πιστούς, οι οποίοι αρχίζουν να συρρέουν στην εκκλησία! Παριστάνοντας και τον εξομολογητή, θα μπει πιο βαθιά στις ζωές αυτών των ανθρώπων και θα τον προβληματίσει το μεγάλο «μυστικό» τους, το οποίο έχει σκορπίσει μίσος και διχόνοια ανάμεσά τους.
Πλέον, το φιλμ αρχίζει να δίνει το κύριο βάρος του σε αυτή την υποπλοκή του δράματος μιας μικρής κοινωνίας η οποία πενθεί δικούς της ανθρώπους εξαιτίας ενός αδικαιολόγητου και θλιβερού συμβάντος. Και το «Corpus Christi» απασχολείται περισσότερο με το (λαϊκίστικο και αφελές) ερώτημα «πώς μπορεί να χάνονται τα τέκνα του Θεού έτσι άδοξα, πληρώνουν κάποιες αμαρτίες σε τούτη τη γη;», παρά με τον εσωτερικό κόσμο του κεντρικού του ήρωα. Ο χαρακτήρας του Ντάνιελ δεν αναλύεται, δεν προσεγγίζεται σχεδόν καθόλου, παραμένει μία «αινιγματική» φιγούρα σε όλο το έργο, ένας πραγματικός Πιστός αλλά και ένας ανελέητος απατεώνας που φτύνει κατάμουτρα τις περισσότερες αρχές της θρησκείας που υποτίθεται ότι τιμά, με background σχεδόν άγνωστο ακόμη και σε εμάς, καθώς δεν τίθεται στιγμή προσωπικής του «εξομολόγησης». Έτσι, η ταινία του Γιαν Κομάσα αναλώνεται στο λύσιμο των διαφορών των κατοίκων της κωμόπολης, με τα αδιέξοδα του Ντάνιελ ή τον κίνδυνο της αποκάλυψης της πραγματικής του ταυτότητας και προέλευσης να προσθέτουν ένα κάποιο σασπένς στην αφήγηση, αν και ο θεατής μπορεί να αντιληφθεί από νωρίς πως η εξέλιξη οδηγεί σε έναν δραματικό μονόδρομο.
Ο Μπάρτος Μπιελένια σηκώνει στους ώμους του με επιτυχία ίσως το μεγαλύτερο βάρος του φιλμ, αφού ο Κομάσα απλώς κινηματογραφεί τίμια το όλο σκηνικό, απευθυνόμενος σε ένα ευρύτερο κοινό καταναλωτών, ίσως ευελπιστώντας να πάρει το διαβατήριο για ένα πιο εμπορικό σινεμά αφήγησης στη Δύση. Σίγουρα όχι κακό σινεμά, αλλά αφήνει μία γεύση αντιφατική, ειδικά ως προς το… ποιους μπορεί να αφορά. Προσωπικά, θα έλεγα ότι το επίσης θρησκευτικού background «Disco» της Γιόρουν Μίκλεμπουστ Σίβερσεν από τη Νορβηγία (που προβλήθηκε επίσης στο περσινό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης) έθετε πιο καίρια και τολμηρά ερωτήματα, με ανησυχητική τραγικότητα και σκληρό κυνισμό. Αλλά αυτό δεν «πάει» για Όσκαρ…