BELGICA (2016)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Φέλιξ Φαν Χρούνινχεν
- ΚΑΣΤ: Στεφ Αρτς, Τομ Βερμάιρ, Στέφαν Ντε Βίντερ, Ντομινίκ Βαν Μάλντερ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 127'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS
Ο Τζο έχει ένα μικρό μπαράκι που φαίνεται να πηγαίνει όλο και καλύτερα. Θα ζητήσει τη συνδρομή του μεγάλου του αδελφού, Φρανκ, και το Belgica θα επεκταθεί σε διπλανό χώρο, για να μεταμορφωθεί σε nightclub με απίστευτη επιτυχία. Που θα δοκιμάσει τις σχέσεις μεταξύ τους αλλά και μεταξύ των συντρόφων τους.
Μετά τα συγκλονιστικά «Ραγισμένα Όνειρα», ο Φέλιξ Φαν Χρούνινχεν δεν αλλάζει και τόσο το ρεπερτόριό του, για να παραμείνει σε μουσικά και δραματικά «χωράφια» με πιο έντονη ζωή και κέφι τούτη τη φορά, στήνοντας ένα φανταστικό (αν και εμπνευσμένο από το ονομαστό Charlatan Bar) live club στη Γάνδη του Βελγίου και ξεδιπλώνοντας τους αδελφικούς δεσμούς τού Τζο και του Φρανκ, οι οποίοι θα ονειρευτούν δόξα και λεφτά χωρίς να υπολογίζουν διαπροσωπικές τριβές και την όλη φθορά που προκαλεί στην υπόλοιπη… νορμάλ καθημερινότητα ενός ανθρώπου η νύχτα.
Η αφήγηση δεν αφήνει περιθώρια για «εισαγωγές» ή ουσιαστικές συστάσεις με τους χαρακτήρες. Ο νεαρός Τζο χρειάζεται μια χείρα βοηθείας, τώρα που το μαγαζί δείχνει να «τσουλάει», και ο πιο έμπιστος για να σταθεί δίπλα του είναι ο Φρανκ, ο μεγαλύτερος και πιο μποέμικων αντιλήψεων (αν και παντρεμένος με μωρό παιδί) αδελφός. Θα αρπάξουν την ευκαιρία της επέκτασης, θα ρισκάρουν με τις Αρχές, με ύποπτους μπράβους που πουλάνε προστασία σε clubs, θα έρθουν σε κόντρα με τις γυναίκες που αγαπούν, θα ζήσουν στιγμές δόξας και κάποτε θα καταλάβουν πως όταν ανήκεις στη νύχτα, δεν μπορείς να φέρεις βόλτα και τη μέρα…
Ξετυλίγοντας ένα είδος «Βίβλου» για τη nightlife, που πάνω-κάτω αποτελεί και στερεότυπο για το πού μπορεί να οδηγεί μετά από καιρό η επιτυχία ενός νυχτερινού μαγαζιού, το «Belgica» κερνάει δυνατά beats και vibes με σχετική αληθοφάνεια, μεταφέροντας όλο αυτό το ηδονιστικό κλίμα της rock και της dance κουλτούρας, δίπλα στην επίσης προβλέψιμη συνύπαρξη του άπλετου σε ποσότητες αλκοόλ, των ναρκωτικών και του γαμησιού. Το volume έχουν αναλάβει οι Soulwax, που πετυχαίνουν με το soundtrack να δημιουργήσουν ένα τολμηρό mix από ακούσματα, τα οποία ανεβάζουν την αδρεναλίνη του φιλμ τακτικά και σε κάνουν να ζηλεύεις που δεν βρίσκεσαι κι εσύ ανάμεσα σ’ αυτό το αλλοπρόσαλλο crowd των clubbers. Όταν η μουσική πέφτει, όμως, τα δύο αδέλφια πρέπει να κάνουν κουμάντο και στις προσωπικές τους σχέσεις, έχοντας να αντιμετωπίσουν διλήμματα τα οποία θα καθορίσουν τη μελλοντική πορεία της ζωής τους.
Ο Τζο με την γκόμενά του που μένει και έγκυος και δεν ονειρευόταν να «παγιδευτεί» σ’ αυτή τη φάση της μητρότητας πριν δοκιμάσει έναν ολόκληρο πλούτο εμπειριών που την περιμένουν εκεί έξω, δίπλα στον Φρανκ που διαρκώς φέρνει τον γάμο του στα πρόθυρα της διάλυσης εξαιτίας του άσωτου νυχτερινού του βίου, γίνονται οι δύο βασικοί «δορυφόροι» για το φιλμ του Φαν Χρούνινχεν, ο οποίος δεν έχει και πολλές ευκαιρίες να αποφύγει τις συγκρούσεις τους, αφού οι δευτερεύοντες χαρακτήρες είναι σχεδόν ανύπαρκτοι και οι όποιες υποπλοκές της ιστορίας εξυπηρετούν μεμονωμένες σκηνές χωρίς κάποιο βαθύτερο υπόβαθρο. Όχι ότι πρόκειται για μια ρηχή ανοησία, όμως το «Belgica» είναι καταδικασμένο να κερνάει μικρά σφηνάκια δράματος σχέσεων, δίπλα σε έναν κανονικό σαματά, σε ένα μαγαζί όπου η κάθε νύχτα θα μπορούσε να είναι και η τελευταία του.
Η όποια επιτυχία της ταινίας, όμως, δεν αντικατοπτρίζεται από την ενέργεια της κινηματογράφησης εντός του club αλλά από τη σαφή επιλογή του Φαν Χρούνινχεν να μην αφηγηθεί έναν ηθικολογικό μύθο για τα συμπτώματα ενός αυτοκαταστροφικού lifestyle. Ποτέ ο φακός δεν σε κάνει να αισθανθείς ότι τα δρώμενα ξεφεύγουν κάποιων ορίων, ακόμη κι όταν οι ήρωες δείχνουν να εθίζονται στα ναρκωτικά πέρα από τις αντοχές τους. Τα πράγματα που συμβαίνουν στο Belgica είναι κάτι σαν φυσικός νόμος τού partying, οι συνέπειές τους δεν είναι σχεδόν ποτέ ορατές (εκτός από το… υποχρεωτικό δράμα που συνοδεύει τις ζωές των δύο αδελφών) και το πρωί ένας καφές περίπου αρκεί για να συνέλθεις από το «σοκ» της προηγούμενης νύχτας. Ο Τζο και ο Φρανκ δεν θα θυμούνται πάντοτε τι είχε συμβεί πριν ξημερώσει, εσύ όμως θα βρίσκεσαι sober εντός αιθούσης και θα αντιλαμβάνεσαι τα προβλήματα του σεναρίου, την αδικαιολόγητη διάρκεια, τα ups και τα downs αυτής της κινηματογραφικής μπαρότσαρκας που δεν σου πούλησε «μπόμπα» αλλά σου έριξε «πόρτα» περιορίζοντάς σε στο να παίρνεις μονάχα λίγο μάτι, λες και είσαι ανήλικο στο οποίο δεν επιτρέπεται η είσοδος ή να σερβίρουν αλκοόλ. Θυμάσαι;