Ο ΥΠΟΚΙΝΗΤΗΣ (2006)
(INSIDE MAN)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα Εγκλήματος
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σπάικ Λι
- ΚΑΣΤ: Ντενζέλ Γουόσινγκτον, Κλάιβ Όουεν, Τζόντι Φόστερ, Κρίστοφερ Πλάμερ, Γουίλεμ Νταφόου, Τσούετελ Ετζίοφορ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 129'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: UIP
Ένας αστυνομικός ντετέκτιβ κι ένας διαρρήκτης παίζουν σαν το ποντίκι και τη γάτα, ενώ ο δεύτερος βρίσκεται «εγκλωβισμένος» σε τράπεζα της Νέας Υόρκης με κάμποσους όμηρους. Ολόκληρη η πόλη δείχνει ανάσταση μ’ αυτή τη ληστεία, όχι για την χρηματική λεία της συμμορίας των κουκουλοφόρων, αλλά για το… μυστηριώδες περιεχόμενο των τραπεζικών θυρίδων!
Πρόκειται για την πρώτη «νορμάλ» ταινία στη φιλμογραφία του Σπάικ Λι! Το μεγάλο του στοίχημα ν’ αποδείξει πως μπορεί να κάνει και χωρίς τις διαφυλετικές υστερίες, τα all-black καστ και θεματολογίες που κρατάνε αναμμένη molotov. Με την είσοδο του Κλάιβ Όουεν στην τράπεζα την οποία πρόκειται να ληστέψει, άρχισα να… τρέμω. Πελάτες και προσωπικό λες και το ‘χεις βγάλει από την Κιβωτό του Νώε! Έγχρωμοι (σε πλήθος αποχρώσεων), τουρμπάνια, ραβίνοι και κάτι τυχάρπαστοι λευκοί. Το «τοπίο» μύριζε εθνολογική δημαγωγία! Και να πέφτουν και οι «ύποπτες» πολιτικές δοσολογίες (μα, ηχογραφημένο μήνυμα του Χότζα στα αλβανικά;)… Φοβάσαι διαρκώς μην σου την ανάψει! Αλλά, όχι, κάτι τον κράτησε τον Σπάικ αυτή τη φορά και δεν κάνει σαματά αλλά μονάχα ταινία, με την εξυπνάδα της, τον κυνισμό της, τη δράση της και όλα τα συστατικά που θα σε κάνουν να ξεχαστείς. Όχι, όμως, ότι δεν υπάρχουν και τα ατοπήματα…
Η πλοκή εξελίσσεται κυρίως εντός τραπέζης στη Νέα Υόρκη, όπου συμμορία κουκουλοφόρων κρατά δεκάδες όμηρους και απαιτεί ότι πιο παλαβό για την απόδρασή της (μάλλον είχαν δει τη «Σκυλίσια Μέρα»…). Οι ανατροπές είναι συνεχείς, καθώς ο αρχηγός δεν δείχνει να έχει ανάγκη από ρευστό, αλλά προτιμά το περιεχόμενο συγκεκριμένης θυρίδας που κινεί παρασκηνιακά νήματα ανώτατων αξιωματούχων στην πόλη. Ο Ντενζέλ Γουόσινγκτον είναι ο μπάτσος που αναλαμβάνει τη διαπραγμάτευση, με προτεραιότητα στην ασφάλεια των ομήρων, η Τζόντι Φόστερ υποδύεται μία ασαφή φιγούρα εξουσίας που σου δίνει την εντύπωση πως αν «πεταγόταν» μέχρι τη Μέση Ανατολή θα έδινε τη λύση ύστερα από δυο-τρία rendezvous (μη ρωτήσετε ποτέ τι κάνει ακριβώς, θα χάσετε το παιχνίδι) και ο Κρίστοφερ Πλάμερ κρατά το κλειδί του μυστηρίου, πηγαίνοντάς μας τόσο πίσω στο χρόνο, που απορούμε για την πραγματική του ηλικία στα χρόνια του… ναζισμού! Πάντως, πέραν του ηλικιακά παρακινδυνευμένου ζητήματος, τολμώ ν’ αναγνωρίσω τη φοβερή ειρωνεία του casting ενός ηθοποιού που αγαπήθηκε περισσότερο από το ρόλο του πάτερ φαμίλια των Φον Τραπ στη «Μελωδία της Ευτυχίας», σαράντα χρόνια πίσω. Ύπουλο αστείο, σίγουρα.
Τελικά, δεν είμαι σίγουρος για το ποιος μας κλείνει το μάτι στον «Υποκινητή». Ο πρωτοεμφανιζόμενος σεναριογράφος Ράσελ Γκέγουιρτζ που κρατά διαρκώς φυλαγμένα τα καλύτερα χαρτιά του έτσι ώστε να μην προδώσει ποτέ ολέθρια το αρχικό πλάνο αυτής της ληστείας ή ο Σπάικ Λι που ποτέ δεν ξεχνά τις μονομανίες του και πάει να σε μπερδέψει υπογείως, αποσπώντας την προσοχή σου από τα πράγματα που πραγματικά θα έπρεπε σε οδηγήσουν στο μεγάλο μυστικό (το οποίο «σκάει» μ’ ένα φινάλε ικανό να σε κάνει να παραγνωρίσεις πληθώρα «τρυπών» σε γραφή και εκτέλεση); Όποιος κι αν το σκαρφίστηκε, αυτός διέσωσε το φιλμ από το να γίνει ακόμη μία λανθάνουσα «ντουντούκα» που, λίγο ως πολύ, μας λέει τα πλέον στερεότυπα πράγματα γύρω από τη Νέα Υόρκη: ότι είναι το μεγάλο χωνευτήρι, μια «άλλη» Αμερική, πρόθυμη να δεχτεί και να ενσωματώσει ανθρώπους από ολόκληρο τον πλανήτη στα γρανάζια της δίχως ουσιαστικές προκαταλήψεις. Όπως θα έπρεπε να είναι και η υπόλοιπη χώρα, δηλαδή.
Ίσως βαθιά, μέσα στο μυαλό του, ο 49χρονος πλέον Λι να κατανόησε πως το σωστό το έκανε μονάχα μια φορά μέχρι σήμερα και ήταν άδικο τόσα χρόνια να παλεύει με τον εαυτό του και τα φαντάσματα ενός πεπαλαιωμένου ρατσιστικού ενστίκτου. Ίσως και να μας κάνει πλάκα, θέλοντας να μας δείξει πως είναι ικανός (και) για το πιο εύπεπτο. Η ετυμηγορία βρίσκει το αποτέλεσμα θετικό. Κι ας μην είναι εκ των έσω…