FreeCinema

Follow us

ΜΠΕΝ-ΧΟΥΡ (2016)

(BEN-HUR)

  • ΕΙΔΟΣ: Δραματική Περιπέτεια
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τιμούρ Μπεκμαμπέτοφ
  • ΚΑΣΤ: Τζακ Χιούστον, Τόμπι Κέμπελ, Ροντρίγκο Σαντόρο, Ναζανίν Μπονιαντί, Αγελέτ Ζουρέρ, Μόργκαν Φρίμαν
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 125'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: UIP

Ο Τζούντα Μπεν-Χουρ, γόνος πλούσιας εβραϊκής οικογενείας, μεγαλώνει αρμονικά με τον υιοθετημένο αδελφό του, Μεσάλα, όμως οι έριδες της ενήλικης ζωής θα τους χωρίσουν και η μοίρα θα τους βρει σε ακόμη χειρότερη θέση, όταν ο πρώτος κατηγορηθεί άδικα για την απόπειρα δολοφονίας Ρωμαίου αξιωματούχου, στον στρατό του οποίου ανήκει πλέον και ο δεύτερος.

Το μεγάλο, λαϊκό μελόδραμα των σελίδων τού ομώνυμου βιβλίου τού Λιου Γουάλας που εξιστορεί την κακοτυχία ενός Εβραίου πρίγκηπα, για να συνδεθεί μέχρι και με τα Πάθη του Χριστού, έχει απασχολήσει με θαυμαστό τρόπο το σινεμά στο παρελθόν, μέσω μιας λιγότερο γνωστής για το σημερινό κοινό, βωβής και άκρως κερδοφόρας παραγωγής του 1925 (με τον Ραμόν Νοβάρο ως πρωταγωνιστή), αλλά και της θρυλικής μεταφοράς του 1959, σε σκηνοθεσία του Γουίλιαμ Γουάιλερ (με τον Τσάρλτον Χέστον στον ονομαστό ρόλο), η οποία ακολουθείται από τη φήμη των 11 βραβείων Όσκαρ. Είναι μια ταινία που, συνήθως, βαριόμαστε να παρακολουθήσουμε από την τηλεόραση κάθε Πάσχα, όμως αν την πετύχουμε (σε όποιο σημείο της ανελέητης διάρκειας των 212 λεπτών της…) να παίζει, «καρφωνόμαστε» στην οθόνη για κάμποση ώρα, θαμπωμένοι από τη δύναμη και τον όγκο του θεάματος.

Ως agnostic και χωρίς να είμαι fan του peplum, δεν μπορώ να πω ότι έχω απολαύσει τις παρελθούσες versions του «Μπεν-Χουρ», αν και αναγνωρίζω τις αρετές τους. Γιατί πρέπει να μας απασχολεί αυτό το έργο εν έτει 2016; Αυτό είναι κάτι που δεν μπορώ να δικαιολογήσω ή να εξηγήσω. Ένα σκέλος της απάντησης τοποθετείται σίγουρα στο 2001 και τη βράβευση του «Μονομάχου» του Ρίντλεϊ Σκοτ με το Όσκαρ καλύτερης ταινίας. Η επίσης τεράστια εισπρακτική επιτυχία εκείνης της ταινίας, σχεδόν υποχρεωτικά, αναθέρμανε το ενδιαφέρον των studios προς τούτο το φιλμικό είδος, που δεν έλαμψε σχεδόν ποτέ καλλιτεχνικά όλα αυτά τα χρόνια (ουσιαστικά, οι κομιξάδικοι «300» αποτελούν την κύρια εξαίρεση στο ευρύτερο genre της χλαμύδας). Η ανακοίνωση ότι ο Τιμούρ Μπεκμαμπέτοφ επρόκειτο να γυρίσει μια νέα εκδοχή του «Μπεν-Χουρ» έμοιαζε με ευχάριστη είδηση αρχικά, καθώς ο Ρώσος σκηνοθέτης ανήκε στις μεγάλες ελπίδες για το σινεμά της διασκέδασης (έως και στα χνάρια του Τζέιμς Κάμερον, είχα πει κάποτε!), ειδικά μετά το εξωφρενικά αδρεναλινικό «Wanted» (2008). Αν μη τι άλλο, θα μπορούσε να ανανεώσει την περίφημη σεκάνς της αρματοδρομίας. Πίστευα.

