CHINATOWN (1974)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματικό Νουάρ Μυστηρίου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρομάν Πολάνσκι
- ΚΑΣΤ: Τζακ Νίκολσον, Φέι Ντάναγουεϊ, Τζον Χιούστον, Πέρι Λόπεζ, Τζον Χίλερμαν, Νταϊάν Λαντ, Ντάρελ Ζουέρλινγκ, Ρόι Τζένσον, Ρομάν Πολάνσκι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 130'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Ιδιωτικός ντετέκτιβ που ερευνά υπόθεση μοιχείας βρίσκεται αντιμέτωπος με αλυσίδα δολοπλοκιών και σκανδάλων, πάνω στα οποία αναπτύχθηκε η ευρύτερη περιοχή του Λος Άντζελες, στις αρχές του 20ου αιώνα.
Τι να τολμήσεις να γράψεις για το «Chinatown»; Το σενάριό του σε κάνει να αισθάνεσαι τόσο λίγος! Μιλάμε για πραγματικό δέος απέναντι σε αυτό που σκαρφίστηκε η πένα του Ρόμπερτ Τάουν απευθείας για το σινεμά, συνδυάζοντας την παράδοση του ύφους των ντετεκτιβίστικων ιστοριών του Ρέιμοντ Τσάντλερ με την υπερβολή της αρχαιοελληνικής τραγωδίας, εντός ενός ακόμη πιο απαιτητικού πολιτικο-οικονομικού background που κρίνει διαχρονικά (και αγέραστα!) τη διαφθορά στους μηχανισμούς του δυτικού πολιτισμού.
Είναι τόσο παράδοξο που, ενώ το έργο πατάει πιστά στις ντετεκτιβίστικες ταινίες του ’40, ο Ρομάν Πολάνσκι δεν επιχείρησε ούτε να σκηνοθετήσει ένα νοσταλγικό homage ή ένα camp(y) αναμάσημα του genre. Το «Chinatown» μοιάζει να έρχεται από την περίοδο στην οποία εξελίσσεται η δράση του, δίχως ίχνος «μοντερνισμού», παρά την… καινούργια του όψη. Κάπως έτσι οδηγηθήκαμε στη φιλμική ορολογία του νεο-νουάρ, άλλωστε. Και η ταινία του Πολάνσκι αποτελεί την παντοτινή κορωνίδα αυτού του «ευρήματος».
Αν και στο πρωτότυπο σενάριο ο χαρακτήρας του Τζέικ Γκίτις (Νίκολσον) χρησιμοποιούσε το (στερεοτυπικό σε τούτο το είδος) voice-over, ο Πολάνσκι είχε την εξυπνάδα να το αφαιρέσει ολοκληρωτικά από την αφήγηση, αφήνοντας τον θεατή να ανακαλύπτει τις εξελίξεις των ερευνών του ιδιωτικού ντετέκτιβ ταυτόχρονα με τον ήρωα, δίχως προειδοποιήσεις ή επεξηγήσεις. Ο Τζέικ αναλαμβάνει την υπόθεση μιας φαινομενικά απλής περίπτωσης μοιχείας, που όμως αποτελεί πλεκτάνη εξαρχής, για να βρεθούμε όλοι μαζί μέσα σ’ έναν λαβύρινθο δραματικών καταστάσεων, ανατροπών και φονικών, απ’ όπου δεν είναι εύκολο να βγεις ζωντανός αν δεν ανήκεις στα διαβρωμένα τμήματα εξουσίας και κοινωνικού ελέγχου, των οποίων η δικτύωση ξεπερνά κάθε λογική.
Ο κόσμος του «Chinatown» είναι ένα Λος Άντζελες που δεν έχει γνωρίσει ακόμη τους παρόμοιους… «θεατρινισμούς» εξουσίας του Χόλιγουντ, ένας τόπος στο οποίο μετρούν πρωτίστως τα αγαθά της γης και οι έχοντες ονειρεύονται να καταχραστούν κάθε σπιθαμή της, σαν επίγειοι Θεοί ολοκληρωτισμού. Ο Τζέικ θα αρχίσει να συνδέει τα κομμάτια αυτού του απίστευτης σύλληψης puzzle, για να οδηγηθεί σε μία ανθρώπινη τραγωδία που αφορίζει κάθε «εντολή» ηθικής. Τάουν και Πολάνσκι ενορχηστρώνουν σε απόλυτη αρμονία ένα νοσηρό αδιέξοδο ίντριγκας, το οποίο σε εγκλωβίζει ανελέητα μέχρι να σε υποχρεώσει να φτάσεις στη συντριβή. Η ατάκα «Forget it, Jake. It’s Chinatown…» έχει γίνει το συνώνυμο της ήττας για κάθε κοινό θνητό που προσπάθησε να λειτουργήσει με όρκους νομιμότητας και συνείδησης, για να πάρει το «μάθημά» του από το σύστημα.
Όλα τα συστατικά του «Chinatown» είναι μνημειώδη. Το πρωταγωνιστικό ζευγάρι των Τζακ Νίκολσον και Φέι Ντάναγουεϊ που ξεχειλίζει από ερωτισμό και μόνο με την παρουσία του στην οθόνη, το συγκλονιστικό πέρασμα του σκηνοθέτη Τζον Χιούστον σε έναν υπερβατικά τολμηρό ρόλο, το μουσικό θέμα του Τζέρι Γκόλντσμιθ με την τρομπέτα και τα έγχορδα που σε κάνουν ν’ ανατριχιάζεις ακόμη και σήμερα (πιο πολύ, ίσως), η… αντι-νουαρική ζεστασιά της φυσικότητας των χρωμάτων του διευθυντή φωτογραφίας Τζον Αλόνζο, τα αβίαστα κοψίματα του μοντέρ Σαμ Ο’Στιν που ξέρουν πότε να συντονιστούν με το σασπένς των καταδιώξεων και των αποκαλύψεων της πλοκής, το αλάνθαστο και τόσο κομψό στιλ σε σκηνικά (Ρίτσαρντ Σίλμπερτ) και κοστούμια (Άνθια Σίλμπερτ). Και, στο φινάλε, ακόμη και πάνω από την υποδειγματική δουλειά του Πολάνσκι, το εσωτερικό αναφώνημα που κυριαρχεί και ακινητοποιεί οποιαδήποτε άλλη σκέψη στον νου: «Τι έγραψε ο άνθρωπος!».