ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ (2022)
(AMSTERDAM)
- ΕΙΔΟΣ: Κομεντί Μυστηρίου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντέιβιντ Ο. Ράσελ
- ΚΑΣΤ: Κρίστιαν Μπέιλ, Μάργκο Ρόμπι, Τζον Ντέιβιντ Γουόσινγκτον, Κρις Ροκ, Άνια Τέιλορ-Τζόι, Ράμι Μάλεκ, Ζόι Σαλντάνα, Μάικ Μάγερς, Μάικλ Σάνον, Τίμοθι Όλιφαντ, Άντρεα Ράιζμποροου, Ματίας Σχούναρτς, Αλεσάντρο Νιβόλα, Τέιλορ Σουίφτ, Ρόμπερτ Ντε Νίρο
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 134'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Στη Νέα Υόρκη του 1933, ο Μπερτ Μπέρεντσεν και ο Χάρολντ Γούντμαν, φίλοι αδελφικοί από την εποχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, βρίσκονται μπλεγμένοι σε μια συνωμοσία με πολιτικές προεκτάσεις, εξαιτίας της αυτοψίας που έκανε ο πρώτος στο πτώμα ενός Γερουσιαστή, η κόρη του οποίου πιστεύει ότι δολοφονήθηκε.
Έχετε δει ποτέ ηθοποιούς να παίζουν με βλέμμα απόγνωσης, τύπου «Θεέ μου, τι κάνουμε εδώ πέρα…»; Καλώς ήρθατε στο «Amsterdam». Το poster της ταινίας περιλαμβάνει δεκαπέντε ονόματα της «αφρόκρεμας» του σινεμά σήμερα, τα οποία, προφανώς, υπολόγιζαν να προσθέσουν με καμάρι μια δουλειά του Ντέιβιντ Ο. Ράσελ στη φιλμογραφία τους. Κάτι που… δεν πήγε καθόλου καλά, τελικά.
Το θέμα από το οποίο εμπνεύστηκε ο Ο. Ράσελ για να γράψει το σενάριο (μια πολιτική πλεκτάνη που είχε στόχο την άνοδο του φασισμού στην εξουσία, ακόμη και στις ΗΠΑ, γνωστή ιστορικά ως «The Business Plot»), αξίζει αναζήτησης και μελέτης, καθώς το «Amsterdam» ομολογεί από τα opening credits του πως «a lot of this really happened». Η εισαγωγή του είναι ιντριγκαδόρικη και παραπέμπει σε πλοκή νουαρικού θρίλερ με πολιτικό background. Ο Ο. Ράσελ, όμως, κάνει σαφές από νωρίς ότι δεν πρόκειται ν’ ακολουθήσει αφηγηματικά μονοπάτια στυλ «Chinatown» (1974) και, αφού μας εξηγήσει (μέσω ενός μακράς διάρκειας flashback, πίσω στο 1918) το πως γνωρίστηκαν οι τρεις βασικοί χαρακτήρες της ιστορίας (προσθέτουμε και την Βάλερι Βόουζ, η οποία πρωτοεμφανίζεται επί γαλλικών εδαφών ως εκκεντρική νοσοκόμα που φροντίζει τους τραυματίες πολέμου Μπερτ και Χάρολντ), αλλά και τη σημειολογία του τίτλου της ταινίας, αναπτύσσει το σενάριό του… στα λόγια, αναλώνοντας τα πάντα εντός μιας ακατάπαυστης φλυαρίας, δίχως πραγματικά (και οπτικοποιημένα) δρώμενα!
Οι ήρωες του «Amsterdam» μιλάνε αδιάκοπα, σκέφτονται, ανταλλάσσουν απόψεις, θεωρίες, ιστορίες κι υποψίες, μετακινούμενοι που και που σε διαφορετικούς σκηνικούς χώρους, με τη σκηνοθεσία να μοιάζει… δεμένη χειροπόδαρα! Σταδιακά, η υπομονή του θεατή εξαντλείται (πριν καν φτάσουμε στη μία ώρα), το λανθάνον χιούμορ που συνόδευε (σαν αρχική πρόθεση) τους χαρακτήρες του Ο. Ράσελ χάνεται ολοκληρωτικά από την εξουθενωτική πρόζα και τους ατέλειωτους διαλόγους (σε βαθμό να θέλεις να ουρλιάξεις «Σκάστε!») και μόλις μετά τα ενενήντα λεπτά διάρκειας του φιλμ (επιτέλους!) αχνοφαίνεται ένα κάποιο ενδιαφέρον γύρω από την ανάπτυξη της (ποιας;) πλοκής, οδηγώντας σε μια επίλυση «μυστηρίου» που μοιάζει να ήρθε από… άλλο έργο!
Σε αντίθεση με αυτό που κάνει εδώ ο Ο. Ράσελ, εγώ θα προτιμήσω να μην… ξεχειλώσω τούτη την κριτική, ούτε και να μακρηγορήσω. Όχι πως έχει απαραίτητα ουσιαστική σημασία, αλλά τούτη τη φορά έπρεπε να πιστέψω τα όσα προηγήθηκαν από την αρθρογραφία των Αμερικανών συναδέλων μου, οι οποίοι ξέσκισαν ανελέητα το «Amsterdam», πριν καν αυτό μετατραπεί σε μία από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές «βόμβες» του 2022 (φημολογείται ότι η χασούρα για τα 20th Century Studios πλησιάζει τα εκατό εκατομμύρια δολάρια!). Θα συγκρατήσω στη μνήμη μου μονάχα την καλύτερη σκηνή του φιλμ, εκεί όπου ένα αυτοκίνητο πατάει την Τέιλορ Σουίφτ. Συμβαίνει σχεδόν στην αρχή της ταινίας (λίγο μετά το πρώτο δεκάλεπτο). Μην περιμένετε τίποτα πιο συναρπαστικό για τη συνέχεια…