Εν μέρει, το κάνει. Αλλά δεν καταφέρνει τίποτε περισσότερο! Βγάζοντας έξω από τούτο το «Μπεν-Χουρ» την αναμενόμενη κλιμάκωση, μαζί και τη σκηνή με τις γαλέρες, που εντυπωσιάζουν απόλυτα και πετυχαίνουν τους στόχους τους, το υπόλοιπο φιλμ μοιάζει τόσο άψυχο και σχεδόν… φτωχό, σε βαθμό να σε κάνει να απορείς για τις πραγματικές προθέσεις της Paramount, η οποία ούτε και ξοδεύτηκε τόσο (τηρουμένων των αναλογιών, η δαπάνη 100.000.000 δολαρίων για την παραγωγή του φιλμ μοιάζει με ψίχουλα!), αλλά ούτε και προσέλκυσε κάποια σοβαρά ταλέντα για το έμψυχο κομμάτι της ταινίας. Έτσι, το ουσιαστικό δράμα εδώ δεν είναι η ιστορία του Τζούντα αλλά… η υποκριτική ενός αδύναμου καστ, που σε μεγάλο ποσοστό χαντακώνει το σύνολο του έργου. Ο ρυθμός υπάρχει, η διάρκεια δεν είναι… αβυσσαλέα (όπως παλιά), όμως χωρίς ζωντανούς χαρακτήρες με συναίσθημα και πειθώ στις ερμηνείες, ο «Μπεν-Χουρ» του Μπεκμαμπέτοφ δεν εμπνέει τον θεατή ούτε και πληροί τις προδιαγραφές ενός επικού φιλμ. Μένουν τα αξιοπρεπή σκηνικά, η δουλειά που έχει γίνει σε εξωτερικούς χώρους της… Ιταλίας ή σε canyons της Καλιφόρνιας (!), τα κάποια οπτικά εφέ (ωραίο εδώ το εύρημα του εγκλεισμού της οπτικής μας μέσα στη γαλέρα, μέχρι τη στιγμή της μάχης με τα ελληνικά πλοία, τον εμβολισμό και το ναυάγιο) και, διάβολε, η αρματοδρομία, που προκαλεί ένα κυριολεκτικό άγχος στον θεατή, καθώς η ταχύτητα σε λήψεις και μοντάζ δίνει ιπποδύναμη μεγάλης ισχύος στους παλμούς σου.

Ακολουθεί η κορύφωση του δράματος του Ιησού, που εδώ έχει και πρόσωπο (Σαντόρο) και φωνή, σε αντίθεση με την απεικόνισή του κατά το παρελθόν, η οποία ενδέχεται να συγκινήσει μερίδα θεατών ή να φέρει τη λύτρωση του… φινάλε (επιτέλους!) για κάποιους άλλους. Σταυροκοπήσου, μπας και φρενάρουν άλλα αντίστοιχα projects για το μέλλον…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Ολίγη από «Μονομάχο», ολίγη από βιβλικό έπος, πιο… ολίγη από ταλέντα, υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Τιμούρ Μπεκμαμπέτοφ, ο οποίος γνωρίζει μόνο από δράση και σκηνές καταστροφών ή καταδιώξεων, και ιδού μια «εκσυγχρονισμένη» εκδοχή του γνωστού επικού έργου, που περισσότερο θυμίζει την τηλεόραση του σήμερα στο genre της περιόδου παρά το μέγεθος του παρελθόντος. Οι fans της ομώνυμης ταινίας του Γουάιλερ θα υποστούν ένα κάποιο σοκ. Μερίδα φιλόθρησκων θεατών θα το διασκεδάσει (με λανθάνουσα έννοια αυτό). Η γενιά των multiplex δεν θα δει… Ανάσταση!


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.